Η ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΝΥΧΤΑ
Άπλωσα το βούτυρο στο αχνιστό ψωμί και το δάγκωσα. Σήμερα ξύπνησα αμετανόητα νέα. Φόρεσα το ανθισμένο μου φόρεμα και βγήκα στην εξοχή. Χώμα νωπό, δροσερά καταπράσινα χόρτα, η οροφή του ουρανού μύριζε κίτρινο φως. Ξαφνικά ένα χέρι με σκέπασε. Δίπλα μου ορθωνόταν ένας πανύψηλος τοίχος με υγρασία. Σκοτάδι παντού. Η θεία μου φορούσε τα ράσα. Με τραβούσε μέσα στο κτίριο. «Δεν θέλω», της είπα. Τότε ξεκρέμασα από την πλάτη μου ένα μεγάλο μολύβι που είχε ολοκαίνουργια γόμα στο τέλος. Την έσβησα. Στο σημείο της έμεινε μία γκρίζα θολούρα. Βγήκα και πάλι στο φως. Περπατούσα και ένα ποτάμι κατρακυλούσε μαζί μου. Ώσπου το είδα. Κάθισα χαμηλά. Ο αέρας ολοένα ξεσήκωνε το χορτάρι. Το κατάλευκο άλογο δοκίμαζε τα πίσω του πόδια στο χώμα. Δίχως δεύτερη σκέψη ανέβηκα στη ράχη του. Κατεβήκαμε ως τη θάλασσα και ολόγυμνοι βουτήξαμε μέσα. Γεννήθηκε η απέραντη νύχτα. Ήρθαν οι φίλοι μου. Ήμασταν γέροι. Ήμασταν αμετανόητα νέοι.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Gertrude Abercrombie. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]