Ο ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΩΡ ΓΙΟΣΤ
Άπλωνε, όλο άπλωνε τα δίχτυα της
του χρόνου η αράχνη,
μα εμείς ανηφορίζαμε απ’ τον Έλβα προς τη γλίσχρα Γιουτλάνδη
σαν με οδοντωτό,
και τα μαλλιά των κοριτσιών διασάλευαν τη ροή των άστρων·
έπειτα υποχωρούσαν κι αυτά εκεί όπου είχαμε όλοι μας υποχωρήσει:
σ’ ένα κατάμαυρο λιβάδι με σπαρτά,
κρύο κι υγρό κάθε που φυσούσε ο βορειοδυτικός Σκίρων
από το Νίσσουμ Φιορδ και με κατεύθυνση προς το Ώρχους.
Παράξενα μέρη γεμάτα σκιές·
επιστρέφαμε εσαεί στον χρόνο τους,
έτσι όπως επιστρέφει κανείς στο πατρικό του
έπειτα από μια μεγάλη συμφορά.
Εκεί, οδηγώντας προς ένα κατοπτρικό ανάλογο του Γαλαξία,
σα γαλακτώδες έμπυο πάνω σε μαύρη λάσπη,
κατέληξε κι ο μελαγχολικός εισπράκτωρ Γιόστ
την ίδια ημέρα που έκλεινε τρεις δεκαετίες εργαζόμενος στα τρένα.
Έκτοτε τον συναντούσαμε οι υπόλοιποι
άλλοτε στις αναγγελίες των σταθμών που εκφωνούσε μια αυτόματη ηχογράφηση
σαν έφτανε η υπερταχεία της Γάνδης στην αποβάθρα 18
κι άλλοτε σε κείνη την πεζογέφυρα της Ottigne,
να ανθίσταται αναποφάσιστος στο αγιάζι.
Με την αυτοχειρία του,
έκθετα απέμειναν και τα απλούστατα επιτεύγματα τού βίου του:
μια πέτρα καθαρισμένη από τον άνεμο ως την αργιλική της ψίχα,
ένα σακί γεμάτο από εξασθενή κινναβαρίτη,
απ’ όταν υποζωγράφιζε βυζαντινά,
και τα δυο σεντούκια με τα κόκκαλα των πλανήτων προγόνων του·
στο ένα,
– κατά φθίνον μέγεθος –
το στέρνο, η κεφαλή και τα πλευρά,
το ιερό οστούν κι ο κόκκυγας
αμήχανα ολοκλήρωναν προς την ελλειπτική κοτύλη
ενώ το άλλο,
επίμηκες, περίτεχνο, από σκαλισμένο κέδρο
– αποκλειστικό των άκρων –
ευρέθηκε αδειανό.
–Τα άκρα, έλεγε, είναι πουλιά· ας φεύγουν.
Για αυτό και τα ελευθέρωνε·
τα πρόσφατα, στους χαμηλούς λόφους της Φλάνδρας,
ενώ είχε από καιρό ξεφορτωθεί τα παλαιότερα
διερχόμενος με το αλπικό τρένο
από το Σιλς Μαρία.
Χόρτασε κόκκαλα μια ολόκληρη ζωή.
Ο ίδιος, δήλωνε με επιστολή,
θα επιθυμούσε –το προτιμότερο– να καεί
σε μια πλατφόρμα από σημύδες κι άγρια ρείκια
που θά ’μπαινε σε πλεύση προς τις νήσους Σέτλαντ
την ώρα που θα ανέτειλε, αθάνατος, απέραντος κι απερίγραπτα βαρύς,
ο Ήλιος του Μεσονυχτίου·
ένας Βίκινγκ καθώς ήταν στο μεδούλι του
που ντρεπόταν εξαρχής να κόβει εισιτήριο
σε κάθε έναν δυνητικό του συνταξιδευτή._
20.11.2021 [επιμύθια για τις Κάτω Χώρες]
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Peter Wileman. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]