Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡΑΨΑΣ ΕΠΙΖΩΝ
1.
Κλειστὸς ὁ κόσμος ἦταν ἀποπνικτικός,
ὁ ἀνοικτός; μιὰ νέα μπόχα.
Μὲς στὴν κλεισούρα, ἄνοιγαν παράθυρα,
πνιγόσουν κι ὅμως ἤξερες
πὼς θὰ πεθάνεις γιατὶ ζοῦσες.
Τὰ πάντα πλέον εἶναι ἀνοικτά,
μέρα καὶ νύχτα μὲ σαγιονάρες κι ἐλβιέλες
στὸ τουρλωτὸ ἐδῶ, μπηγμένο στὸν ἐγκέφαλο,
ὅπου τὰ πεζοδρόμια συχνὰ σὲ κάνουν
νὰ σκουντουφλᾶς σὰν μεθυσμένος.
Λαχτάρησες ἀπ’τὴν σκουντούφλα
κάτι κλειστὸ ἀλλὰ νὰ καίει,
πρόθυμος νὰ δεχθεῖς καὶ τὴν πνιγούρα
ποὺ σ’ ἔκανε ἀντάρτη
ἐνόψει τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς.
Κατατροπώθηκε ὁ κλεισμένος κόσμος
κι εἶσαι σωσμένος μὲ τὴ βαρεμάρα
χωρὶς ἕνα παράθυρο, κὰν ζωγραφιστό.
Τὸ μόνο σου ἀληθινό: ἐκείνη ἡ λαχτάρα
γι’ αὐτὸ ποὺ τὸ πολέμαγες δικαίως.
❧
2.
Βαρέθηκα νὰ ζῶ, βαριέμαι νὰ πεθάνω
χρειάζεται προετοιμασία καὶ γι’ αυτό.
Προετοιμαζόμουν ὁλόκληρη ζωή
ἀπὸ προβλήτα σὲ προβλήτα,
ὅσο ποὺ βγῆκα ἐδῶ, μιὰ μπόχα
σὰν τὸ ψοφίμι γάτας στὰ σκουπίδια.
Βρωμᾶνε τὰ μνημόσυνα τῆς ἀνθρωπιᾶς,
βρωμᾶνε τὰ ποιήματα καὶ τὰ τραγούδια τῆς ἀγάπης,
βρωμᾶν καὶ ζέχνουν ἐλεύθερα ἤ ξαναμισθωμένα,
τὰ γόνατά μου δὲν λυγίζουν.
Βαρέθηκα νὰ ζῶ, βαριέμαι νὰ πεθάνω
χρειάζεται προετοιμασία καὶ γι’ αυτό.
Ἑτοιμαζόμουν ὁλόκληρη ζωή
ἑτοιμαζόμουν, προετοιμαζόμουν,
ὥσπου βαρέθηκα νὰ ζῶ κι ἡ σκέψη
τοῦ θανάτου κατάντησε βαριεστημάρα.
Ἕνα κορίτσι ξάπλα, φαρδιά πλατιά
στὸ πρόθυρο τῆς πολυκατοικίας,
οἱ σάρκες της δὲν ἔχουνε φεγγίσει γιὰ τὴν ὥρα,
σημαίνει πὼς εἶναι ἀκόμα στὴν ἀρχή.
❧
3.
Ὅ,τι κι ἄν κάνω, δὲν λείπει ὁ παλαιὸς Θεὸς μέ ἄλλη φάτσα
λίγο πιὸ πάνω ἤ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου γιὰ νὰ τὸν νοιώθω
κι ἄς μὴ τὸν βλέπω, ὅπου κι ἄν εἶμαι ἤ πηγαίνω.
Ποιὸς ἑαυτός, στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀδυναμία,
μὲς στὸ καλὸ ἤ τὸ κακό; Ὅταν ξεθεωνόμουν
κι ὅλος γινόμουν ἔνστικτο, ὁ Παντοδύναμος ἀεὶ ξαναγυρνοῦσε.
Μά τί ἐν τέλει εἶναι ἑαυτὸς ὑπὸ Θεὀν κι ὑπὸ τὸ ζῶον;
Πρὸς τί ἡ δύναμη καὶ τὸ ἀντίθετό της;
Γιατί δὲν κλαῖμε γιὰ τοὺς θύτες;
Καὶ τί ἐγώ, πέραν τῆς δύναμης κι ἀδυναμίας, ἐγώ
ποὺ κατευθύνομαι πρὸς τὴν ἀνείκαστη ἀνωνυμία,
ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνθρωπινό;
Ἄν ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὁ Θεὸς ἀκατανόητος
τί εἶναι ἀγάπη, ὅπως τὴν τραγουδοῦν καὶ τὴν ἐξευτελίζουν,
παρὰ τὸ ἔνστικτο χαπακωμένο Λόγο παντοδυναμίας;
Θυμᾶμαι καὶ τραβιέμαι, θέλοντας και μή
πρὸς τὴ μεγάλη ἀνωνυμία ποὺ δὲν θυμᾶται λέξη,
ξεχνάω κι ὅμως τραβάω, θέλοντας και μή,
πρὸς τὸ φρικτό ἀποδυτήριο τοῦ ἑαυτοῦ
ὅπου ἀόρατοι, ἴσως καὶ νὰ ξανοίγουν οἱ κόλποι τῆς ἀγάπης.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]