frear

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Ποιήματα – Kostas G. Papageorgiou, Gedichte

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης & Dirk Uwe Hansen

Καλειδοσκόπιο

Οι επαίτες έγιναν αποδημητικά πουλιά και ποικιλία
φτερών χωρίς αντίκρισμα ουρανού. Κουρέλια πρώιμης
βροχής και εικόνες προβάτων που αμέριμνα βόσκουν
με βέλασμα κάτασπρο κάτω από βλέμματα λύκων·
συνθέτοντας έτσι τοπίο απλωμένης σιωπής ανασκαμ-
μένο από διάτρητες στιγμές φθινοπώρου. Κι εγώ που
ποτέ δεν υπήρξα ζωόφιλος τώρα ρωτάω πώς βρέθηκαν
στο σπίτι μου τ’ αδέσποτα όλα αυτά που με τρομάζουν.

#

Kaleidoskop

Die Bettler wurden zu Zugvögeln und allerlei Arten
von Flügeln ohne Berührung mit dem Himmel. Fetzen eines vorzeitigen
Regenschauers und Bilder von Schafen die unbekümmert weiden
mit ihrem blendend weißen Blöken unter den Blicken der Wölfe;
dabei setzen sie einen Ort ausgestreckter Ruhe zusammen aus-
gegraben aus den löchrigen Momenten eines Herbstes. Und ich
der ich noch nie tierlieb gewesen bin frage mich jetzt
wie alle diese herrenlosen Wesen in mein Haus
gekommen sind vor denen ich zittere.

**

Κάτω στον ύπνο Β

Η αρχή ένα φως στην κάμαρά μου που είχα
σβήσει και ήταν εκεί κάτι άγνωστοι γυναίκες
και άντρες δεν τους ήξερα να κάθονται έτσι
επάνω στο κρεβάτι μου ξαφνιάστηκα. Τι γύ-
ρευαν επάνω στα σεντόνια όπως με κοίταζαν
ειρωνικά σαν χαχανίζοντας που θύμωσα επειδή
πολύς θυμός τότε με κυρίεψε και αμηχανία.
Που άρπαξε κοκκινίζοντας το πρόσωπό μου από
ντροπή κι έφυγα βιαστικά ώσπου τρέχοντας.
Πώς βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο κτήμα σαν απέ-
ραντο.

#

Unten im Schlaf B

Der Anfang: Ein Licht in meinem Zimmer
das erloschen war und da waren unbekannte
Frauen und Männer die kannte ich nicht und
sie saßen auf meinem Bett und ich erschrak
was suchten sie auf meinen Laken
wie sie mich ansahen ironisch als kicherten sie
dass ich wütend war weil ein großer Zorn mich
ergriff und Verlegenheit. Röte überzog mein Gesicht
vor Scham und ich floh bis ich rannte.
Wie befand ich mich aber auf einem großen Hof der war fast un-
endlich.

**

Μέρες

Δεν είναι οι μέρες που θα ‘ρθουν τις άλλες τρέμω
Που ήρθαν και θρονιάστηκαν την αίγλη επετείων
διεκδικώντας
Αυτές που δεν βολεύτηκαν ανάμεσα στο χθες και
στο αύριο
Δεν χώρεσαν στο ημερήσιο σώμα τους
Το φως και το σκοτάδι τους δεν έλιωσε
Μες στην τακτή διάρκεια της ταφής τους.

#

Tage

Es sind nicht die Tage die noch kommen die anderen fürchte ich
die kamen und sich breitmachten und den Glanz der Feiertage
einforderten
Die es sich nicht bequem machten zwischen dem Gestern
und dem Morgen
die nicht passten in ihren täglichen Körper
Deren Licht und Dunkelheit nicht vergingen
innerhalb der festgelegten Spanne ihrer Bestattung.

**

Oικογενειακό

Βαρίδια τους βαστούν στον ουρανό
Τους πεθαμένους μου όλους – ειδαλλιώς
Κι άλλο θ’ ανέβαιναν κρυφά ως τη γη.

#

Familienangelegenheit

Gewichte halten sie im Himmel
meine Toten alle — andernfalls
würden weiter aufsteigen bis zur Erde.

**

Αρκεί η αγάπη

Κι αν το μελάνι στάζει αργά στον θόλο τ’ ουρανίσκου και απλώνεται ύστερα ανεπαίσθητα στη χλόη της γλώσσας, τις λέξεις κάνοντας ν’ ακούγονται δυσδιάκριτες, τα γράμματα ν’ αλλοιώνεται το σχήμα τους –του ρω η ουρά λειψή, του λάμδα ξεχαρβαλωμένο το αντιστήριγμα– η αγάπη αρκεί. Κι εξάλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση΄αγράμματη είναι ας υποδύεται ότι ναι΄ δεν ξέρει ούτε τον ήχο των γραμμάτων να διακρίνει τόσο αγράμματη. Αγνοεί το πέρασμα του νοήματος πώς γίνεται και αρκείται στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού που τσακισμένος βγαίνει έστω τρικλίζοντας ν’ ακούγεται και αργά η ανάσα του να χάνεται. Γι’ αυτό σου λέω η αγάπη αρκεί.

#

Die Liebe genügt

Auch wenn die Tinte langsam auf die Kuppel des Himmels tropft und sich dann unbemerkt ausbreitet auf dem Rasen der Sprache, die Wörter ununterscheidbar werden lässt und die Buchstaben ihre Form verändern — der Schwanz des ρ unvollständig die Stütze des λ wackelig — die Liebe genügt. Und im Übrigen kennt das Gehör kein Lesen; es ist analphabetisch, auch wenn es so tut, als wäre es das nicht. Es kann noch nicht einmal den Klang der Buchstaben erkennen, so analphabetisch ist es. Es weiß nicht, wie das Durchdringen des Sinns entsteht und begnügt sich allein mit dem Anhören des Rhythmus, der zerrissen vorangeht mag er auch torkeln, dass man hört wie ihm langsam der Atem vergeht. Deswegen sage ich dir: Die Liebe genügt.

**

Το μαύρο κουμπί

Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και
πράγματι έτσι – θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος
και ακίνητος. Γιατί ‘ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός
μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω
ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως
κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το
ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει
τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του
το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη
εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά «ποιον
ράβω εδώ;» – δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ
ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά
κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;»
– χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη
αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-
μα του κουμπιού – το μαύρο αυτό – της λέω «έναν
νεκρό». «Έναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα
μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να
ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο
έλεγε και με παρακαλούσε.

#

Der schwarze Knopf

Ich stehe an der Tür, stumm und wie bereit zum gehen
und tatsächlich ist es so — ich würde losgehen, aber stehe da wie stumm
und unbeweglich, weil nämlich meine Mutter gebückt
da steht vor mir und einen Knopf an das weiße Hemd näht,
das ich trage, vorsichtig, um mich nicht zu stechen,
wobei sie den Stoff so dicht wie möglich vor meiner Brust hält.
Aber der Knopf ist schwarz und sie näht ihn ganz selbstverständlich an,
vielleicht weil sie gar nicht auf die Farbe achtet, die nicht zum Weiß passt.
Und während sie näht, gebückt vor mir, ohne mich anzusehen, fragt sie:
“Welchen nähe ich hier an?” — zwei- oder dreimal; und doch,
weil ich nicht antworte, fragt sie noch einmal, hebt dabei langsam
und mechanisch ihren Blick für einen Moment zu meinem Gesicht
“welchen nähe ich hier an?” — ohne mich dabei noch einmal anzusehen.
Irgendwann sagte ich dann mit einer großen Traurigkeit,
vielleicht weil ich noch traurig war wegen der Farbe des Knopfes
— dieses schwarzen — zu ihr: “Einen Toten.” “Einen Toten,”
sagte ich noch einmal zu ihr mit trübem Blick,
als ich sie gebückt vor mir nähen sah, und sie weinte sehr und:
“Sag nicht noch einmal tot,” sagte sie bittend.

**

Του ύπνου

Στο πάτωμα ένα βρώμικο χαλί τόσο υγρό σαν από
λάσπη ανασυρμένο που όσο το έβλεπα δεν πρόλαβα ούτε
να σκεφτώ κι όμως μου πέρασε απ’ τον νου ότι του
ύπνου μου είναι αυτό το ιπτάμενο χαλί κι ότι άραγε
από τι όνειρα θα λέρωσε. Όταν εκείνη τη στιγμή ακρι-
βώς μπροστά μου στέκεται ένας άγνωστος· θλιμμένος
\μάλλον με τη θλίψη του πατέρα μου αλλ’ άγνωστος μου
φάνηκε εντελώς και με ρωτάει θλιμμένος έτσι ότι με τό-
σο βρώμικο χαλί πώς ονειρεύομαι και τι όνειρα μπορεί
να δει κανείς μέσα στη λάσπη ο ύπνος του.

#

Meines Schlafes

Auf dem Boden ein schmutziger Teppich, so feucht
als wäre er aus einem Sumpf gezogen worden,
und so sehr ich ihn ansah, es gelang mir nicht ihn zu erkennen
und doch kam mir der Gedanke, dass dies
der fliegende Teppich meines Schlafes
und er daher von Träumen beschmutzt worden sei.
Als aber genau in dem Moment vor mir ein Unbekannter stand:
Traurig etwa mit der Traurigkeit meines Vaters,
aber ganz unbekannt schien er mir und fragte mich so traurig,
wie ich mit einem so schmutzigen Teppich träumen kann
und welchen Traum einer sehen kann, wenn sein Schlaf im Sumpf.

⸙⸙⸙

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (1945-2021) γεννήθηκε στην Αθήνα. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1966 με την ποιητική συλλογή Ποιήματα. Από το 1982 ως το 1988 εξέδιδε και διηύθυνε το περιοδικό Γράμματα και Τέχνες. Έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, έξι βιβλία με πεζά και πέντε βιβλία κριτικής και δοκιμίου. Το 2001 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο Κλεμμένη Ιστορία, το 2009 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού έργου του.

Kostas G. Papageorgiou (1945-2021) wurde in Athen geboren. 1966 erschien sein Debutband “Poiemata”. Von 1982 bis 1988 war er Herausgeber und Redakteur der Zeitschrift “Grammata kai Technes” (Literatur und Künste). Er hat 14 Gedichtbände, 6 Prosabände und 5 Bände mit Kritiken und Aufsätzen publiziert. 2001 wurde er mit dem Staatspreis für Dichtung und für den Band “Gestohlene Geschichte” mit dem Lyrikpreis der Zeitschrift Diabazo ausgezeichnet, 2009 mit dem Preis der Athener Akademie für sein Lebenswerk.

[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, με ταυτόχρονη δημοσίευση στο περιοδικό Signaturen. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη