Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Η κερασιά
Ο ίσκιος
της παραφωνίας
με ακολουθούσε σαν
ήχος δέντρου
που πέφτει,
σαν την εικόνα
σταθμού τρένων στη βροχή,
σαν τη στριγκλιά
γερακιού –
Ο ήχος της παραφωνίας
με ακολουθούσε, ώσπου
συνάντησα
μια γέρικη κερασιά.
Δε μπόρεσα να καταλάβω
την ηλικία της,
ούτε και τις
πληγές της –
έτσι συμβαίνει με
τα δέντρα όταν ανθίζουν
#
Νυχτερινοί στίχοι
Χείλη του φεγγαριού λεπτά,
στριμμένα, σαν φύλλο μαραμένο –
άστρα, στο δίχτυ της αβύσσου
υφασμένα,
σαν ψάρια φωσφορίζοντα
στα βάθη της θάλασσας.
Άνεμε,
της θύελλας άοπλε αδελφέ,
που νανουρίζεις τα πουλιά
στα κλαδιά,
μπατάρεις κάποτε ένα φύλλο ελαφρά
που βουλιάζει
σε αργυρόχρωμο ρέμα.
Νύχτα, μας κάνεις εφευρετικούς
τώρα που έρχεσαι
σαν μια σφραγίδα σκοτεινή
καλύπτοντας
το μυστικό των εραστών.
#
Ταξίδι
Όπου κι αν πάω,
αυτό το χώμα
πάντα θα με ακολουθεί
γαντζωμένο στη γλώσσα μου
και τη σιωπή μου.
Όπου κι αν πάω,
αυτό το χώμα θα είναι εκείνο που γνωρίζει
την επιστροφή μου.
#
Συνήθεια
Ρώτα τον ξένο,
που δεν λέει λέξη,
που σφίγγει τα χείλη
ίδιος νεκρός –
ρώτα τον
τι ώρα είναι,
ρώτα τον
που είναι το επόμενο ταχυδρομείο,
ρώτα τον
έναν τρόπο να ξεσκάσουμε
το βράδυ.
Ρώτα να μάθεις,
αν συναντήθηκες μ’ έναν νεκρό –
Ρώτα τον επισκέπτη που κερνάς!
Ρώτα, γιατί μπορεί να συνηθίσουμε τον ξένο,
που δεν λέει λέξη,
που δεν έχει μνήμη,
που υψώνει ξαφνικά το χέρι
και σκοτεινιάζει τον ήλιο.
[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Mary Fedden. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]