frear

Katerina Angelaki-Rooke, Gedichte / Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ποιήματα

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης, Dirk Uwe Hansen

Αέρας σηκώνεται

Γελούσε ο φίλος και ξαφνικά έμοιαζε στον πατέρα μου πώς έκλεινε σφιχτά τα μάτια όταν τον έπιαναν τα γέλια τραντάζονταν οι ώμοι του κι έσμιγε τις παλάμες σαν να χειροκροτούσε. Ο φίλος μου, ορθός μπροστά στο τζάκι, ψιθύρισε: «Ο αέρας σηκώνεται, πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε…» κι ο πατέρας μου βούτηξε στις στάχτες του ξανά. Η πραγματικότητα αμπαρώθηκε πίσω απ΄το φρούριο – παρόν της υψώνοντας τη λευκή σημαία της μονοσήμαντης ηλικίας μέρες χαράς ξανακλείστηκαν σε λίγες σταγόνες δακρύων ένα τίποτα άνοιξης ερχόταν με τον αέρα ένα τίποτα έρωτα ξαφνικά μες στην κάμαρα «ένα τίποτα» είπαμε και πέρασε η ζωή.

#

Ein Wind kommt auf

Mein Freund lachte und plötzlich ähnelte er meinem Vater, wie er die Augen zusammenkniff, als das Lachen ihn packte und seine Schultern schüttelte, und er legte die Handflächen zusammen als applaudierte er.
Mein Freund stand aufrecht am Kamin und flüsterte: „Der Wind kommt auf, wir müssen versuchen zu leben…”, und mein Vater versank wieder in seiner Asche.
Die Wirklichkeit hatte sich hinter ihrer Festung-Gegenwart verriegelt und hob die weiße Fahne des eindeutigen Alters, die Tage der Freude sperrten sich wieder ein in ein paar Tränentropfen, ein wenig Frühling kam mit dem Wind, ein wenig Liebe plötzlich mitten im Zimmer. „Ein wenig” sagten wir und das Leben verging.

***

Η Ευταλίτσα

Με τον ήλιο έβγαινε κι η κραυγή της Ευταλίτσας: «Μάνα μου, πού μ΄αφήνεις, δεκατεσσάρω χρονώ στον κόσμο μόνη; Μάνα μου, που τα λόγια σου σαν φυλαχτό θα τα΄χω… Γλυκιά μου μάνα, πώς το ‘κανες αυτό; Δε σκέφτηκες, διόλου δε σκέφτηκες την αδελφούλα μου τη μικρή, τον δόλιο μας πατέρα; Μάνα μου, πού πηγαίνεις, πού;» Ανέβαινε ο θρήνος της, πλήθαινε το φως της μέρας. Σαν σκιά στην αρχή κι έπειτα σαν έργο πέτρινο ξεχώριζα την ύπαρξη σου ανάσκελα να χαίρεται την προσωρινή ανυπαρξία του ύπνου. Της ζωής τέλειος εκπρόσωπος, τα πάντα υποσχόσουν ακόμη και την αθανασία. Κι όπως η Ευταλίτσα, κορυφαία, εξηγούσε ακάματη το κενό του θανάτου, στον αέρα της κάμαρας πάλευαν σαν δυο ζώα τα φοβερά και τα φωτεινά του κόσμου τούτου. Γύρισες πλευρό, χαμογέλασες κι ούρλιαξε «Μάνα μου!» ξανά το κορίτσι. Υστερική σαν τη στιγμή τέντωσα το χέρι μου το σώμα σου να πιάσει΄κάτι ήτανε ψέμα από τα δυο, κάπου γελιότανε το μάτι, το αυτί… Ξύπνησες, μου ζήτησες καφέ, έφτασε η νεκροφόρα. Ημέρα καλοκαιρινή. «Θα πάμε στη θάλασσα», είπες.

#

Die kleine Eutalia

Mit der Sonne erhob sich auch das Klagegeschrei der kleinen Eutalia: „Mama, wo hast du mich zurückgelassen, allein in der Welt, vierzehn Jahre alt? Mama, ich werde deine Worte bewahren wie ein Amulett… Meine süße Mama, warum hast du das getan? Hast du denn nicht, hast du überhaupt nicht gedacht an meine kleine Schwester, an unseren ausgebrannten Vater? Mama, wohin gehst du, wohin?” Ihr Weinen steigerte sich, das Licht des Tages nahm zu. Wie einen Schatten zunächst und dann wie eine Gestalt aus Stein bemerkte ich deine Existenz, wie du auf dem Rücken lagst und das vorübergehende Nichtsein im Schlaf genosst, du vollkommener Vertreter des Lebens — von dir könnte man sich alles versprechen, selbst die Unsterblichkeit.
Und während die kleine Eutalia wie eine Vorsängerin unermüdlich die Leere des Todes bezeugte, rangen in der Luft des Zimmers wie zwei Tiere das Düstere und das Helle dieser Welt.
Du hattest dich umgedreht, lächeltest und wieder heulte das Mädchen: „Mama!”
Hysterisch wie der Augenblick auch streckte ich meine Hand aus, um deinen Körper zu berühren. Eines von den beiden war eine Lüge, von einem wurden das Auge, das Ohr getäuscht…
Du wachtest auf, verlangtest Kaffee von mir, es erschien der Leichenwagen.
Ein sommerlicher Tag. „Wir gehen an den Strand,” sagtest du.

***

Φάνηκε και από άλλα ποιήματα

Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
-φάνηκε και από άλλα ποιήματα –
γι΄αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα την ελπίδα,
την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω το ετήσιο θαύμα
με την αιώνια σιωπή·
την αλήθεια του ανανεούμενου άνθους με τον έναν και μόνο θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος μπρος στις διαχύσεις της φύσης
κάνει ένα βήμα πίσω.
Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες μορφές
κι εγώ βρέθηκα πάλι εκτός θέματος.
Το θέμα είναι ένα: το προσωπικό σώμα κι ο απρόσωπος χαμός του.

#

Es zeigt sich auch in anderen Gedichten

Verstanden habe ich den Frühling nie
— das zeigt sich auch in anderen Gedichten —,
daher auch all die Missverständnisse mit dem Fleisch,
der Hoffnung, der Selbsterkenntniss durch die Zeiten.
Ich habe es nie geschafft, das jährliche Wunder
in Einklang zu bringen mit dem ewigen Schweigen,
die Wahrheit der erneuerten Blüte
mit dem einen einzigen Tod.
Ich habe heute wieder das neue Grün studiert,
und wie der eisige Wind, erschrocken vor den Avancen der Natur,
einen Schritt zurückweicht.
Ds Licht kokettiert in halbverborgenen Gestalten,
und ich bin wieder vom Thema abgekommen.
Es gibt nur ein Thema: den persönlichen Körper
und seinen unpersönlichen Untergang.

***

O τζίτζικας

Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ΄άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου –γκρίζα κι ασβεστένια– μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ΄τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω – ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος – γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ΄όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.

#

Die Zikade

In mir stauen sich tausende Sommerlieder. Ich öffne den Mund und in meinem Drang versuche ich, sie in eine Reihe zu bringen. Ich singe. Ich singe schlecht. Doch dank meinem Gesang unterscheide ich mich von der Rinde der Äste und allen anderen stummen Lautsprechern der Natur.

Meine schlichtes Gewand –grau und asbestfarben– macht es mir unmöglich, es mit der Sinnlichkeit zu übertreiben und so, ausgeschlossen von den grellen Festen der Zeit, singe ich.
Von Frühling, Ostern und Veilchen weiß ich nichts. Die einzige Auferstehung, die ich kenne, ist, wenn sich ein leichter Wind zu regen beginnt und ein wenig die furchtbare Hitze meines Lebens kühlt.

Dann höre ich auf zu heulen — oder zu singen, wie die Welt meint — weil das Wunder einer Kühle tief in mir mehr bedeutet als alles das, was ich zustande bringe, um nicht zu sterben vor Hitze.

***

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται κι επιβάλλονται πάνω σ΄αυτό
που πρώτο λιώνει: το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά ανασαίνω
κι ας είμαι σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό, τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο΄
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω΄ να φεύγουν τα περιττά,
λέω να μπω στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα.

#

In den Himmel des Nichts mit leichtem Gepäck

Ich betrachte das Leben heimlich durchs Schlüsselloch,
spioniere ihm nach, vielleicht verstehe ich dann,
warum es immer gewinnt während wir verlieren.
Wie die Werte entstehen und dem aufgezwungen werden,
was als erstes schmilzt, dem Körper.
In meinem Verstand bin ich tot ohne eine Spur von Krankheit,
ich lebe ohne irgendeine Ermutigung zu brauchen, ich atme,
auch wenn ich in naher-weiter Entfernung bin
von dem, was warm berührt wird, was entzündet…
Ich frage mich, welche weiteren Kombinationen das Leben sich ausdenken wird,
zwischen der Wunde des endgültigen Verschwindens
und dem Wunder der täglichen Unsterblichkeit.
Meine Weisheit verdanke ich der Angst.
Blütenblätter, Seufzer, Farbtöne, die werfe ich fort,
Erde, Luft, Wurzeln behalte ich;
fort mit dem Überflüssigen,
sage ich, auf dass ich in den Himmel des Nichts gehe mit leichtem Gepäck.

***

Ποιητικό υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια να΄ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει τόσο το ποίημα θα θρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν΄ μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

#

Poetisches Postscriptum

Die Gedichte können nicht mehr schön sein,
seit die Wahrheit hässlich geworden ist.
Die Erfahrung ist jetzt der einzige Körper der Gedichte,
und je reicher die Erfahrung wird, desto mehr
nährt und stärkt sich das Gedicht.
Meine Knie schmerzen und ich kann mich der Dichtung nicht mehr zu Füßen werfen,
nur meine erfahrenen Wunden kann ich ihr schenken.
Die Adjektive sind verblüht: Ich kann jetzt
nur noch mit meinen Phantasien die Dichtung ausschmücken.
Und doch werde ich ihr dienen, immer und solange sie mich natürlich will,
denn nur sie kann mich ein wenig
den verschlossenen Horizont meiner Zukunft vergessen machen.

[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, με ταυτόχρονη δημοσίευση στο FixPoetry. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη