Χαϊδεύει τρυφερά τον ομφάλιο λώρο.
Πονάει όταν αυτός κόβεται.
Πετάει τις πιπίλες για να πετάξεις ψηλά.
Ανακατεύει το μέλι σ΄ένα ποτήρι ζεστό γάλα.
Ανάβει κεριά όσο εσύ τα σβήνεις μεγαλώνοντας.
Παλεύει με τους δράκους και τα τέρατά της.
Μπαίνει στην βάρκα για να μην πνιγείς.
Πνίγει τον φόβο της μετρώντας σιωπηλά.
Κουβαλεί τη ζωή και τα όνειρα σε μια βαλίτσα.
Οι λέξεις γίνονται πέτρες και η απουσία πόνος.
Με τη φωτογραφία στο χέρι σε ψάχνει ακόμη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]