κρύψε το σώμα
στο γαζωμένο δέρμα
να μη φανούν ουλές
να μη φανούν
τα περασμένα χέρια
όμως εγώ αφέθηκα
στη γύμνια του ήλιου
πίσω απ’ τις ραφές
που πια δεν έχουν τι να κρύψουν
και δίνομαι ακέραια
γι’ αυτό
απόψε ας σταθούμε
στο σημείο που ο πόνος
γίνεται αγάπη και έρωτας
έφερες το φως
όπως κανείς φέρνει το ποτήρι
από το σκίρτημα στα χείλη
έως το ύψος των ματιών
στην πλεύση των σωμάτων
προς την λύτρωση
ο δρόμος ξέρει
οι τοίχοι των σπιτιών
εσύ
που γαληνεύεις το βλέμμα
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








