Ἡ πίστη εἶναι ἔτσι, ἄπιαστη˙ μόνο ἡ τέχνη τήν κάνει ἁπτή. Εἶναι σάν τόν ἔρωτα, τή μόνη ἔκφανση τοῦ πνευματικοῦ, πού μ’ αὐτόν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τήν ἀλήθεια, χωρίς ἐκείνη νά τόν πυρακτώσει καί νά τόν ἐξαφανίσει. Καί ἡ γλυπτική, ὡς τέχνη ἁπτή καί περίοπτη, εἶναι ἔρωτας στό ἰδεῶδες καί πίστη στό ἀπόλυτο˙ μέ ἄλλα λόγια, προσέγγιση στό οὐσιώδες. Ὁ γλύπτης ἀφαιρεῖ ἀπό τή σκληρή πρώτη ὕλη τό ἐπιπλέον, ἀποσκοπώντας στό καίριο, τό ἀπέριττο καί τό οὐσιαστικό. Μέ τήν ἀφαίρεση τοῦ περιττοῦ, ἡ γλυπτική, ὡς ἔννοια καί ὡς τέχνη, ἐνέχει τόν σπαραγμό τῆς ἀποκόλλησης, τόν πόνο τῆς ἀπόρριψης, τή σφοδρότητα τῆς ἀκαριαίας ἀπόφασης. Πόσος κάθιδρος σωματικός κάματος τῆς τεχνικῆς διεργασίας λανθάνει κάτω ἀπό τήν ἁβρότητα τοῦ στίλβοντος γλυπτοῦ ἔργου! Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ σφυρηλάτηση τῆς πρώτης ὕλης τῆς πέτρας καί τοῦ μετάλλου, ἡ πυρακτωμένη ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια.
Ὁ γλύπτης καί ἀκαδημαϊκός Γιάννης Παρμακέλης γεωδετεῖ τό οὐσιῶδες, τό μορφοποιεῖ, τό ἀναδεικνύει καί τό μνημειώνει. Ἡ γλυπτική του εἶναι πάθος διαρκές γιά τήν ἀπόδοση τῆς μορφῆς. Οἱ γλυπτικές του ἀνθρώπινες φιγοῦρες ἤ οἱ κεφαλές τῶν ἀλόγων πού πλαστουργεῖ μετέχουν στή μνημειακότητα τῆς ἀρχαίας ἀγαλματοποιίας, στό ὕφος τῆς ἀρχαϊκῆς γλυπτικῆς. Τά σχεδιαστικά προσχέδια τῶν μορφῶν του –μνῆμες ἀπό θραύσματα ἀρχαίων ληκύθων– παγιώνουν τό οὐσιῶδες τῆς ἔκφρασης, τῆς κίνησης καί τῆς αἴσθησης. Οἱ γλυπτικές τους μεταφορές γίνονται συμπαγεῖς, ἀκόμη καί ὅταν ἀναδύουν μέσα τους τήν κίνηση. […]
Ἡ θεματογραφία τοῦ Παρμακέλη εἶναι κλασικότροπη. Πραγματεύεται συγκεκριμένα θέματα: τό γυμνό ἀνθρώπινο σῶμα καί τή μορφή τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλόγου, αὐτόνομα ἤ σέ ἔφιππα σύνολα. Τά χειρίζεται, ὅμως, μέ τρόπο πρωτεϊκό, πολύμορφο καί δυναμικό. Στίς πλέον ἔντονες ἐξπρεσιονιστικές του στιγμές ὁ Παρμακέλης δέν λησμονεῖ τήν κλασική στάση τοῦ σώματος, τή λιτότητα τῆς γραμμῆς καί τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου πού ἀποπνέει τό αἰώνιο. Τά περιγραφικά στοιχεῖα τῶν γλυπτικῶν του μορφῶν ἐλαχιστοποιοῦνται στά οὐσιώδη, μεγεθύνοντας ἔτσι τήν ἔντασή τους σέ ἐπίπεδα ὑψηλῆς δυναμικῆς.
Μαθητής τοῦ Γιάννη Μόραλη καί τοῦ Γιάννη Παππᾶ στήν Ἀθήνα καί τοῦ Ossip Zadkine καί τοῦ Robert Couturier στό Παρίσι, ὁ Παρμακέλης θήτευσε δίπλα τους στό ἀπέριττο καί τό ἄδηλο τῆς Τέχνης. Διδάχθηκε ἀπό αὐτούς τήν ἰσόρροπη σύνθεση, τό λιγόλογο λεξιλόγιο στήν ἀπόδοση τῆς ἔμπνευσης καί τήν τιθασσευμένη ἔνταση τοῦ συναισθήματος. Μέ τό γλυπτικό ἀλλά καί τό σχεδιαστικό του ἔργο ἀναδεικνύεται ὡς ὁ γεωδέτης τοῦ οὐσιώδους. Ἡ ἑλληνική γλυπτική τοῦ χρωστᾶ εὐγνωμοσύνη διότι, μαζί μέ εὐάριθμους σύγχρονους γλύπτες, συνδέει τό καλλιτεχνικό μας παρόν μέ τόν εὔφορο ἀπό γλυπτική ἄποψη 19ο αἰώνα καί ἀπό ἐκεῖ μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική πλαστική, ἔχοντας πάντα τό ἀνήσυχο βλέμμα του στραμμένο πρός τό μέλλον.
[Από την κριτική του Νίκου Αλ. Μηλιώνη «Ο γεωδέτης του ουσιώδους» που δημοσιεύεται στο τρίτο τεύχος του περιοδικού.]