Ημερολόγια μνήμης ξεκούρδιστα
στριφογυρνούν σε γάζες γύρω απ’ το γυμνό σώμα
σ’ ένα παλιό ντιβάνι με βερεσέ στο σκέπασμα
απ’ το καφεκοπτείο «Η Νίκη»
που κρύβει το αγαλμάτινο δεξί φτερό
ανάμεσα σε μπρίκια κι ένα νυφικό κιτρινισμένο από την κάπνα
Πτυχές ολάνθιστες στο μάρμαρο και στα υφάσματα
οι εντεταλμένες εντυπώσεις αφήνουν στάσιμο το νεύμα τους
στον χρόνο
ενώ η βρύση βελάζει γάλα και σκουριά στη στέρφα μοίρα
από βατράχια, στέμμα, ρήγματα κι ακρίδες που χαράζει ο πελτές
Όταν το βράδυ έγινε ο σεισμός, το χέρι εγκατέλειψε το σώμα
δίχως συγκίνηση και αίμα, τραβώντας για τη «Νίκη»
Την άλλη μέρα το νέο κάθισε τυφλό στην ενατένιση της πόλης
σε μια πλατφόρμα με ομίχλη απ’ τις ανάσες που γαζώνανε
πληγές στις εκπνοές και στρίφωμα από θαύματα στη γλώσσα
Αλλά δεν αποδέχτηκαν την τύφλωση ποτέ
Μιλούν μόνον για κάποια, προσοδοφόρα σήμερα,
τουριστική υπόμνηση – τη μυθική εκτροπή ενός χαρταετού
σ’ ένα κομμένο χέρι με μαρμάρινο φτερό
Το δίχως άλλο ήταν η ανάγκη που έγινε τοπίο
για ν’ αποκτήσουν υπόσταση οι ρωγμές
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]