ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ ΚΛΗΔΟΝΑ ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ
Στη μνήμη της γιαγιάς μου Αγγελικής
Ξέβαψε τα στάχυα η σφοδρή βροχή, αναπάντεχα.
Ο ουρανός ωχρός, βαμμένος απ’ τ’ απόνερά τους.
Απόκαμε η ώρα. Ο ήλιος γόνυ κλίνει στη δύση∙ το δείλι
μέρας αλκυονίδας μέστωσε τις μαρμαρυγές.
Σφάλισα της φωνής σου τον στερνό λυγμό, πλαγιασμένος
Προς της μοίρας τη φορά: «Αγάπη να ’χετε, αγάπη…
»Είδα τους χωματόδρομους στρωμένους άσφαλτο -πριν
το μεγάλο διάβα, φρόντισε,
»Κάτι να ’χεις δοσμένο!».
Μαρμάρινο τραπέζι της αυλής οι μελανιές στα μέτωπα.
Φωτιές ανάβουν τ’ Αϊ-Γιάννη Κληδονά [οι μνήμες], παιδιά να
δρασκελούν την άρνηση∙ τ’ άγουρα και τα μεστωμένα∙
Περιποιούν τιμή τ’ Αλιτροπιού, αλησμόνητα.
Σταλάζει ο ουρανός μαύρα αιωρήματα∙ κάπου θα καίνε
καλαμιές – «ή διαβατάρικη ψυχή αποξέει τις περιττές
Σκιές της», μουρμούρισες.
Φθινόπωρο… Φθινόπωρο… Φθινόπωρο∙ φούχτα παιδιού
στη φούχτα σου την πρώτη του σκολειού ημέρα
Μπρούτζινα φλαμουρόφυλλα.
Που ’ναι οι δρόμοι ανοιχτοί και που ’ναι ο άνδρας μου, εσείς
μες στα λευκά ντυμένοι λυχνοστάτες; Αύριο επι-
Στρέφω σπίτι∙ τέλος!
Αύριο επιστρέφεις σπίτι. Στερνή φορά. Για πάντα.
ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΠΟΡΕΜΑ
Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν
(Ματθ. ζ΄ 7)
Απόκριση ζητώ μετ’ επιτάσεως. Πριν η μακρά
Πνοή κακοφορμίσει, η ρίζα σφίξει πέτρα.
Κι έχω στη διάθεσή μου όλα τ’ απαραίτητα
σπαράγματα:
Ουράνιο θραύσμα εαρινό, σχεδόν αλέκιαστο∙
Κάτω ακακίας φυλλωσιά, ακλόνητη∙
Παιδιού βλεφαρισμό, ανόθευτο.
Να σε ρωτούσα Κύριε,
Μον’ δαύτο να μπορούσα:
Τ’ είν’ του Θεού;
Τ’ είναι της γης;
Και τ’ είναι του ανθρώπου;
Η “Κ” ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ήταν δεν ήταν δεκαετής, διηγούνται οι παλαιοί,
Όταν τον βρήκαν βουτηγμένο στην φορμόλη∙ πατόκορφα.
Έκτοτε, περιφέρεται ωσάν ταριχευμένος:
Άχρωμος άοσμος βουβός.
Κι όποτε δραπετεύει απ’ το νεκροτομείο του,
Μασκαρεμένος με νεκρικό μειδίαμα,
Μονολογεί στερεότυπα:
“Όλα καλά, Όλ’ ανθηρά. Και του Θεού η δόξα.”
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Σχέδιο: Auguste Chabaud. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]