Άκουγε τη φωνή να του υπαγορεύει
Να επαναλαμβάνει παλιά αδιέξοδα
Σιγοντάριζε τα μπάσα μουρμουρητά
Έγραφε εικόνες και σκόρπιζε χαλίκια
Από εκείνα που τρυπάγανε τα γόνατα
Άκουγε τη φωνή να του υπαγορεύει
Έγραφε μυρωδιές πατώντας στην άμμο
Είχε αγκαλιάσει το τριμμένο σύμπαν
Η φωνή συνέχισε το σιωπηλό δρώμενο
Παράτησε τα χαρτιά έπιασε τα πινέλα
Προσπάθησε να κολλήσει τον ορίζοντα
Γυμνός αντίλαλος, σαρκαστικός εμπαιγμός
Έσχιζε τα ρούχα σε μικρά λοξά κουρέλια
Ιδρώτας κύλισε στην κούρμπα του κρανίου
Έσταζε σκούρος παλαιός μέσα στο μαύρο
Έμοιαζε μαρουβάς σε πρόσμιξη με φρέσκο
Άκουγε τη φωνή του να του υπαγορεύει
Το μαύρο φρέσκο χρώμα παντοτινά κρατεί
Ό,τι κι αν βάλεις μέσα του θέλει να το ξεράσει
Μαύρο και ανεξίτηλο σαν η φωνή σε καταπίνει
Ταιριάζει απόλυτα με ό,τι αναδεύεις, γαληνεύει
Τανύζεται απλώνει, ατέλειωτος λειψός καμβάς
Πηγάδι απύθμενο, γεννά φωνές αντικρυστές
Τα σπλάχνα του ανόθευτα άχρονα αλώνια
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]