μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Και όταν η καρδιά
Με το ύστατο χτύπημα,
Της σκιάς τον τοίχο θα
σωριάσει
Για να με οδηγήσεις, Μάνα,
Μέχρι τον Κύριο,
Όπως κάποτε,
Το χέρι θα μου δώσεις.
Στα γόνατα, αποφασισμένη,
Άγαλμα θα ‘σαι ενώπιον του Αιωνίου
Καθώς σε θωρούσα
Όταν ακόμα ζούσες.
Τρέμοντας θα υψώσεις τα γερασμένα χέρια,
Όπως όταν ψυχομαχούσες
Λέγοντας:Κύριέ μου, να ‘μαι!
Και μόνο σαν θα μ’έχει συγχωρέσει
Με επιθυμία θα στραφείς να με
κοιτάξεις.
Θα θυμηθείς πως μ’είχες περιμένει τόσο,
Και μες στα μάτια σου ένας στεναγμός
γοργός θα τρέχει.
E il cuore quando d’un ultimo battito
Avrà fatto cadere il muro d’ombra,
Per condurmi, Madre, sino al Signore,
Come una volta mi darai la mano.
In ginocchio, decisa,
Sarai una statua davanti all’Eterno,
Come già ti vedeva
Quando eri ancora in vita.
Alzerai tremante le vecchie braccia.
Come quando spirasti
Dicendo: Mio Dio, eccomi.
E solo quando m’avrà perdonato,
Ti verrà desiderio di guardarmi.
Ricorderai d’avermi atteso tanto,
E avrai negli occhi un rapido sospiro.