ΣΟΥΝΙΟ, ΝΑΟΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
Είδαμε πρώτα τον ίσκιο στο μάρμαρο∙
Ένα σύννεφο ταξιδεμένο, καθώς φαινόταν, πολύ καιρό στην ερημιά
Μάς θύμισε την αγάπη μας για τους μακρινούς ουρανούς−
Στο βαθούλωμα στην αρχαία κολώνα ο αέρας έτριβε
Τον ήλιο που περίσσεψε απ’ τα χαρισμένα λουλούδια και τα γερτά
καΐκια
Κι η θάλασσα σαν περασμένη στις ραβδώσεις της πέτρας
Σ’ άλλη ζωή ξαναγεννούσε τα ψάρια
Στο μυθικό δάσος που ήταν ο καθένας κάποτε
Αχολογώντας τ’ άφρισμα του κρασιού στο στρίψιμο των κυμάτων
μνήμη λαμπρής μέρας.
Η ΔΙΚΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗ
Ωραία που γυαλίζει στον ήλιο το βερνίκι στις ξύλινες πολυθρόνες
τους! Δε θυμούνται πιά γιατί ’ναι μαζί
Γίναν τόσα· απ’ τα χρόνια τα στάχυα γέρασαν∙ τα σεντόνια τόσες
φορές ξέστρωτα με το άρωμα των κορμιών τους, σε κόσμους
γεμάτους ωδές, ενυδρεία, και παξιμάδια βρεγμένα με κρασί.
Λογαριάζουν: Τούτο το σούρουπο, αυτός ο ήλιος, τόσος θαυμασμός
και ουρανός, κι ορίζοντες με χωράφια εκκλησίες κι έρημα
δέντρα…
Τα χέρια τους πλησιάζουν αργά− οι λαμαρίνες του
αυτοκινήτου γυαλίζουν− «Είμαι η γυναίκα σου…» του λέει∙
«Είμαι ο άντρας σου…» τής αποκρίνεται.
Άνεμος με μυρωδιά βενζίνης φέγγει στα γκρίζα της μαλλιά
Που κυματίζουν σαν τη θάλασσα των παιδικών του χρόνων
Γιατί γι’ Αυτόν, ο ουρανός είν’ αιχμαλωσία· και το πρόσωπό
Εκείνης, παράθυρο χωρίς κάγκελα
Η αυτοκρατορία των ματιών τους είν’ η δικιά τους αγάπη.
Μέσα στην ησυχία τα βουνά στο βάθος παίρνουν να σκοτεινιάζουν
δίχως αύριο.
Όλα τόσο μακρινά πιά, και το σπιτικό παγωτό είναι μια μικρή
χαρά∙ όμως ίσως θυμηθούνε− πόση φωτιά αλλοτινή
Τα αδέξια σιδερωμένα, μα καθαρά ρούχα της πρώτης τους
συνάντησης.
[Από το βιβλίο Μετασχηματισμοί Γ´ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη]