τοῦ Βενιζέλου Καπετανέα
Ἄσε νὰ βροῦν κεντήματα τὰ ἐγγόνια σου
ξεχασμένα σὲ παλιά σεντούκια
σταυροβελονιὲς σὲ δρόμους μοναχικοὺς
ριζοβελονιὲς μὲ στοργὴ φυτεμένες
ὅταν ὅλες οἱ ρίζες
ἀνάστροφες
θὰ ἐπαιτοῦν σὲ οὐρανοὺς στραγγισμένους.
Πιάνουν χῶρο πολύτιμο
μᾶς στενοχωροῦν
τὰ παλιὰ κεντήματα
οἱ μανάδες μας, οἱ γιαγιάδες
ἄ! δὲν πᾶν στὰ μοντέρνα σπίτια μας
‒ καὶ καλά κάνουν·
στοργικὰ στὸ εἰλητάριο τῆς μνημοσύνης
κάποτε ἀργὰ
ξεδιπλώνονται μυστικὰ
σὰν σημαῖες οἰκόσημα
σὰν μαντήλια
θὰ σφουγγίζουν δάκρυα γενεῶν‒.
Ἕνα χέρι στοργικὸ ξεχασμένο
τὰ παλιὰ κεντήματα.
Ἄσε νὰ βροῦν τὰ ἐγγόνια σου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]