Θα ναι ένα σύγκορμο χάος,
πριν το αγκάθι,
να χτυπά τις πλατινένιες φτερούγες,
που θερίζουν καπνούς.
Στα μέτρα του κορφολογεί τα κρίνα,
που γύρεψαν την νοσηρή γέννα.
Φθάσαν τα σαγόνια,
στο πανανθρώπινο πιόμα
αφού θα αφουγκραστείς τον απόηχο των αράδων
ζήσε μελανά Ντυκάς
ο ωκεανός σου
πλεύση, στη φωλιά των λυγμών
δύσοσμα, χαλκέντερος
κερί, να μετράς τους δρόμους
δημιουργός στις νότες του βρυχηθμού,
στο σάλπισμα του χοίρου.
Κ’ ήτανε θελκτική ως όρισες,
της προσευχής του ύπνου η προσδοκία.
Στα σκεπαστά τα καλοπιάσματα,
ο εφιάλτης ξενυχτούσε χειροφίλημα.
Μέθυσε στα καμιόνια της άγονης παυσίπονης-
Κατήφορος στην άνοδο το διάβα σου.
Πριν το αγκάθι, ο ωκεανός σου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








