Ἀπόδοση: Νατάσα Κεσμέτη – Ντέμη Σταυροπούλου*
Σκέψου τόν ἑαυτό σου σάν νά ἤσουν νεκρός, λέω στόν ἑαυτό μου, καί δέν θά αἰσθανθεῖς τήν ἔλευση τοῦ θανάτου. Ἄμβλυνε τό ράμφος τοῦ θανάτου ὅσο ζεῖς, κι ὅταν αὐτός φθάσει, δέν θά ἔχει τρόπο νά σέ κεντρίσει.
Σκέψου τόν ἑαυτό σου κάθε πρωί, σάν ἕνα νεογέννητο θαύμα καί δέν θά νιώσεις γηρατειά.
Μήν περιμένεις νά ἔρθει ὁ θάνατος, γιατί στ’ ἀλήθεια ἔχει κιόλας φθάσει, καί δέν σ’ ἔχει ἐγκαταλείψει. Τά δόντια του εἶναι συνεχῶς χωμένα στή σάρκα σου.
Ὅ, τι ζούσε πρίν τή γέννησή σου καί ὅ,τι θά ἐπιζήσει τοῦ θανάτου σου, ἀκόμη καί τώρα, εἶναι ζωντανό ἐντός σου.
Μιά νύχτα, ἕνας ἄγγελος ξετύλιξε τήν ταινία τοῦ χρόνου –τό τέλος τῆς ὁποίας ἤμουν ἀνίκανος νά συλλάβω– καί μοῦ ἔδειξε δυό τελεῖες, τή μιά δίπλα στήν ἄλλη. «Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς δυό τελεῖες», εἶπε, «εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς σου.»
«Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤδη, ἡ ζωή μου ἔχει τελειώσει» κραύγασα «καί πρέπει νά προετοιμαστῶ γιά τό ταξίδι. Πρέπει νά κάμω σάν ἐργατικός οἰκοδεσπότης, πού ξοδεύει τήν παροῦσα ἡμέρα καθαρίζοντας τό σπίτι, καί κάνοντας προετοιμασίες γιά τήν ἑπομένη, πού εἶναι ἡ γιορτή τῆς Δόξας.**»
Ἀληθεια, κάθε σήμερα τῶν γιῶν τῶν ἀνθρώπων ὅλων, εἶναι στό μεγαλύτερο μέρος του γεμάτο ἔγνοιες γιά τήν ἑπομένη. Ὡστόσο, μερικοί ἀπό κείνους πού πιστεύουν στήν Ὑπόσχεσή Σου, ἀσχολούνται μέ ὅ,τι θά συμβεῖ τήν ἑπομένη τοῦ θανάτου. Εἴθε ὁ θάνατός μου, Κύριε, νά εἶναι ὁ ὕστατός μου στεναγμός λαχτάρας, ὄχι γιά τοῦτο τόν κόσμο, ἀλλά γιά ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί αἰώνιο Αὔριο.
Ἀνάμεσα στά σβησμένα κεριά τῶν φίλων μου, καί τό δικό μου κερί, σβήνει. «Μή γίνεσαι ἀνόητος» ἐπέπληξα τόν ἑαυτό μου, «καί μή λυπᾶσαι πού το κερί σου σβήνει. Τόσο λίγο, λοιπόν, ἀγαπᾶς τούς φίλους σου, ὥστε φοβᾶσαι νά ξεκινήσεις κι’ ἐσύ μετά ἀπό κείνους, μετά ἀπό πολλούς πού διάβηκαν καί τώρα πορεύονται μακριά; Μή λυπᾶσαι πού τό κερί σου σιγοκαίει, ἀλλά γιατί ἀφήνει πίσω του ἀσαφές καί θολό φῶς».
Ἡ ψυχή μου ἔχει συνηθίσει νά ἐγκαταλείπει τό σῶμα μου κάθε μέρα καί κάθε βράδυ καί ν’ ἁπλώνεται στά ὅρια τοῦ σύμπαντος. Ὅταν ἔτσι βλαστήσει κι ἀναπτυχθεῖ, νιώθει ὡσάν νά κολυμποῦν πάνω ἀπ’ αὐτήν ἥλιοι και φεγγάρια, κι ἀκόμη νιώθει ὅπως οἱ κύκνοι πού κολυμποῦν πάνω στή λίμνη μου. Λάμπει ἀνάμεσα σέ ἥλιους καί στηρίζει τή ζωή τῶν γήινων πλανητῶν. Στηρίζει βουνά καί θάλασσες , κυβερνᾶ τόν κεραυνό καί τούς ἀνέμους. Πληρώνει ἁπολύτως τό Χτές, τό Σήμερα, καί τό Αὔριο***. Καί ἐπιστρέφοντας καταφεύγει σέ μιά στενόχωρη καί κατερειπωμένη κατοικία ἑνός ἀπό κείνους τούς γήινους πλανῆτες. Ἐπιστρέφει στο σῶμα πού, γιά ἕνα-δύο λεπτά ἀκόμα, ἀποκαλεῖ δικό της, καί πού λικνίζεται ὅπως ἡ σκιά της ἀνάμεσα σέ βουνά τάφων, ἀνάμεσα σέ φωλιές θηρίων, ἀνάμεσα σέ οὐρλιαχτά διαψευσμένων ἐλπίδων.
Δέν παραπονοῦμαι γιά τόν θάνατο, ὤ Ζῶντα Θεέ, δέν μοῦ φαίνεται κάτι θλιβερό. Εἶναι ἕνας τρόμος, πού ὁ ἄνθρωπος δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του. Πιό ἰσχυρά ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο πάνω στή γῆ, ὁ θάνατος εἶναι πού μέ ὠθεῖ νά Σέ συναντήσω.
Εἶχα μιά καστανιά μπροστά στό σπίτι μου, κι ὁ θάνατος μοῦ τήν πῆρε.
Θύμωσα μαζί του καί τόν καταράστηκα λέγοντας: «Γιατί δέν πῆρες ἐμένα, ἕνα ἀχόρταγο ζῶο, ἀντί γιά κάτι ἀναμάρτητο;»
Ὅμως τώρα σκέπτομαι τόν ἑαυτό μου, σάν νά ἤμουν πεθαμένος, καί κοντά στήν καστανιά μου.
Ὤ Θεέ μου Ἀθάνατε, ἐπίβλεψε σπλαχνικά ἕνα κερί πού σβήνει, καί ἐξάγνισε τή φλόγα του. Επειδή μόνον μιά ἁγνή φλόγα ὑψώνεται ὥς τό πρόσωπό Σου καί εἰσέρχεται στόν ὀφθαλμό Σου, αὐτόν μέ τόν ὁποῖο ἐποπτεύεις τόν κόσμο Σου ἅπαντα.
……………………………………………………
* Ἀφιερώνεται στήν μνήμη τοῦ Παναγιώτη Σταυρόπουλου
** Δόξα: ἀντιστοιχεῖ στή σερβική λέξη slava καί ἀφορᾶ τήν Σερβική Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κατά τό τελετουργικό, ἑτοιμάζεται ἕνα εἰδικό ψωμί (kolach) καί κρασί πρός τιμήν τοῦ ἁγίου πού ἑορτάζει· συνήθως ἀκολουθεῖ πλούσιο γεῦμα μέ μεγάλο ἀριθμό καλεσμένων στό σπίτι πού ἀναλαμβάνει τήν προετοιμασία.
*** Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας (Πρός Ἑβραίους 13:8).
[Πρώτη δημοσίευση τῆς μετάφρασης στό ἠλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Robert Henry Lee.]