Κανονική θέση
Έχει έναν καλό καιρό έξω από τ’ αμπέλι
όπου βασιλιάδες πολεμάμε
τους ξεχυμένους
μεθυσμένους δρόμους
και τον άνθρωπο.
Οι άπειροι άλλοι
μέσα στ’ αμπέλι
καιροί
γηινότεροι άλλοι
(το νιώθουμε)
μας αναμένουν…
Ρέουσα θέση
Έχει έναν
καιρό
ηλεκτροφωτισμένο έξω
από τ’ αμπέλι
όπου μισθοφόροι πολεμάνε
τους ξεχυμένους
μεθυσμένους δρόμους
και τον άνθρωπο όπου
οι εργοδότες, άνωθεν λένε φωτισμένοι, μιλάνε τρωτοί:
αυτοβεβηλωμένοι από τ’ άκτητά τους βασιλιάδες παφ
σκάνε
έξω από τ’ αμπέλι
αδίψαστοι
παφ.
Οι άπειροι άλλοι
μέσα στ’ αμπέλι
καιροί
γηινότεροι άλλοι
(διψασμένος
τ’ αγγίζεις)
ξεχύνονται
μήτε καλοί μήτε κακοί
μήτε αναγνώστη μόνο μήτε ποιητή
αυτόφωτοι ξεχύνονται (σβήνοντας
από τον άσβεστο χόχλο του αμπελιού οι αδίψαστοι
και να τους καταπιούν
ξεχύνονται)
καιροί ενδοφλέβιοι των πηγών τους
καιροί περασμάτων στα δυνάμενα των μουσικών τους
καιροί ανάβρας ταξιδιών στ’ ακέφαλο χρονοφάγων αμπελιών
των διαχύσεων ολάνοιχτοι καιροί των αφειδών
άπειροι απαντημάτων καιροί
και του θανάτου
ζωή –
κατακλυσμός
μπαίνοντας
ενανθρωπισμένα
θηλασμός
δρόμοι μεθυσμένοι κι όλο πιο μέσα
κι όλο πιο έξω
και τώρα που σε πίνω
καιρός σου
άνθρωπε
φυσικά
και τ’ αμπέλι σου πίνω
να με πιεις
καιρός μου
εσύ
να ξεχυθούμε
υγρά να γιάνουν
οι κανονικές θέσεις των πρόσκαιρων βασιλιάδων.