Ήσουν στο τηλέφωνο• πήρα το ασανσέρ
να προσπεράσω τα φαντάσματα, έστηναν
το καρτέρι τους στις σκάλες, με ξεκούφαιναν,
αλλά εγώ κάρφωνα το βλέμμα στον καθρέφτη:
ξεψυχούσε η χαρά κρεβατωμένη με μηχάνημα
σωληνωμένη, κρατούσε τα μάτια ανοιχτά.
Καρτέραγε. Είχε συνέλθει.
Ως το ανέβασμα ήμασταν μια αγκαλιά
μου φύτευες, σου φύτευα φιλιά
καθώς τα λόγια σου ξάπλωναν στην πόρτα
τα φαντάσματα σαν υπάκουα σκυλιά
κορύφωναν την ταχυπαλμία της χαράς·
και πάλι σα να ήλπιζα σε κάτι, για μια στιγμή
είδα πως φτάσαμε ταράτσα αγκαλιά.
Με σήκωσε η φωνή σου, ήταν πρωί και είδα
τη χαρά… και πώς να σε μισήσω;
− … σερβίρεις το αίμα σου στο χθες
και χάνεις το μέσα σου στο τίποτα…
Γι’ αυτό έφυγες, θέλω να πιστεύω, την κρίσιμη ημέρα
για να βρεις το μέσα σου στο παραπέρα
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Cig Harvey.]