~σημεία ~
Κορνέτες στα νύχια της πόλης
την κάνουν να φαίνεται μπόσικη
όταν ανοίγω το παράθυρο μέσα στα συκώτια της
βλέπω την άσπρη φλέβα ενός πουλιού.
Άλλοι λένε πως είναι του φεγγαριού η παγίδα.
.
Ακίδα η πόλη μες στο μάτι μου
καπνίζει τον χειμώνα πρόστυχα
στα πεζοδρόμια.
Στην πόλη των κορμιών, ακατοίκητοι άνθρωποι.
Σφαδάζουν .
.
Κι αυτοί που λείπουν για πάντα
φορούσαν ώριμες φράουλες στα χείλη τους
όταν μας ξέχασαν.
Κι όμως εδώ κοιμούνται
στην τελεία που μας χωρίζει.
~Σε μύθο αορτής~
{στο χεράκι σου που λάμπει το θυμίαμα του βρύου}
Θα ’θελα να κατέβω στον Δεκέμβρη σας
Και χωρίς δικαιολογία
Να πάρω τα χέρια σας που είναι χλωμά
Τα χλωμά και κρύα χέρια σας να πάρω
Να τα βυθίσω σε Ιούληδες νερούς, σε μέλι Αυγούστων
Πέτρα να στύψουν να τους δώσω , ρόδων αίμα ζεστό
Οψιδιανούς, και φεγγαρόπετρες, χάδια, ρόδια ,φιλιά πυρά
Ζυμάρι και κάντιο να τους δώσω,
Λάδι απ΄ το κερί που ανάβει
Στον λευκό τους κόσμο.
Να τους δώσω
Το ζωντανό τους χώμα.
~Θ –έ-ρ-ο-ς~
Όταν φορώ επωμίδες χιονιού
Η γεύση του ροδάκινου τσακίζει το στόμα.
Θυμάμαι το έλεος των καρπών
Το έλεος των φθόγγων θ -έ -ρ -ο –ς.
Μ’ εκείνο το ‘θ’ να θερίζει ότι βρίσκει μπροστά του.
Η ύλη ματώνει στα μουλωχτά. Από τις φλέβες πέφτουν κομμάτια κοκκινόπετρες.
Σε ευθεία μοναξιά
Το φως έρπει σαν δάκρυ.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Saul Leiter.]