Μισογκρεμισμένες μάντρες,
αόρατα φουγάρα εργοστασίων
και αόρατος καπνός. Χαντάκια,
γεμάτα μετανάστες που σκάβουν,
περνώντας σωλήνες και καλώδια.
Ανέβηκα σε σκονισμένη οδό.
Προσφυγικά κτίρια ορθώνονταν στο πλάι.
Ποιος να κοιμάται, σκέφτηκα, εδώ
και με μάτι που ανοίγει ίσα ίσα
το βαρύ βλέφαρο,
κοιτάζει το ταβάνι του που στάζει;
Οδηγώ το βλέμμα μου μεθοδικά,
στα εναπομείναντα παρτέρια.
Στο παγκάκι, ένας Βαλκάνιος,
με ρουφηγμένο το μαλλί μέσα του,
καπνίζει αλλεπάλληλα τσιγάρα.
Καπνίζω κι εγώ το χαμένο χρόνο μου
μέχρι να μου καούν τα δάχτυλα
και ξαναρχίζω να περπατώ
πάνω στη γλώσσα μου,
τη γλώσσα του αμαρτωλού ύπνου,
όπου τα σπίτια μιλούν μ’ απαίσια
βραχνή φωνή, και καταπίνουν
τις γωνίες τους, όπως οι γέροι
τα φλέματα τους.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Οι πίνακες είναι του Francis Bacon.]