ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΘΕΑΤΡΟΥ
(δίχως σκηνικές οδηγίες, αφού τίποτε και κανείς δεν σε χωρά)
Τα πρώτα χρόνια τα πέρασε σ’ αυτή τη γειτονιά. Όλοι οι δρόμοι κατέληγαν στη μικρή, χωμάτινη πλατεία. Πόσα δράματα παίχτηκαν εδώ, πόσοι χωρισμοί. Έπειτα φθάσαν οι εργολάβοι. Φάνηκαν ένα μεσημέρι στη μικρή πλατεία. Οι τοπογράφοι μέτρησαν το χώρο, η μικρή γειτονιά περνούσε στην ιστορία. Τους θυμάμαι σαν τους Πορτογάλους του νέου κόσμου, ανάμεσα στα νεοκλασικά, τις γύψινες υδρίες, τους κήπους που μου δίδαξαν τα θαύματα. Το πρώτο σπίτι που έπεσε ήταν εκείνο το επιβλητικό μέγαρο στο ξέφωτο. Αμέσως φάνηκε ο νέος δρόμος, πήραν να γίνονται οι κατεδαφίσεις η μια μετά την άλλη. Οι ένοικοι έπαιρναν πάντα κάτι μαζί τους ως ενθύμιο. Ένα ακροκέραμο, μια κονκάρδα, τις υδρίες και τις ανθοστήλες. Τ’ αρχαία, είπε ο έφορος, δεν χρήζουν ενδιαφέροντος επιστημονικού. Έτσι ακολούθησαν επιχωματώσεις και η κόρη με τη στάμνα θάφτηκε με τιμές και περισυλλογή στ’ άχραντα στρώματα της πόλης.
Μετά ήρθαν πανεπιστήμια, θητείες, διαδοχικές μεταπολιτεύσεις, μηνύματα κενά απ’ τους εξώστες. Το θηριώδες, εμπορικό κέντρο κατάργησε για πάντα τους όρους της παλιάς ζωής. Το είδα ξαφνικά, χρόνια μετά την κατασκευή μου, όταν διαρκώς επέστρεφα. Με εντυπωσιακά φώτα νέον και σήματα εμπορικά έστελνε σινιάλα μες στο παλιά δωμάτια με τους ετοιμόρροπους ασβέστες. Αυτό το φως που έσφαζε κάθε νύχτα τα σπίτια μας επιβλήθηκε. Πιο πέρα τα τραίνα των ογδόντα χιλιάδων επιβατών ημερησίως, υπόγειες, σταθερές τροχιές, ο χρόνος στις οθόνες που απομένει για να σου πω τις λεπτομέρειες του έρωτά μου πριν χαθείς μες στις πολύχρωμες φλέβες. Σαν αίμα και σαν αέρας.
Τώρα άλλαξαν τα χρόνια, ο αιώνας, η χιλιετία. Έμεινε μόνο ένα μικρό ενθύμιο, μια κεραμοσκεπή, αναπαλαιωμένη βεβαίως μα πάντα ανοιχτή στους ουρανούς. Κάτω δουλεύει ασταμάτητα το σφαγείο. Δεν υπάρχει πια τίποτε για ν’ αγναντέψω. Μόνο την παλιά φωτογραφία σου απ’ την ορκωμοσία. Τότε που ζούσαν οι παλιοί μας φίλοι, τότε που ακόμη κατευθυνόμαστε ο ένας προς τον άλλο με τις καρδιές στα χέρια.
Χάνεται στην πόλη, μου δείχνει με τα χέρια του προτεταμένα, σαν ηθοποιός πώς χαράζονταν τότε οι άγνωστοι δρόμοι. Πίσω του ανάβει η επιγραφή Βανκούβερ Απαρτμάντ και ευθύς υψώνονται φωτισμένοι όλοι οι καθρέφτες της ζωής του.Ο άνεμος σβήνει αργά το περίγραμμά του. Εγώ πάντα να παλεύω με παλιές διαφημίσεις, με ανακοινώσεις, μικροπωλητές και θαυματοποιούς. Το κοινό χειροκροτεί έξαλλα. Όλη η δράση του θεάτρου που απαίτησες εμπρός στα μάτια σου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]