frear

Άλντα Μερίνι – τέσσερα ποιήματα

Μετάφραση: Ευθυμία Γιώσα

Το φιλί

Το φιλί που μόλις ήρθε στο όνειρο
μια νύχτα της προδοσίας
όπου όλοι καταναλώνουν άοσμες συνουσίες,
το δικό σου παθιασμένο φιλί,
η αθωότητα των χειλιών σου,
μοιάζει με την πόρτα μου
που δεν καταφέρνω ν’ ανοίξω.
Το φιλί είναι σαν ένα ιστίο,
ωθεί τους εραστές στον απόπλου,
είναι μια επιθυμία που δεν σε παγώνει,
που σου χαρίζει χιλιάδες στιγμές.
Δοκίμασα να θυμηθώ
τι μπορούσες να φέρεις πίσω,
αλλά, αλίμονο, το φιλί σου
έγινε ίδιο μ’ ένα γυαλί.
Όπως ένα ζώο,
βρήκα καταφύγιο στο δάσος
για να μην εγκαταλείψω οπουδήποτε
το αθώο μου τρίχωμα.
Το τρίχωμα της ψυχής μου
είναι τόσο λευκό κι ευαίσθητο
που ακόμα κι ένα κουνέλι δειλιάζει.
Με ρωτάς πόσους εραστές είχα
και πώς με ανακάλυψαν.
Ο καθένας ανακαλύπτει το φως, σου αποκρίνομαι,
ο καθένας αισθάνεται το φόβο του,
αλλά το φιλί έχει σταθεί το πιο αγνό μου κομμάτι.
Θέλω να επιστρέψω στα βουνά του Αμπρούτσο,
εκεί που δε βρέθηκα ποτέ.
Ωστόσο αν με ρωτήσουν από πού αντλώ τους στίχους μου
θ’ απαντήσω:
μού αρκεί μια κατάδυση στην ψυχή
και βλέπω το σύμπαν.
Με κοιτάζουν όλοι με μάτια ανηλεή,
δεν ξεχωρίζουν τα ονόματα των επιγραφών μου πάνω στους τοίχους
και δεν έμαθαν πως είναι υπογραφές αγγέλων
για να γιορτάσουν τα δάκρυα που έχω χύσει για σένα.

Παιδί

Παιδί, εάν βρεις το χαρταετό της φαντασίας σου
να τον δέσεις σφιχτά με την ευφυΐα της καρδιάς.
Θα δεις να ορθώνονται μαγεμένοι κήποι
κι η μαμά σου θα γίνει ένα φυτό
που θα σε σκεπάσει με τα φύλλα του.
Από τα δυο σου χέρια φτιάξε δυο περιστέρια
να φέρουν παντού την ειρήνη
και την τάξη των πραγμάτων.
Όπως και να έχει, πριν μάθεις να γράφεις
αντίκρισε τον εαυτό σου μέσα στη θάλασσα των αισθημάτων.

Χθες υπέφερα τον πόνο

Χθες υπέφερα τον πόνο,
δεν ήξερα ότι είχε μια όψη πορφυρή,
τα χείλη από σκληρό μέταλλο,
μια έλλειψη σαφών ορίων.
Ο πόνος δεν έχει αύριο,
είναι το ρύγχος του αλόγου που εμποδίζει
τους στιβαρούς ταρσούς,
ωστόσο χθες σωριάστηκα κάτω,
τα χείλη μου σφραγίστηκαν
κι ο φόβος μπήκε στο στέρνο μου
σαν ένα διαπεραστικό σφύριγμα
κι οι κρήνες έπαψαν να βγάζουνε ανθούς,
το στοργικό νερό τους
ήταν μονάχα ένα πέλαγος θλίψης
στο οποίο ναυαγούσα κοιμώμενη
αλλά ακόμα και τότε φοβόμουν τους αγγέλους της αιωνιότητας.
Μα αν είναι τόσο ευχάριστοι και πιστοί
γιατί η ακινησία να με τρομάζει;

Ο καμπούρης

Απ’ τη συνηθισμένη όχθη του πρωινού
κερδίζω, σπιθαμή προς σπιθαμή, τη μέρα:
τη μέρα των τόσο γκρίζων υδάτων,
της αφηρημένης έκφρασης.
Κερδίζω τη μέρα με κόπο
ανάμεσα στις δύο όχθες που δεν ορίζονται,
εγώ η ίδια στέκω μετέωρη για τη ζωή
…και κανένας δε με βοηθά.
Ενίοτε, ένας αργόσχολος καμπούρης καταφτάνει,
ένα σύμβολο προμήνυμα ευτυχίας
που φέρει την ικανότητα μιας αλλόκοτης προφητείας.
Κι επειδή κατευθύνεται προς τη δέσμευση
με μεταφέρει στους ώμους του.

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη