frear

Για το βιβλίο του Π. Χατζημωυσιάδη «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» – γράφει η Κούλα Αδαλόγλου

Στο πλαίσιο της κοινής μας αντωνυμίας
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η ιδιωτική μου αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2018.

Η ιδιωτική μου αντωνυμία, ο τίτλος του βιβλίου. Και σε κεφάλαια διάφορα είδη των αντωνυμιών, στα οποία εντάσσονται μικροαφηγήσεις, αφηγήματα, εικόνες.

Τα κεφάλαια εννιά, όσα τα είδη των αντωνυμιών, συμπεριλαμβανομένης και της αλληλοπαθούς αντωνυμίας. Πάντα με την προσθήκη του κτητικού-αυτοαναφορικού «μου»: «Η προσωπική μου αντωνυμία», «Η ερωτηματική μου αντωνυμία», «Η αναφορική μου αντωνυμία», κ.ο.κ. Διαβάζοντας η φιλόλογος αναγνώστρια, προσπαθεί να αντιληφθεί γιατί εντάχθηκαν οι αφηγήσεις σε αυτή ή στην άλλη ενότητα. Ώσπου αντιλαμβάνεται ότι ο –και φιλόλογος – συγγραφέας έστησε ένα έξυπνο παιχνίδι, όπου οι μικροαφηγήσεις σπάζουν τα στεγανά των κεφαλαίων, επικοινωνούν, συνδέονται και διαμορφώνουν ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτό της κοινής μας αντωνυμίας. Σπαράγματα από αφηγήσεις για τα ίδια πρόσωπα σε διαφορετικές ενότητες, με διαφορετική έμφαση κάθε φορά, σε άλλο γνώρισμα. Έτσι, κρατιέται αμείωτο το ενδιαφέρον, έτσι συμπληρώνεται ένα παζλ, ένα ψηφιδωτό, ανθρώπων, τόπων και εποχής.

Με ελεγχόμενη συγκίνηση, ακόμη περισσότερο ισορροπημένη νοσταλγία, ο Χατζημωυσιάδης καταφέρνει να προσεγγίσει τις δικές μας μνήμες, και να εισβάλει σε έναν ευρύ κόσμο εμπειριών και συναισθημάτων.

Ομόκεντροι κύκλοι με τις ζωές πολλών αναγνωστών, ακόμα και αν είναι διαφορετική η αφετηρία, ακόμα και αν διαφέρει η ηλικία.

Η μάνα, ο πατέρας, η γιαγιά, ο παππούς, η αδερφή, η οικογένεια γενικότερα. Οι φίλοι. Η αγάπη για τα ζώα, για τα μικρά καθημερινά αντικείμενα. Τα τσίπουρα, ως μουσική υπόκρουση σε κουβέντες, περιστατικά, αποφάσεις. Πινελιές αθωότητας, τόσο όσο να μην αλλοιωθούν οι μνήμες από τη φωνή του ενήλικου αφηγητή.

Όπως η αναφορά, με χιούμορ και αρκετό αυτοσαρκασμό, αλλά και με τρυφερότητα, στην πρώτη θαυμάστρια της λογιοσύνης του, που συνέβαλε, με τον τρόπο της, στη λογοτεχνική του δημιουργία:

Υποθέτω ότι από τη χροιά της φωνής, την επιλογή των λέξεων και την ευγένεια των κινήσεων υποπτεύθηκε την έφεσή μου έτσι όπως έμπαινα στο ψιλικατζίδικό της για να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα κιλό φέτα ή ένα υγρό πιάτων. Ίσως, πάλι, να ήτανε ο αέρας του σπουδαγμένου, που θέλοντας και μη κουβαλούσα μαζί μου, σαν την αποφορά των πεθαμένων. Τον οποίο αέρα όφειλα να επιβεβαιώσω όταν μου ζήτησε να συνθέσω ένα τετράστιχο ποίημα για τον τάφο του πατέρα της. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγραψα κι ούτε το είδα ποτέ χαραγμένο στη μαρμάρινή του πλάκα. Η ίδια πάντως δήλωσε ενθουσιασμένη. Με αντάμειψε μάλιστα μ’ ένα κιλό ελιές για τον κόπο μου. Από κει θαρρώ ότι άρχισαν όλα.

Δεν λέω ασφαλώς για το τετράστιχο. Είναι δύσκολο να γυρνάς στον τόπο σου μετά τα φοιτητικά σου χρόνια, πολύ δε περισσότερο όταν ο τόπος σου είναι ένα χωριό της κακιάς ώρας. Ήταν λοιπόν εκείνες ακριβώς οι ελιές που έφταιξαν για το τσίπουρο. Το δε τσίπουρο ήταν εκείνο ακριβώς που έφταιξε για το δεύτερο γραπτό μου.
(«Δικαίωση», σ. 75)

Οι απώλειες. Ο θάνατος. Με πολλή προσοχή αφηγημένα. Αδρά. Να περιγραφεί απαλά το γεγονός, χωρίς να διαταραχτεί ο ύπνος των μικρών και αέρινων, των μεγάλων και ταλαιπωρημένων.

Εγώ από την άλλη έχω την εντύπωση ότι ακινητώ μονίμως στα κυριακάτικα βράδια των παιδικών μου χρόνων. Η μάνα μου γριά γυναίκα, κι ας είναι μόλις τριάντα εφτά, έρχεται στο κρεβατάκι μου για να ελέγξει αν είμαι σκεπασμένος, αν έχω τα χεράκια έξω από το πάπλωμα και αν φοβάμαι το σκοτάδι. Με το που σβήνει όμως πίσω της το φως, καρφώνω αμέσως τα μάτια στο ταβάνι.

Θε μου, πάλι σε κάτι άστεγα φαντάσματα θα προσφύγω για να ξορκίσω τις πιο πηχτές μοναξιές της νύχτας.
(«Ιδιωτικοί χρόνοι», σ. 113)

Δεκαετία του ’70 και του ’80. Αγροτική περιοχή, δουλειά σκληρή, χωρίς πολυτέλειες. Και μετά η πόλη, τα Γιάννενα, με το Πανεπιστήμιό της.

Όμως τα Γιάννενα των βουνών, τα Γιάννενα της βροχής, τα Γιάννενα της λίμνης συνεχίζουν να σε κατοικούν ακόμα και όταν έχεις πάψει να τα κατοικείς. («Η επιστροφή», σ. 74)

Οι σπουδές, οι πολιτικές ανησυχίες. Η επιστροφή στον μικρό τόπο και η εργασία. Μεταπολίτευση και μετά, πάντα όμως με τη σκιά του Εμφυλίου αλλά, φυσικά, και με την οσμή της κρίσης.

Οι δικοί μου ήρωες δεν είναι κατά δήλωσή τους ήρωες. Σαν τους άλλους του ’21ή του ’40 ή τουλάχιστον τους πιο αφανείς της Μικρασιατικής και των Βαλκανικών. Κάτι καρβουνιασμένα πτώματα από φοβισμένα εφηβικά κορμιά που καίγονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας κάθε 19 του Σεπτέμβρη στην κεντρική πλατεία της Γένοβας μαζί με τα άγραφτα λογοτεχνικά γραφτά τους, τις ατέλειωτες σπουδές τους στο Γεωλογικό, τη λαχτάρα μιας Μαρίας και το θλιμμένο βλέμμα του πατέρα τους.
(«Οι φοβισμένοι αντιήρωές μου», σ.154)

Ενδιαφέρουσες, γοητευτικές ή σκληρές οι αναδρομές, όταν το μάτι του σημερινού αφηγητή γυρνά πίσω και προσπαθεί να μπει στη ματιά τού τότε. Και να δανειστεί τη φωνή του μικρότερου αφηγητή.

Η αφήγηση κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον τη ανάγνωσης. Η γλώσσα καθαρή, χωρίς περιττά στολίσματα, πλούσια παράλληλα στην έκφραση αποχρώσεων της ψυχής και λεπτομερειών στις περιγραφές. Το χιούμορ, ο αυτο-σαρκασμός, η έκφραση της οδύνης με λέξεις καίριες αποτελούν δυνατά εργαλεία στα χέρια του συγγραφέα, ώστε να μη βαρύνει η αφήγηση ακόμα και όταν περιγράφονται καταστάσεις και περιστατικά πολύ δύσκολα. Το παιχνίδισμα και η τρυφερότητα μαζί με τη θλίψη και τη σκοτεινότητα. Ένα μισό, πικρό χαμόγελο, μόνιμη έγνοια του αφηγητή.

«Εν κατακλείδι» είναι ο τίτλος του τελευταίου κειμένου του βιβλίου. Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο συγγραφέας μας οδηγεί με τις λέξεις του σε δρόμους, στιγμές και πρόσωπα που αξίζει να γνωρίσουμε μέσα από τη ματιά του. Αλλά, είμαστε βέβαιοι, σύμφωνα και με την έστω έμμεση και μεταφορική μαρτυρία του, ότι συλλέγει λέξεις και σιωπές και για επόμενες αφηγηματικές διαδρομές.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη