frear

Για το Modus Vivendi – γράφει ο Γιώργος Ρούσκας

Ν’ ακούς πάντα την καρδιά σου.

Προσέγγιση στο βιβλίο με τίτλο Modus Vivendi  με κείμενα της Ελευθερίας Σταυράκη και ζωγραφική του Τάσου Παπαηλιού, εκδόσεις Παρουσία, 2018

Παρέλαβα το βιβλίο πριν λίγες ημέρες στον χώρο του Polis Art Café ένα βροχερό απόγευμα Κυριακής, λαμβάνοντας μαζί με αυτό και δύο θετικούς οιωνούς. Η βροχή ο ένας και η γεμάτη με κόσμο –ενόψει παρουσίασης βιβλίου– αίθουσα, παρά την επίμονη βροχή. Τρία λοιπόν τα καλά της μοίρας μου εκείνη την ημέρα.

Ζωγραφική εξωφύλλου

Στο μετρό, άφησα το άλλο βιβλίο που είχα μαζί μου για να διαβάζω κατά την έλευση και υπέκυψα στη μαγεία του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα. Κοίταζα και ξανακοίταζα το εξώφυλλο. Τι να θέλει να πει; Πώς αυτές οι δύο γυναικείες προτομές δηλώνουν το  modus Vivendi, τον τρόπο ζωής; Τον τρόπο να ζεις ή το συμβιβασμό μεταξύ δύο πλευρών, δύο μερών, την αμοιβαία ανοχή για την πορεία στο χρόνο; Προσπαθούσα πριν ανοίξω το βιβλίο να διαισθανθώ μέσα από το έργο του Τάσου Παπαηλιού τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις σελίδες.

Αναρωτιόμουν. Τα πρόσωπα, σχηματισμένα με γραμμικές μαύρες καμπύλες σε άσπρο φόντο, υποδηλώνουν τις γραμμές της ζωής που τις έχει καμπυλώσει ο χρόνος; Γραμμές μαύρες από τον πόνο, διαγραφόμενες πάνω στο λευκό της ψυχής; Οι μύες του προσώπου, σαν κουκούλια μεταξοσκώληκα, φέρουν εντός τους την αδρή δύναμη της δημιουργίας αλλά και τη χάρη του μεταξιού; Πίσω, πάνω από τα κεφάλια, μια τυρβώδης γραμμική επίσης σύνθεση ως μορφοκλασματικό σύνολο σημαίνει το αέναο αλλά και το μη πεπερασμένο;

Ή είναι ένας ιστός αράχνης, όπου έχουν γίνει ένα μαζί του οι παγιδευμένοι άνθρωποι;  Ψευτοζούν συμβιβαζόμενοι με το modus Vivendi του ιστού, στέκουν απλώς τα κουφάρια τους εκεί αφανισμένα από τη Μαύρη Αχερουσία Αράχνη ή παρασιτοζωούν ανέκφραστοι γνέθοντας νήμα για τον αμείλικτο κολλώδη ιστό;

Τι θέλει αυτή η σιφωνοειδής κεντρομόλος οπή στο κέντρο; Η μορφή της, με τα ενσωματωμένα περιστρεφόμενα πτερύγια στροβίλου, σημαίνει το αεικίνητα απροσδιόριστο ή τη ροή του χρόνου μέσα από τη μαύρη τρύπα της Ύπαρξης;

Γιατί  η πρώτη λέξη που χαρακτηρίζει το έργο είναι η Ηρακλείτεια Ροή. Όλα ρέουν. Η ύλη, το χρώμα, το συναίσθημα, οι εντυπώσεις, οι αναδυόμενες μνήμες, οι διαστάσεις του χώρου, η φαντασία. να είναι άραγε υδροστρόβιλος, με νερό από το ποτάμι της ζωής; Αεροστρόβιλος, με αιθερική μετασχηματική ενσυναίσθηση; Τα πτερύγια του στροβίλου σε έντονο συνδυασμό χρώματος (πορτοκαλί με κόκκινο), με δεσπόζοντες μαύρους κύκλους στην αμβλύτερη τους απόληξη, θυμίζουν φτερά παγωνιού. Γιατί άραγε; Είναι η προσπάθεια της Ομορφιάς να δώσει το «παρών» σε τούτο το «vivendi»;  Ή είναι μάτια που βλέπουν τη ζωή από διαφορετικές σκοπιές (modus), συνθέτοντας ένα μεγαλύτερο μάτι, το οποίο στο κέντρο του έχει άλλο ένα μάτι που αποτελείται από άλλα μάτια (φαίνονται μικρότερα γιατί είναι μακρύτερα, λόγω του βάθους) και αυτό έχει σχεδιαστεί για να περιέχει και άλλο ένα, και αυτό και άλλο ένα, έτσι όπως ο ένας καθρέφτης δείχνει τον άλλον που δείχνει τον πρώτο που δείχνει τον επόμενο, κοκ, αέναα, ατελείωτα;

Όλο αυτό σε καίριο σημείο. Στην πηγή μιας τρισδιάστατης γραμμικής καρδιάς; Στο παρασκήνιο των γαλακτοφόρων αδένων ενός τροφαντού στήθους αν το δούμε ως κάτοψη;  Ή στο κέντρο της φλεγόμενης και περιστρεφόμενης αναπαραγωγικά μήτρας, έμπροσθεν των καλλίγραμμων οπισθίων μιας ποθητής γυναίκας; Μήπως είναι ακόμη ένα γυναικείο σώμα διπλωμένο ώστε να βλέπουμε την «καλλίπυγον» εστία του; Ή είναι η φαντασία με τον έντονα χρωματισμένο σιφωνισμό της, η οποία ίπταται των δύο κεφαλών δημιουργώντας ένα άλλο modus vivendi;

Αυτές είναι κάποιες από τις σκέψεις που στροβιλίζονταν εντός μου μέχρι να ακούσω τη φράση «τερματικός σταθμός». Στ’ αλήθεια, πόσο τερματικός μπορεί να είναι ένας σταθμός, ο οποίος από την απέναντι αποβάθρα είναι καθαρά «σταθμός αφετηριακός»;

Πώς η φράση modus vivendi είναι και τερματισμός και αφετηρία μαζί; Πώς συμβιβάζεται με το μαρτύριο και με την ευλογία της ζωής; Πώς συνεχίζουν να ζουν οι άνθρωποι, παρά το ότι ανήκουν σε αποβάθρες εντελώς διαφορετικών σταθμών; Πώς μπορούν και συνυπάρχουν επιβιβασμένοι στο μεγάλο τρένο της συμπόρευσης, της κοινωνικότητας, της φιλίας, του έρωτα, του γάμου, της συμβίωσης; Το κείμενο αρχίζει να κάνει δυναμικά την εμφάνισή του. Πώς; Λέει:

[Μοιράζοντας μια τέλεια ισορροπία·
εκείνος απρόθυμος να συνεχίσει μόνος,
εκείνη απρόθυμη να ξαναζήσει τέτοιο φόβο·
μέχρι εκείνος να σπάσει τα δεσμά του σώματός της,
μέχρι εκείνη να μάθει να στηρίζει το κεφάλι της·
να μην την έχει ανάγκη].

Η ανάγκη εξωθεί σε ανάληψη δράσης. Κατά τον Αριστοτέλη: «Ανάγκη εν τω μέσω είναι την αρχήν της ψυχής της κινούσης». Η ανάγκη που μας σπρώχνει να μάθουμε  να μοιραζόμαστε. Τη μοναξιά του ο ένας. Τους φόβους του ο άλλος. Μέχρι και ο ένας και ο άλλος να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους μόνοι. Θα τα καταφέρουν άραγε ποτέ;  Αφού πάλι κατά τον Αριστοτέλη «φύσει μεν έστιν άνθρωπος ζώον πολιτικόν», μήπως η εντελώς αυτόνομη πορεία είναι μία χίμαιρα;

Ο φόβος, για πόσα είναι εμπόδιο, για πόσες ματαιώσεις υπεύθυνος! Οι άνθρωποι;

[Αλλά οι άνθρωποι, συνήθως ,φοβούνται ότι δεν καταλαβαίνουν].

Τη μοναξιά; Τη φοβούνται γιατί δεν την καταλαβαίνουν ή ακριβώς γιατί έχουν νιώσει την τραγικότητα της ύπαρξής τους μέσα από αυτήν; Η μοναξιά, το modus vivendi της ψυχής, ειδικά στον σύγχρονο τεχνολογικά διαμορφωμένο «πολιτισμό».  Ανθρώπινο μονοπώλιο ή γήινο;  Ο ουρανός, οι πέτρες, τα ζώα, τα δέντρα, τη νιώθουν άραγε;

[Ο ουρανός
μ’ ένα μονάχα σύννεφο
ακούμπησε στο σκέλεθρο του δέντρου της αυλής:
όλες οι μέρες του, νεκρές στα χέρια τους,
ζούνε την ίδια γεύση μοναξιάς].

Η Ανάγκη; Καλουπώνει τα πάντα γύρω μας για να χυτευτεί το μπετόν της λήθης, της απάθειας, της πρόφασης για επιβίωση. Τόνοι σκυροδέματος, κάτω από τους οποίους μπορεί να θαφτούν και να λιώσουν τα πάντα. Ακόμη και Εκείνος:

[… λιωμένος πια
στο καλούπι της ανάγκης μας
να προχωρήσουμε χωρίς εκείνον]

εκείνον ο οποίος πλέον:

[άδικα θα περίμενε στο κατώφλι
των όμορφων παλιών μας αναμνήσεων.
Για πάντα ξένος].

Ξένος εκείνος. Ξένοι εμείς. Τι είδους ανάγκη ωθεί σε κάτι τέτοιο;  Ποια ανάγκη οδηγεί σε κινήσεις για υπέρβαση της μοναξιάς και του φόβου αφού ή κάποιες φορές η ίδια προκαλεί την μοναξιά, η ίδια διαχέει φόβο και φέρνει και τις τρεις αυτές έννοιες  ανάγκη-φόβος-μοναξιά να συμπλέκονται σε ένα αναπόσπαστο ερωτικό τρίο.

Όταν φτάσουμε στο απροχώρητο τι γίνεται;  Σπασμωδικές κινήσεις; Τυχαίες επιλογές; Φυγή στο άγνωστο; Ή καταφυγή στα γνωστά; Η ποιήτρια το δίνει έξοχα με δύο χαϊκού. Το ένα για το σήμερα, ενεστώτας:

[Κρύο δειλινό·
στον ορίζοντα ριγούν
φτερά παγωνιού]

(σημειώνω εδώ τα φτερά του παγωνιού, τα οποία επιβεβαιώνουν ένα μέρος των συνειρμών που έκανα στο μετρό αλλά και την πρωτότυπη εικαστική σύνθεση που συνοδεύει αυτές τις δεκαεπτά συλλαβές με το πουλί (παγώνι;) δίπλα σε ένα δέντρο με φύλλωμα από φτερά παγωνιού με ισάριθμα ακίνητα αλλά εντελώς ενεργά μάτια)

και το άλλο για το αύριο, για την προσδοκία αλλαγής, διαφυγής, σε λανθάνοντα μέλλοντα που αφήνει πίσω του δύο ενεστωτικές διαπιστώσεις:

[Πρωινή δροσιά
κι ένας δραπέτης δρόμος:
όπου με βγάλει].

Ένα φαίνεται βέβαιο:

[Δεν ήξερε πού πήγαινε·
αν κάπου θα ’φτανε και πότε.
Ήξερε μόνο από πού ερχόταν].

Αν και γι αυτό αμφιβάλλω. Ας είναι. Βγήκε τελικά στον δρόμο το ποιητικό υποκείμενο κλείνοντας βροντερά την πόρτα πίσω του ή ακόμα συλλογιέται:

[Η βαλίτσα του έγινε ασήκωτη. Όπως συνήθως. Έπρεπε  κάτι να
πετάξει, κάτι να πεθάνει, να τελειώσει, κάτι απ’ όλα ή όλα. Ή να
αναβάλει πάλι, το ταξίδι].

Το πισωγύρισμα, η αδράνεια, η αναβολή. Απόρροιες του φόβου. Συνέχεια μπροστά μας. Ίσως έτσι να είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Με την αναβολή ως δικλείδα για ένα όσο πιο ασφαλές ή πιο ανώδυνο γίνεται modus vivendi:

[Λέμε να θυμηθούμε τα παλιά.
Μα ολοένα αναβάλλουμε την αναμέτρηση]

που καταλήγει σε ένα modus «συμβιβασθέντι». Διαρκώς αναβάλλουμε. Την αναμέτρηση με τον χρόνο; Με τις μνήμες του παρελθόντος; Με τη μοναξιά, τους φόβους, τις ανάγκες του παρόντος; Ή με τα άγνωστα ποτάμια του μέλλοντος; Γιατί αναβάλλουμε διαρκώς; Ο φόβος για κάτι άγνωστο, όσο σωτήριο και αν αποδειχτεί, μήπως οδηγεί στην αδράνεια και στην οδυνηρή παραμονή σε ένα παρόν πόνου, όπου τουλάχιστον το γνωρίζουμε από την καλή; Γιατί διστάζουμε να τραβήξουμε την κουρτίνα; Γιατί η Αριάδνη δίστασε να ακολουθήσει αυτό που όλο της το «είναι» φώναζε, αυτό που πραγματικά ποθούσε; Γιατί φοβόταν την αλλαγή και τις απρόβλεπτες συνέπειές της;

[Τι θα γινόταν, άραγε, αν σκότωνε για χάρη της το τέρας, αν
κατακτούσε το λαβύρινθό της – βασίλειο και αστείρευτη πηγή
της εξουσίας της ως τώρα;
Η Αριάδνη δίστασε για μια στιγμή, ζυγίζοντας στο χέρι της ένα
κουβάρι σκέψεις].

Ίσως γιατί:

[«η ζωή μας είναι ένα καρναβάλι  … το σήμερα σβήνει το αύριο, το αύριο θα ’ρθει, αλλά μπορεί και να χαθεί στο καλούπι του σήμερα, αν δεν προσέξεις»].

Μίλησα πριν για το σήμερα και για το αύριο. Ο Χρόνος. Το κατεξοχήν θέμα της Ποίησης, από εμφανίσεώς της. Εδώ έρχονται και οι μάσκες του χρόνου. Το εικαστικό απέναντι από το κείμενο, συντίθεται από μάσκες, αφού αυτές είναι ο πυρήνας κάθε καρναβαλιού, οι οποίες περιβάλλονται από επιμήκεις βολβούς ματιών. Ή είναι τρισδιάστατα φτερά παγωνιών; Μήπως πρόκειται για παλλόμενα κουκούλια μεταξοσκωλήκων; Για πολλαπλασιασμένα κεφάλια Λερναίας  Ύδρας; Για ιστούς αράχνης φουσκωμένους από τον άνεμο; Μήπως είναι λαβύρινθοι χρόνου; Ποιος ξέρει; Αυτή είναι η Ομορφιά της Τέχνης. Η χρήση υλικών για την κατασκευή άυλων. Η υπεραισθητική προσέγγιση της Αλήθειας μέσω των αισθήσεων. Η περιστροφή πολλών εκδοχών γύρω από την άπιαστη Μία. Η ενόραση πίσω από τις μάσκες της όρασης. Τις μάσκες που συνθέτουν το καρναβάλι της ζωής. Εκεί όπου η θλίψη των μεγάλων, φορτώνει με ενοχές και ντροπή τα αθώα παιδιά, «τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά / (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα», για να θυμηθούμε και τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου, αφού:

[Η παράσταση ισορροπεί
στο κόκκινο χαμόγελο του κλόουν

Κλέβει τη ντροπή από τα παιδιά
τη θλίψη από τους μεγάλους].

Στο τέλος της παράστασης; Η αληθοφάνεια των δύο διαστάσεων της εικόνας, της φωτογραφίας, του facebook, του χαρτιού:

[Θα βγάλουμε και μια φωτογραφία. / Όλα θα μοιάζουνε αληθινά].

Modus vivendi ως τώρα: ανάγκη, φόβος, μοναξιά, θλίψη, αναβολή, μάσκες – φαίνεσθαι, ασφάλεια της συνήθειας, ντροπή. Ντροπή; Ναι, πάλι:

[Είναι η γυναίκα μου
Με τα βαριά μεγάλα στήθη,
Τις ώριμες θηλές, τρόπαια νίκης
Του κατακτημένου χρόνου της.

Προσπαθούσα να τη ντύσω
Με τα πρέπει και τα όχι
Από δεύτερο χέρι.

Με περιμένει να τη συναντήσω, λέει,
Όταν καταλάβω
Πως δεν έχει τίποτα να κρύψει.

Όταν δε θα ντρέπομαι για κείνη,
Εκείνη δε θα ντρέπεται για μένα].

Όταν; Αχ! Αυτό το «όταν». Που σημαίνει «εάν», που μπορεί και να μην έρθει ποτέ. Μα μετράει μόνο το αποτέλεσμα ή και η πρόθεση; Ή και το ταξίδι, για να φέρουμε στο προσκήνιο τον μέγιστο Όμηρο και τον Καβάφη;

Όταν. Όπως όταν περιμένεις. Όταν αντέχεις ή όταν έχεις ανάγκη να αποδείξεις ότι αντέχεις:

[Περίμενε, κάποιον να περάσει, να τον χτυπήσει φιλικά στην πλάτη, κάποια ανάγκη του να θέλει να καλύψει, κι εκείνος θα τον ακολουθούσε πρόθυμα. Γιατί άντεχε ακόμη].

Πόσα μπορούμε άραγε ν’ αντέξουμε; Η άποψη της Ελευθερίας Σταυράκη πεντακάθαρη:

[Όλα μπορώ να αντέξω·
εκτός απ’ την ανοησία μου,
της πεταλούδας,
να λαχταρώ γέρας μοναδικό
το πύρινο στεφάνι
μιας λάμπας αναμμένης,
που μες στη νύχτα θ’ ανατείλει
μια στιγμή μοιραία
στο ήσυχο και σκοτεινό σοκάκι
της δικής μου άνοιξης].

Εν τω μεταξύ, άντεχε και πρόσμενε τα υπόλοιπα όπως το άδειο τραπέζι στο έρημο εικαστικό γκρι του τοπίου απέναντι του κειμένου που αντέχει ακόμη και στέκεται αξιοπρεπώς προσμένοντας να φανεί χρήσιμο, να φιλοξενήσει εδέσματα, επιθυμίες, χρώματα και αρώματα. Μόνο, έτσι όπως χαϊκότροπα «μόνο» και το φεγγάρι:

[Ολομόναχη
στο μαύρο ταξιδεύει
η πανσέληνος].

Ολομόναχη… ταξιδεύει. Έτσι όπως ολομόναχος περπατάς με το παρακάτω χαϊκού στα σοκάκια των αναμνήσεων και στο τέλος κοιμάσαι αποκαμωμένος:

[Μακρύς ο δρόμος
στην αγκαλιά της μνήμης.
Κοιμάσαι μόνη].

Ταξίδι με τα όνειρα, ταξίδι με ένα βιβλίο. Ζωή μέσα στο όνειρο, ζωή μέσα στις σελίδες:

[… στο βιβλιοπωλείο, διάλεξε το ομορφότερο εξώφυλλο, με την πεποίθηση ότι θα περιείχε την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου των γενεθλίων της· το πρωί ξύπνησε μισή μέσα μισή έξω από τις σελίδες του…]

Τι άλλες επιλογές διερευνά τούτο το βιβλίο με «το ομορφότερο εξώφυλλο» με το οποίο η ποιήτρια έχει σχέση συνειδητού – υποσυνείδητου, σχέση ρεαλισμού – υπερρρεαλισμού, αφού « ξύπνησε μισή μέσα μισή έξω από τις σελίδες του»; Πού το φως; Μα στην απλότητα, αυτή της κάθε μέρας. Στην απλότητα των στιγμών της, αλλά και στην απλότητα του ανεπιτήδευτου ποιητικά στίχου:

[Όσο το μαύρο σηκωνόταν κύμα,

άνθιζε ο ήλιος στεφάνι στα μαλλιά τους,
ζωγράφιζαν τη θάλασσα με μπούκλες χρυσαφιού.


απλές γυναίκες ήτανε
που ζούσανε την κάθε μέρα,
μέρα με την ημέρα].

Τυχαίες λοιπόν οι γυναίκες στο εξώφυλλο; Γιατί γυναίκες εδώ οι κοινωνοί του φωτός; Μήπως διότι είναι φορείς ζωής, δοχεία γονιμότητας, προκλήσεις ουσιαστικού βιώματος,  ανθοφορούσες ερωτικά θάλασσες φωτός;

Κάτω από τη φαινομενική απλοϊκότητα της καθημερινότητας, κάτω από το δέρμα, μέσα στην τελειότερη μηχανή του κόσμου που λέγεται «κορμί», και δη γυναικείο, κρύβονται αόρατα μεγαλεία, δυνάμεις πέραν του ορατού, οι οποίες:

[Κρατούν στο χέρι το εισιτήριο μοναδικό για τη ζωή ένα χαμόγελο· πίσω του παραμονεύουν την κατάλληλη στιγμή, να χιμήξουν μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών τους να ξεσκίσουν τις δικές της, όσο περιμένουν το χρόνο να γεμίσει το κορμί τους δύναμη και στην ψυχή τους να φυτρώσουν χέρια δυνατά,…] 

Κι εκείνος; Ο γιός, ο πατέρας, ο εραστής, ο σύντροφος, ο φίλος, ο στρατιώτης, ο εργάτης, ο άγνωστος, μετά από ένα χαμόγελο γυναίκας, πώς μεταμορφώνεται; Πού ο φόβος; Πού η μοναξιά; Πού οι μάσκες; Πού η κατήφεια;  Όπως μαρτυράει και ο συσχετισμένος πίνακας με το χωματουργικό μηχάνημα σε λειτουργικό οργασμό δίπλα σε μια ανθισμένη γη και μακρύτερα με δίχρωμες, επάλληλες, αυξάνουσες καμπύλες ελπίδας καμωμένες με  μπλε (ουρανός-ελπίδα) και πορτοκαλί (δειλινά, ανατολές-χαρά, έρωτας, ελπίδα): 

[Και δε φοβόταν πια κανέναν
Γιατί κρατούσε μια αγκαλιά
λουλούδια κόκκινα,
πλεγμένο είχε στα μαλλιά
πολύχρωμο στεφάνι
κι ένα πλατύ χαμόγελο της νίκης
άνθιζε στη σκέψη του].

Συμπέρασμα: Έτσι ή αλλιώς; Ή και έτσι και αλλιώς;

[Ήξεις αφήξεις, λοιπόν.
Αν έτσι νιώθεις τη ζωή καλύτερα,
αν η καρδιά σου βρίσκει το ρυθμό της
σ’ αυτό το νόημα του στίχου].

Πού βρίσκει τον ρυθμό της η καρδιά αυτού του βιβλίου; Μα στα εξ ων συντίθεται.

Όσον αφορά στα τριάντα έξι κείμενα της Ελευθερίας Σταυράκη, στα θεματικά ποιήματα, στα –με την πλήρη σημασία του όρου υπέροχα–  χαϊκού, στα πεζόμορφα ποιήματα τύπου Λουίς Θερνούδα και στα θεατρικά πεζά, όπου με δυνατή εικονοπλασία συμπλέκονται ο μύθος με τον ρεαλισμό, το απτόν με το επιθυμητόν, το υλικό με το άυλο, έτσι όπως μόνο η Τέχνη μπορεί να τα συμπλέξει.

Όσον αφορά στα τριάντα έξι συν ένα έργα ζωγραφικής του Τάσου Παπαηλιού;  Στην κίνηση, στη χαρισματική αποτύπωση του χρόνου, στον μινιμαλισμό, στις γραμμικές καμπυλώσεις του χωροχρόνου, στην αέναη ροή, στους χειμάρρους συνειρμών που είναι ικανά να παράγουν, στον λόγο που αρθρώνουν, όπου συμπλέκονται το σημαίνον με το σημαινόμενο, το κρυπτικόν με το φαίνεσθαι, η τέταρτη διάσταση με τις υπόλοιπες τρεις, η ύλη με τα κβάντα, η επίπεδη γεωμετρία με τη στερεομετρία, έτσι όπως  –επαναλαμβάνω– μόνο η Τέχνη μπορεί να τα συμπλέξει.

Ζωγραφιές που μιλάνε, λόγος που ζωγραφίζει, ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου από έρωτα, μοιράζονται την κοινή τους ζωή σε ένα εκπληκτικής ομορφιάς χάρτινο σπίτι, χτισμένο με αγάπη και με προσοχή στη λεπτομέρεια από τις εκδόσεις Παρουσία, κομίζοντας μια ιδιαίτερη παρουσία-κόσμημα στη χώρα των βιβλίων.

Ποιο είναι επιγραμματικά το modus Vivendi που προτείνεται ή δίνεται εδώ; Ποια έννοια κυριαρχεί; Αυτή του τρόπου ζωής ή αυτή του συμβιβασμού; Τι προτείνουν οι λέξεις και οι γραμμές, οι στίχοι και τα σχήματα; Σε τι μας προτρέπουν οι δύο τελευταίοι στίχοι του;

[Ν’ ακούς πάντα την καρδιά σου.
Ο Θεός αναίτιος].

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη