frear

Για το Φρέαρ – της Νατάσας Κεσμέτη

 

Σκέφθηκα πώς καλύτερος τρόπος νά μιλήσω γιά τό νέο περιοδικό Φρέαρ εἶναι νά ἀφήσω τά κείμενά του νά μιλήσουν. Ἀλλά κάτι τέτοιο εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε ἀφοῦ ἤδη κυκλοφόρησαν τρία τεύχη τοῦ περιοδικοῦ μέ 348 ἤδη τίτλους. Σκέφθηκα λοιπόν νά σταχυολογήσω δειγματοληπτικά καί ἐνδεικτικά μόνο τίτλους καί κάποια μικρά ἀποσπάσματα, ἐλπίζοντας πώς θά φανεῖ ἔτσι ὁ προσανατολισμός τοῦ περιοδικοῦ, ὁ στόχος του νά εἶναι περιοδικό στοχασμῶν κυρίως, καί λιγότερο ἕνα ἀμειγῶς λογοτεχνικό ἔντυπο. Ἐλπίζοντας ἐπίσης πώς θά παρακινηθεῖτε νά διαβάσετε ἤ νά ξαναδιαβάσετε τά τεύχη.

Ξεκινῶ ἀπό τό 3ο τεῦχος καί ἀπό Θεοῦ, δηλαδή ἀπό τό κείμενο τοῦ ἐπισκόπου Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα «Ὀντολογία καί Ἠθική» δίνοντας λίγες ἀράδες ἀπό τίς συμπερασματικές του σκέψεις: «Δέν ὑπάρχουν ἠθικές ἀρχές γενικοῦ κύρους, πιό πάνω ἀπό τά πρό σωπα. Καμιά ἠθική ἀξία δέν δικαιολογεῖ τή θυσία ἤ τήν ταπείνωση ἑνός συγκεκριμένου προσώπου. Τό εἶναι ἑνός προσώπου εἶναι ὑπέρτερο κάθε ἠθικῆς. Εἶναι πολύ πιό ἱερό, πιό ἀπόλυτο τό νά ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ ἄλλος, παρά τό νά εἶναι καλός. (…) Νά λοιπόν σέ τί συνίσταται μιά ὀντολογική ἠθική. Στό νά βλέπουμε κάθε ἄνθρωπο ὡς ἕναν μελλοντικό ἅγιο, νά μήν τόν ταυτίζουμε μέ τίς πράξεις του, νά μήν ἀφήνουμε τήν ἠθική νά καθορίζει τήν ὀντολογική μας σχέση μέ τόν ἄλλο. Ἔτσι ἡ ἠθική ἀπό δικαιοσύνη γίνεται ἀγάπη».

Στό ἴδιο τεῦχος ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος ξεκινᾶ τή στήλη του γιά τή μουσική δίνοντας στό κείμενό του γιά τήν ἑλληνική μουσική τόν τίτλο «Δημιουργική Συνέχεια». Ἴσως πρόκειται γιά τήν κρυφή μας ἐπιθυμία τῆς Δημιουργικῆς Συνέχειας σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς μας, ἐπιθυμία ἀνάμεικτη, στίς παροῦσες συνθῆκες, μέ ἀγωνία πού ἐκφράζει ὁ Σπύρος Γιανναρᾶς στό πρῶτο κείμενό του στό 2ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς στήλης του μέ τίτλο «Ἀρτεσιανά Νέα» κλείνοντας ἔτσι: «Θά πρέπει νά μάθουμε νά χορταίνουμε τήν μεταφυσική μας πείνα καί τήν ὑπαρξιακή μας δίψα, τήν ἀνάγκη μιᾶς πνευματικῆς πληρότητας πού διαφοροποιεῖ τόν βίο ἀπό τήν ἐπιβίωση μέ τοξικές ἀκαθαρσίες. Θά πρέπει νά μάθουμε νά ζοῦμε μέ τό πηγάδι μας ξερό καί τίς ρίζες μας ἀπότιστες».

Στό ἴδιο τεῦχος, δηλαδή τό 2ο, ὁ Ἀχιλλέας Ντελλῆς στήν κριτική του γιά τόν κινηματογράφο καί μέ τίτλο «Ἡ κρίση ὡς ἐπαναληπτική σταθερά καί ὡς διερευνητική ἀναζήτηση» μιλώντας γιά τόν ἥρωα μιᾶς ὁρισμένης ἑλληνικῆς ταινίας γράφει: «Ὁ νεαρός ἐξαρχῆς καί σκοπίμως κουβαλᾶ μέ μιά χριστιανική καρτερικότητα τά πάθη τοῦ κόσμου τούτου που δέν ἔχουν τελειωμό, χωρίς νά τά διογκώνει ἤ νά τά μετατρέπει σέ κακεντρέχεια ἤ σέ μισανθρωπία. Σέ μιά χαράκτηριστική (καί ἐξαϋλωμένη) ἀπό τήν ἄποψη τοῦ φωτισμοῦ καί τῶν χρωμάτων σκηνή στήν ἐκκλησία ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἔχει τραγουδήσει, συνδιαλέγεται μέ τόν ἑαυτό του καί ὄχι μέ τήν ἡλικιωμένη γυναίκα πού κάθεται πιό πέρα δακρυσμένη καί τόν παρακολουθεῖ σπαραχτικά ἀνήμπορη. Οἱ ἐρωταποκρίσεις ἀντικαθιστοῦν τόν διάλογο, πού δέν γίνεται, δηλώνοντας αὐτό ἀκριβῶς: Ὁ ἥρωας ἔχει μετατραπεῖ σέ καθολικό σύμβολο χριστιανικῆς καρτερικότητας καί ὀρθόδοξης στωϊκότητας. Κουβαλᾶ τήν ἀνημπόρια τή δικιά του (τῆς γενιᾶς του), τῆς κυρίας (τῆς προηγούμενης) καί τῆς ἀδυναμίας νά ἐπικοινωνήσουν (τό πολιτισμικό κατασκεύασμα). Καί καθώς ὁ ἴδιος εἶναι ὑψίφωνος, ἀναδύεται μιά καίρια παράμετρος. Ποιά μπορεῖ νά εἶναι ἡ θέση τῆς Τέχνης σέ ἐποχές ἔνδειας καί ἀπόλυτης ἐγκατάλειψης;».

Καί πάλι στό 2ο τεῦχος ὁ Χαράλαμπος Φύτρος ἔχει ἕνα κείμενο μέ τόν προκλητικό τίτλο «Φιλοσοφία τοῦ Χαΐντεγκερ καί σύγχρονη χρηματοοικονομική», ἀπό τή σφιχτή δομή τοῦ ὁποίου δέν μπορῶ νά ἀποσπάσω οὔτε ἀράδα, προτείνω ὅμως μιά παράλληλλη ἀνάγνωσή του μέ τά «Μικρά μαθήματα γιά τήν Ἑλληνική οἰκονομία» του Κ. Μελᾶ, ἀλλά καί μέ τόν «θάνατο τοῦ ἐμποράκου» στό κείμενο μέ τίτλο «Ἀπό τούς Μπολσεβίκους στούς Νεοφιλελεύθερους» τοῦ καθ. Δ. Μαγκλιβέρα στό πρῶτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ πού ἀφορᾶ στήν ραγδαία, ὅπως διαπίστωνε ἀπό τό 2007, καί ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς μικρῆς ἐπιχείρησης στή σύγχρονη Ἑλλάδα. Ἡ πραγματικότητα εἶναι τραγική, προσθέτει, γιά τόν ἄνθρωπο-δημιουργό.

«Δέν μέ ἐνδιαφέρει ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἀφανισμοῦ μας. Μέ άφορᾶ, ναί. Μέ θλίβει, ναί, ἐνίοτε μέ συνθλίβει ἀλλά δέν μέ ἐνδιαφέρει», ἐκρήγνυται ὁ Θεόδωρος Παντούλας στό δικό του μεγάλο ἀπόσπασμα πρόσφατης ὁμιλίας του στό Βερολίνο μέ θέμα «Ταυτότητες σέ ἀναμονή –Δύο αἰῶνες δανεικῆς νεωτερικότητας» καί συνεχίζει κλείνοντας: «Δέν εἶναι αὐτό τό σπίτι μου. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρφάνια μου. Ἀλλά τό ὅτι κάποιος δέν τιμᾶ τούς γονεῖς του δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὀρφανός. Αὐτό πού μέ ἀφορᾶ ὅμως καί μέ τό παραπάνω εἶναι νά μή φανοῦμε τόσο μπόσικοι ὅσο φανήκαμε μέχρι σήμερα. Κι ἴσως τότε –ἀνακαλύπτοντας ἐκ νέου τή ντροπή– νά ξαναγίνουμε γιά τήν ἀνθρωπότητα κάτι περισσότερο ἀπό δανειολῆπτες ἤ ἀπό φτηνούς ἕως φτηνιάρικους τουριστικούς προορισμούς».

Δέν εἶναι ὡστόσο μόνο ἡ ἑλληνική ζοφερή πραγματικότητα πού ἀπασχολεῖ τούς συγγραφεῖς νέους ἤ δοκιμασμένους ἐπί μακρόν. Στό 3ο τεῦχος ἡ Ἕλενα Σταγκουράκη στό κείμενο-ὁμιλία της (πού ἔδωσε τόν χειμώνα τοῦ 2013) μέ τίτλο «Ποίηση ἐνάντια στήν σιωπή τῆς βίας. Ὄντας γυναίκα στήν Λατινική Ἀμερική», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων γιά τίς γυναικοκτονίες στό Μεξικό: «Δέν εἶναι διόλου τυχαῖο πώς τά θύματα ἐργάζονται στή συντριπτική πλειοψηφία τους σέ ἐργοστάσια, τά ἐπονομαζόμενα “maquiladoras”, τά ὁποῖα συνάπτουν συμβόλαια μέ ξένες πολυεθνικές ἑταιρεῖες, τό 80% τῶν ὁποίων εἶναι βορειοαμερικάνικες, κι ἐλέγχονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἀπό τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Οἱ γυναῖκες αὐτές, στήν πλειονότητά τους μεταξύ τῶν 16 καί 28 ἐτῶν, φτωχές, προερχόμενες ἀπό πολυμελεῖς οἰκογένειες, ἐργάζονται ἐκεῖ ὑπό ἀπαράδεκτες συνθῆκες, ἔναντι μισθοῦ πείνας καί ὑποχρεώνονται νά καλύπτουν καθημερινά μακρινές ἀποστάσεις ἀπό τό σπίτι τους ὥς τό ἐργοστάσιο, καθώς τό τελευταῖο βρίσκεται συνήθως σέ ἀπομακρυσμένη περιοχή κοντά στά σύνορα (ἐξοῦ καί συμβαίνουν αὐτά σέ συνοριακές περιοχές, ὅπως ἡ πόλη Χουάρες). Οἱ γυναῖκες ἐντοπίζονται (ἐφόσον κάν ἐντοπιστοῦν) σέ προχωρημένο στάδιο ἀποσύνθεσης σέ ἐρημικές τοποθεσίες, βιασμένες, κακοποιημένες, καί τίς περισσότερες φορές μέ τό πρόσωπο καμένο γιά νά καθίσταται ἀδύνατη ἡ ἀναγνώρισή τους!
Κι ὅλα αὐτά γιατί; Γιατί οἱ βίαιες σκηνές τῆς πολλαπλῆς κακοποίησης καταγράφονται καί στή συνέχεια πωλοῦνται ὡς σαδιστικές ταινίες, τίς λεγόμενες “snuff movies”, σέ κλειστά κυκλώματα! Οἱ δράστες εἶναι “γνωστοί ἄγνωστοι”, κυρίως στήν πολιτική ἡγεσία τοῦ Μεξικοῦ, ἡ ὁποία κάνει τά στραβά μάτια καί δέν παρέχει κανενός εἴδους προστασία». Λυπᾶμαι πού δέν ἔχω χρόνο νά διαβάσω κάποιο ἀπό τά ποιήματα γι’ αὐτήν τή φρικαλέα πραγματικότητα πού μεταφράζει ἡ ἴδια, ἡ ὁποία ἐπίσης κρατᾶ καί τή στήλη θεατρικῆς κριτικῆς στό Φρέαρ.

Ἡ βία δέν ἀπειλεῖ ἀποκλειστικά τίς γυναῖκες οὔτε πλήττει μόνο τή Λατινική Ἀμερική. Στό 2ο τεῦχος ὁ Στ. Ζουμπουλάκης ἔγραψε γιά ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα τῶν εὐρωπαϊκῶν κοινωνιῶν μέ ἀφορμή ἕνα ἄγριο ἔγκλημα στήν Ἀλγερία τό 1996 ἑπτά Γάλλων Καθολικῶν μοναχῶν, στό κείμενό του μέ τίτλο «Φονικό στό περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἔγκλημα γιά τό ὁποῖο οἱ διαπράξαντες ἰσλαμιστές τῆς GIA ἀθωώθηκαν. «Μά εἶναι τελικά τόσο δύσκολο» ἀναρωτιέται γιά τίς εὐρωπαϊκές κοινωνίες νά διακρίνουν «τούς πιστούς μουσουλμάνους συνανθρώπους μας πού προσεύχονται, νηστεύουν καί ἐλεοῦν, ἀπό τούς ἀδίσταχτους φονιάδες;». Ὁ Σταῦρος Ζουμπουλάκης παραθέτοντας τή συγκλονιστική ἔκφραση συγχώρεσης, στήν διαθήκη πού ἄφησε ὁ ἀποκεφαλισμένος ἡγούμενος ὅπου εὐχαριστεῖ τόν δολοφόνο του καί εὔχεται «Ἄμποτε νά μᾶς δοθεῖ νά ξαναβρεθοῦμε, εὐγνώμονες ληστές στόν παράδεισο, ἄν τό θέλει ὁ Θεός, ὁ Πατέρας καί τῶν δύο», ἀποφαίνεται τελικά: «Καί ἡ Δημοκρατία συγχωρεῖ τούς ἐχθρούς της. Ἀλλά ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας καί ἡ ἀπόδοση δικαιοσύνης.»

Θυμίζοντάς σας πώς προσπαθῶ νά δείξω τήν κατεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ στόν στοχασμό/προβληματισμό κυρίως (γι’ αὐτό καί δέν κάνω ἀναφορές σέ λογοτεχνικά κείμενα), συνεχίζω μέ τήν «Πλάνη τοῦ Γκαῖτε», τίτλο κειμένου τοῦ Κώστα Κουτσουρέλη περί μιᾶς … ἄλλης βίας: «Ἄς μή γελιόμαστε», γράφει ὁ Κουτσουρέλης, «ὡς ἀποτύπωση τοῦ συσχετισμοῦ ἰσχύος μεταξύ τῶν διαφόρων πολιτισμῶν καί γλωσσῶν, ἡ μετάφραση εἶναι πράξη βίας.» Καί ἀλλοῦ : «Ἡ παγκόσμια λογοτεχνία εἶναι ἕνα σύννεφο κι ἕνας ἴσκιος, ποτέ δέν ὑπῆρξε, ποτέ δέν θά ὑπάρξει. Μιλᾶμε ὅλοι γλῶσσες ἀλλότριες, τά μελετήματά μας, ὁ ἐμπειρικός μας κόσμος, οἱ ἰδεολογικές μας παραστάσεις, τά ζωτικά μας συμφέροντα πρῶτα ἀπ’ ὅλα εἶναι διαμετρικῶς ἀντίθετα, συγκρούονται διαρκῶς.»

Ἀξίζει νά προσθέσω καί μερικά στατιστικά στοιχεῖα πού δίνει: «Τό ποσοστό τῶν μεταφραζομένων βιβλίων ἐδῶ σέ μᾶς συχνά πλησιάζει ἤ ἐγγίζει τό 50% τοῦ συνόλου τῶν ἐκδιδόμενων τίτλων. Σκεφθεῖτε ἕνα στά δύο βιβλία σχεδόν πού πέφτουν κάθε χρονιά στή βιβλιαγορά μας εἶναι μεταφράσεις. Προσθέστε καί τά ξενόγλωσσα, κυρίως ἀγγλόγλωσσα, βιβλία πού πουλιοῦνται σέ ὅλο καί πιό γενναίους ἀριθμούς καί θά πάρετε ἕνα νούμερο κοντά σ’αὐτά τά τρομοκρατικά τῆς ἐθνικῆς μας οἰκονομίας: ἐκδοτικά εἴμαστε παράσιτα, ζοῦμε ἀπό δανεικά».

Ἀμέσως μετά ὁ διευθυντής τοῦ περιοδικοῦ Δ. Ἀγγελής ἔχει νομίζω σκόπιμα τοποθετήσει (πάντα στό 3ο τεῦχος) τό κείμενο τοῦ Γιώργου Βαρθαλίτη γιά τή «Μετάφραση ἀπό τήν ἴδια γλώσσα» καί τίς μεγάλες δυσκολίες της, ὅπου τονίζεται: «Καθώς ἐποπτεύουμε μιάν ἔκταση χρόνου πάνω ἀπό δύο χιλιετίες, ἀπό τόν Ὅμηρο ὥς τίς λοίσθιες ὧρες τοῦ Βυζαντίου, δέν ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ἕνα ὁμοιογενές πρός μετάφρασιν ὑλικό, ἀλλά μιά ποικιλία γλωσσικῶν ἀποκρυσταλλώσεων ἡ καθεμία ἀπό τίς ὁποῖες ἔχει τίς δικές της ξεχωριστές ἀπαιτήσεις καί δύσκολίες. Ὑπάρχουν πολλές γλῶσσες μέσα στήν γλώσσα, πού, γιά νά τίς μεταφράσουμε, πρέπει νά ἐπινοήσουμε τίς ἰδιαίτερες ἀντίστοιχες γλῶσσες μέσα στή δική μας ».

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά παραθέσω μιάν ἄλλη διάσταση τῆς γλώσσας, τήν ὁποία διερευνᾶ τό κείμενο μιᾶς μεγάλης ὁμιλίας, αὐτῆς τοῦ Γιάννη Κιουρτσάκη στό 1ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ. Ἔχει τόν τίτλο «ἀκούγοντας τίς ἑλληνικές λέξεις» κι ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Γ. Κ. δηλώνει, καρδιά τοῦ θέματός του εἶναι ἡ γλώσσα «ὡς πατρίδα τοῦ συγγραφέα» ἀλλά καί ὡς ὑπαρξιακή του ὑπόθεση. Μέ τά δικά του λόγια: «Ναί ἐκεῖνο πού μέ ἔσπρωξε νά “ρωτήσω” τίς ἑλληνικές λέξεις ἦταν ἡ ὑπαρξιακή ἔγνοια τοῦ συγγραφέα. Νά τίς ρωτήσω ἀλλά πρῶτα νά τίς ἀκούσω μέ ἐκείνην τήν ἐσωτερική ἀκοή πού εἶναι στραμμένη πρός τό αἰσθησιακό, συναισθηματικό καί πνευματικό φορτίο τους. Πού ἀναζητάει πάντα τήν πρώτη πρώτη σημασία τους, ἡ ὁποία, ὅσο κι ἄν μένει ἀνεύρετη, ρίχνει κάποιες στιγμές, μέσα ἀπό τό ἴδιο της τό σκοτάδι, ἕνα ἀλλόκοτο φῶς, πού θά μποροῦσε ἴσως νά μᾶς τήν φανερώσει κάπως καλύτερα στό μέλλον.»

Παραμένοντας στά γλωσσικά, ὅπως χρόνια τώρα, ὁ Γ. Κωβαῖος στό 2ο τεῦχος προβλέπει ὄχι μόνον «ἄμπωτη στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου» ἀλλά πλήρη ἀπορφανισμό ἀπό τήν Ἑλληνική, σέ ἐνδεχόμενη ἐπιτυχία τῆς ἐπίμονης ἐκστρατείας γιά τήν, ἐντός τῆς κίνησης τοῦ «Κυπριωτισμοῦ», προώθηση τῆς κυπριακῆς ντοπιολαλιᾶς (ἀκόμη καί στόν ἐπιστημονικό λόγο) ἔναντι τῆς κοινῆς ἑλληνικῆς. Ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο, ἰσχυρίζονται οἱ κατά τοῦ γλωσσικοῦ «Κυπριωτισμοῦ» ἀπό πρακτική ἄποψη θά ὁδηγοῦσε σέ συρρίκνωση τή χρήση τῆς γλώσσας σέ πεντακόσιες χιλιάδες φυσικούς ὁμιλητές παγκοσμίως. Πράγμα, πού, ὅπως γιά κάθε γλωσσική ποικιλία ὅπου γῆς, θά σήμαινε «αὐτοκτονία τῆς γλώσσας». Ἄν «μετά τή συγκλονιστική ἄμπωτη τοῦ 22», τονίζει ὁ Γ. Κωβαῖος, «οἱ ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου ἀπορφανιστοῦν πλήρως ἀπό τήν Ἑλληνική γλώσσα κι αὐτό εἶναι στίς προθέσεις ὁρισμένων, τότε κακῶς θυμώναμε μέ τήν δήλωση τοῦ τέως προέδρου πρός τόν Ἄσσαντ ὅτι “νιώθουμε πιό κοντά στούς Σύρους παρά στούς Ἕλληνες”».

Μέσα στόν καταιγισμό συγκρούσεων καί ἀλλαγῶν καί τοῦ τόπου μας καί τοῦ σύνολου κόσμου μας, ἴσως ὁ ἀκαταπόνητος καθηγητής Μαριάνος Καράσης θεώρησε πραγματικά ἐπίκαιρο τό θέμα τῶν Οὐτοπικῶν Πολιτειῶν. Ἔτσι ἀπό τό 2ο τεῦχος ἀσχολεῖται μέ τά τρία κορυφαῖα Οὐτοπικά ἔργα τῆς Ἀναγεννήσεως, κατά κάποιο τρόπο παραμυθώντας μας. Τί εἶναι τό οὐτοπικό κράτος τοῦ Τόμας Μώρ; ἀναρωτιέται. Εἴτε ὡς εὐχή εἴτε ὡς ἐλπίδα, εἶναι μιά ἰδέα, καταλήγει ὁ ἔγκριτος στοχαστής. «Μιά ἰδέα πού δρᾶ σάν κεντρί, ἕνα τράνταγμα τῆς θέλησης, ἕνα πέταγμα, ἕνας αἰώνιος στεναγμός γιά δημιουργία ἑνός ἄλλου κόσμου, διαφορετικοῦ ἀπό τόν πραγματικό.»

Νηφάλιος ὁ στοχαστικός λόγος τοῦ Κώστα Βραχνοῦ ἔρχεται νά μᾶς παραμυθήσει καί νά κεντήσει τή συνείδησή μας ἐπίσης, μοιάζοντας νά συνεχίζει μέ τόν δικό του τρόπο τό κέντημα πάνω στό Μυστήριο τοῦ Ἀνθρώπου πού χρόνια ἔχει ἁπλώσει στόν καμβά τῶν δοκιμίων του ὁ Κώστας Τσιρόπουλος. Στό μικρό δοκίμιό του «Εἶναι καί Χῶρος» στό 2ο τεῦχος, παρατηρώντας, μέ ἀφορμή συγκεκριμένο βιβλίο Ἰάπωνα φιλοσόφου, τό ἑλληνικό πλαίσιο, τό ἀντιλαμβάνεται ὡς «ἀντικειμενικῶς ὡραῖο» καί προσφέρον στήν καρδιά τῆς ἀνοικειότητας τοῦ Εἶναι τούς ὅρους μιᾶς πρωτοφανοῦς οἰκειότητας. Ἀλλ’ ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τή φιλική οἰκειότητα καραδοκοῦσε ὁ κίνδυνος νά μετατραπεῖ ἀπό τούς ἀμέριμνους δικαιούχους του, τά βυθισμένα στήν ἱκανοποίησή τους παιδιά, ἐμᾶς δηλαδή, «σέ ἕτοιμο Σκηνικό», ὅπως καί ἔγινε. Τότε ὅμως «ἐκλείπει ἡ δοξολογική ἱκανότητα, ἡ ἀνάγκη εὐγνωμοσύνης πού διατηρεῖ τό ἄτομο, τήν κοινότητα καί τόν λαό σέ ὑπαρξιακή ἐγρήγορση, ἠθική συνέπεια, συλλογική συνείδηση, καί πρακτική ἀεικινησία». Ὅμως «διά τῆς Γεωγραφίας (πού εἶναι ἱστορική) πιθανόν νά διεκδικηθεῖ κάτι ἀπό ὅσα ἡ Ἱστορία (πού εἶναι γεωγραφική) θεωρεῖ ἤδη χαμένα. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ταυτότητα καί προορισμό.

Στό 2ο τεῦχος μέ τή «Γερ-οντολογία» του ὁ δοκιμιογράφος προχωρεῖ ἔτι πλέον στήν ψηλάφηση/κεντητική παρόμοιων θεμάτων: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος μέ τά χρόνια συνέρχεται ἀπό τό σόκ τῆς γέννησης καί συνηθίζει τό ἀνεξήγητο τοῦ κόσμου καί τῆς ὕπαρξης, ἄν ἐξοικειώνεται ὑπέρμετρα μέ τό ἀνοίκειο καί ἀπολλύει τήν ὀντολογική παρθενικότητα τῆς παιδικῆς ματιᾶς, αὐτό δέν ὀφείλεται στήν ἐνηλικίωση ἀλλά στόν βαθύτερο πυρήνα τῆς οὐσίας του. Μιά ψυχή ἐν ἐγρηγόρσει ἐπανανακαλύπτει ἐντός της τό ἴδιο ἐμβρόντητο παιδί σέ κάθε ἡλικιακή φάση». Ὁ Κ. Βραχνός δέν παραλείπει νύξεις γιά τό πῶς ἀντιμετωπίζονται οἱ δυό πτυχές, ὑπαρξιακή καί κοινωνική, τοῦ θέματός του.

Τό ὅτι συνειδητά παρέλειψα κάθε ἀναφορά σέ κείμενα τοῦ διευθυντῆ τοῦ Φρέατος Δ. Ἀγγελῆ, (αὐτονοήτως καί σέ δικά μου), ἄς συνυπολογισθεῖ εὐνοϊκά γιά τήν ἀναγκαστική παράλειψη τόσων ἄλλων γνωστῶν συγγραφέων, κειμένων ἀπό καθηγητές, φιλοσόφους, φιλολόγους, πανεπιστημιακούς, ἀκαδημαϊκούς. Ἀκόμη καί τήν περικοπή τῆς προτίμησής μου στούς γοητευτικούς στοχασμούς τοῦ Νίκου Μηλιώνη σέ σχέση μέ τή ζωγραφική, τή γλυπτική, τήν τέχνη.

Τελειώνω ὅπως ἄρχισα μέ ἕναν λόγο γιά τό ἔργο «Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαριστία» ἀπό τό κείμενο τοῦ Σταύρου Γιανγκάζογλου γιά τόν ἐπίσκοπο Περγάμου καί μέ ἕναν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Ἐπισκόπου: «Ὡς πρόσωπο ἀλλά καί μικρόκοσμος πού συγκεφαλαιώνει στήν ὕπαρξή του τήν ὁλότητα τῆς κτίσεως, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀπελευθερώσει τήν ὕλη ἀπό τούς περιορισμούς της »(…) «Εἶναι μιά πίστη καί μιά πράξη πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιβληθεῖ σέ κανέναν… συνιστοῦν ὄχι ἁπλῶς ἕναν τύπο, ἀλλά ἕνα ἦθος (…) Γιατί ὁ κόσμος σήμερα δέν χρειάζεται ἠθική ἀλλά ἦθος. Ὄχι ἕναν προγραμματισμό ἀλλά μιά στάση καί μιάν νοοτροπία. Ὄχι μιά νομοθεσία ἀλλά ἕναν πολιτισμό».

Μακάρι τό Φρέαρ νά ἀντέξει γιά νά καλλιεργήσει ἐπίμονα παρόμοιο πολιτισμικό ἦθος.

[Τό παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στήν παρουσίαση τοῦ περιοδικοῦ, πού ἔγινε στόν Ἀρμό τό Σάββατο 5 Ὀκτωβρίου. Ἡ φωτογραφία εἶναι τοῦ Γιάννη Β. Κωβαίου.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη