frear

Για την «Απειλή» του Μάριου Μιχαηλίδη – γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη

Μάριος Μιχαηλίδης, Η απειλή, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

“Από κάτω τους οχετοί.
Μέσα τους τίποτα, κι από πάνω καπνός.
Ζήσαμε εκεί μέσα. Τίποτα δε χαρήκαμε.
Φύγαμε κείθε γρήγορα. Κι αργά φεύγουν κι αυτές.”
(Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφ. Μ. Πλωρίτης, Θεμέλιο)

Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα σε δύο αφηγήματα. Ένα θεατρικό έργο σε δύο πράξεις. Δύο πόλεις. Ή μήπως μία πόλη σε δύο διαφορετικές της εκφάνσεις, σε δύο διαφορετικές μορφές; Μήπως πια όλες οι πόλεις των ανθρώπων, (πόλεις με την αρχαία σημασία της λέξης, πολίτες δηλαδή που έπαψαν όμως να λειτουργούν ως ζωτικά και ζωντανά κύτταρα), μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους; Γιατί, τι διαφοροποιεί μία πόλη, τι την κάνει ξεχωριστή, παρά οι ενεργοί και σκεπτόμενοι πολίτες μίας πόλης-δημοκρατίας;

Και στα δύο αφηγήματα του Μάριου Μιχαηλίδη, δεν υπάρχουν άτομα συνειδητά, μόνο ένας όχλος απαθής και αμήχανος, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Υπάρχει η στρατιά των κούφιων ανθρώπων του Τ.Σ. Έλιοτ. Ακόμα και ο κεντρικός χαρακτήρας που παρουσιάζεται και στα δύο αφηγήματα, ο Γεράσιμος Γιαννίδης, στο δεύτερο ως απόγονος και συγγενής του πρώτου, είναι ένας άνθρωπος συντριμμένος που δεν μπόρεσε να τιμήσει το παρελθόν του. Οι ποιητές και οι διανοούμενοι, οι μόνοι που θα μπορούσαν να αρθρώσουν λόγο, μετατρέπονται και αυτοί σε γρανάζι του συστήματος και αφομοιώνονται στον πηχτό πολτό που ζέχνει.

Στο πρώτο αφήγημα, ύστερα από μία απρόσωπη άνωθεν εντολή, το νεκροταφείο σιγά σιγά εξαπλώνεται τόσο πολύ, ώστε σταδιακά καταλαμβάνει την πόλη. Τα όρια παραβιάζονται. Όρια μεταξύ νεκρών και ζωντανών, πραγματικότητας και εφιάλτη, των πάνω με τους κάτω. Η ψυχική και συναισθηματική απονέκρωση επέρχεται και στραγγαλίζει κάθε ίχνος συνειδητοποίησης και ενσυναίσθησης των κατοίκων.

Τα πάρε-δώσε του Νομάρχη με τον Μητροπολίτη, η συναίνεση εκκλησίας και κράτους, ο χρηματισμός του συμβουλίου και η εξαγορά συνειδήσεων κάνουν την συγκατάθεση μαζική και όπως τονίζει ο Μάριος Μιχαηλίδης, «τα μαζικά ενοχικά σύνδρομα σπανίως αποδεικνύονται ενοχλητικά». Η εντολή έρχεται από κάποιο Μεγάλο Αδελφό, άνωθεν. Στην κορυφή της πυραμίδας υπάρχει η απρόσωπη εξουσία που αλλοτριώνει τα πάντα.

Τότε υπεισέρχεται στην πόλη ένα συλλογικό τραύμα από αλλού, από μία άλλη πόλη του 1943, τα Καλάβρυτα. Εκεί γύρω στους 1000 άνδρες άνω των 13 ετών σφαγιάστηκαν από τους Γερμανούς. Οι Καλαβρυτινοί κτίστες που ήρθαν για να κτίσουν έναν πέτρινο τοίχο στο σημείο που γειτνιάζει το νεκροταφείο με την πόλη, ψιθυρίζουν ένα αλλόκοτο μοιρολόι που διαχέεται και αναμοχλεύει συναισθήματα πένθους, όπως ο σκοπός του φλάουτου που παρέσυρε όλα τα παιδιά και τα έπνιξε στο ποτάμι στο παραμύθι, οι γυναίκες ντύνονται στα μαύρα, ανασύρουν κασέλες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες νεκρών, ενώ οργανώνονται παντού τελετές και μνημόσυνα, η λεπτή μεμβράνη ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς σχίζεται και ο θάνατος κυριαρχεί.

Πώς αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της πόλης τους Καλαβρυτινούς χτίστες και το μοιρολόι τους; Αρχικά αγανακτισμένοι «εμείς» με ένα τρακτέρ ισοπεδώνουν ένα μέρος του πέτρινου τοίχου, που οι τεχνίτες έκτιζαν με τόσο κόπο. Ωστόσο, ο τοίχος ανεγείρεται τελικά, οι Καλαβρυτινοί απελευθερώνουν το πένθος τους με τελετουργικό χορό, ο νομάρχης κοιτάζει τον πρωτομάστορα και αποστρέφει το πρόσωπο. Θεωρητικά ο θάνατος οριοθετήθηκε και η εξουσία βγήκε αλώβητη από την επαφή.

Στην συνέχεια μυστηριώδεις γνωστοί άγνωστοι επιτίθενται και σκοτώνουν κάποιους από τους κτίστες. Η πόλη αποβάλλει το διαφορετικό, το ξένο, το ανοίκειο. Η πόλη δεν έχει μνήμη, μόνο μνήματα. Δεν έχει τύψεις, δεν έχει ενοχές. Η πόλη δεν θέλει να βλέπει, να θυμάται, να ακούει. Το τραύμα, όποιου είδους τραύμα, το τραύμα που διαιωνίζεται από τον πόλεμο, από τον Εμφύλιο, από τις σφαγές και τα εγκλήματα πρέπει να αποσιωπηθεί.

Μία πόλη όμως χωρίς μνήμη, χωρίς ταυτότητα, χωρίς συναίσθημα, είναι μία πόλη νεκρή.

Στο δεύτερο αφήγημα ο ποιητής διαπιστώνει κάποια στιγμή: «το ίδιο το σύστημα μάς συντηρεί για να μας σφαγιάζει υπέροχα».

Σε μία πόλη με θραυσμένους οχετούς που τα απόβλητά της απειλούν να την πνίξουν, που οι κάτοικοι είναι παθητικοί και ανύποπτοι, κάθε όραμα καταποντίζεται, κάθε πράξη αντίστασης βουλιάζει στον βούρκο και κυριολεκτικά και μεταφορικά τα λύματα αναδύονται για να πλημμυρίσουν τα πάντα. Ο τεχνικός σύμβουλος στην Εταιρεία σχεδιασμού και αναπλάσεων, οραματίζεται την σύγχρονη πόλη, την Νέα Δρέσδη όπως την αποκαλεί, «μία πόλη άψογης αισθητικής όπου τα λύματα των αποχετευτικών αγωγών θα έχουν τόση μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς που θα εξαϋλώνονται. Τα βοθρικά προϊόντα θα περνούν από ένα είδος χρωστικής επεξεργασίας. Το όλο σύστημα θα είναι ένα είδος ρέουσας εικαστικής παρέμβασης που θα διέρχεται από τις μεγάλες λεωφόρους, τους χώρους εργασίας και ψυχαγωγίας, από δημόσιες υπηρεσίες, υπουργεία κτλ και δια της φευγαλέας παρουσίας του θα ικανοποιεί τις αισθητικές αναζητήσεις των πολιτών της Ν. Δρέσδης». Με μαύρο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία επιτυγχάνει ο συγγραφέας την αρχιτεκτονική της φρίκης και της σήψης και κτίζει τους εφιάλτες πόλεις του. Χαρακτηριστικό είναι ότι όπως και τα Καλάβρυτα με το παρελθόν τους υπεισέρχονται στο πρώτο αφήγημα, έτσι και η Δρέσδη, όπου 135.000 άμαχοι έχασαν την ζωή τους από τον βομβαρδισμό των Αμερικανών, παρεισφρέει στην θαυμαστή καινούργια Δρέσδη που πρόκειται να κτιστεί και την καθορίζει. Γιατί, πώς μπορεί κανείς πάνω στα ερείπια της ηθικής και του ανθρωπισμού, να χτίσει κάτι καινούργιο και θαυμαστό που να μην περικλείει την ίδια την καταστροφή του; Η σήψη και η διάβρωση, η έλλειψη του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια δημιουργούν τον βούρκο και την αποφορά.

Ποια είναι αυτή η απρόσωπη εκ των άνωθεν εξουσία που καθορίζει την μοίρα των πολιτών και στα δύο αφηγήματα; Τι είναι αυτό που απονεκρώνει τις ψυχές των ανθρώπων, που τους βυθίζει στην διαπλοκή, στην διαφθορά, στην αχρειότητα; Είναι το έμφυτο κακό, ο εγωκεντρισμός, η περιχαράκωση του ατόμου μέσα στον μικρόκοσμό του και η μη συμμετοχή του στα κοινά;

«Εμείς είμαστε η μόνη εγγύηση της σταθερότητας. Παραλάβαμε χάος και παραδίδουμε στην τωρινή και κυρίως στις ερχόμενες γενιές μία κοινωνία ισχυρή, ανεξάρτητη» πρεσβεύει η κούφια ρητορική των πάνω, γράφει ο Μάριος Μιχαηλίδης. «Και όλοι άκουγαν. Ανέκφραστοι. Σιωπηλοί. Ένιωθαν πως μία μοίρα σκληρή τους ακολουθούσε παντού, κι αυτοί, ακόμα και μέσα στα έσχατα περιττώματα, ήταν αδύναμοι, άλαλοι και μοιραίοι. Τους έρχονταν στο μυαλό τα ίδια πρόσωπα: πολιτικοί, διευθυντές τραπεζών, επιχειρηματίες, συνδικαλιστές, αλλά και ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, πανομοιοτύπως ακκιζόμενες νεαρές, κι ακόμα, ιερωμένοι με εκκοσμικευμένη επιτήδευση φορώντας πολύτιμα πετράδια και κρατώντας ωραία σκαλισμένα μπαστούνια. Ένας τωόντι θλιβερός θίασος με τα συνήθη περιρρέοντα τρωκτικά.»

Ο Μάριος Μιχαηλίδης παρουσιάζει μία πόλη χωρίς όνομα. Δεν περιγράφει όμως το μέλλον. Μέσα από οικείες στον αναγνώστη καταστάσεις, ένα περίπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό, ανθρώπους που λοιδορούν και ανθρώπους που λοιδορούνται, ανθρώπους που συντρίβονται κυριολεκτικά και μεταφορικά από τις αρπάγες ενός τυφλού και άψυχου μηχανισμού, υφαίνει ένα μακάβριο και αποτρόπαιο σκηνικό που μας θυμώνει, μας σοκάρει, μας απωθεί, μας έλκει, μας συγκινεί. Γιατί μας θυμίζει απελπιστικά τον εαυτό μας. Την πόλη μας. Την χώρα μας.

O Μάριος Μιχαηλίδης δεν γράφει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, αλλά ένα ηθογράφημα. Μας δίνει μία ακριβή περιγραφή της κοινωνίας του τώρα, η πόλη θα μπορούσε να είναι η Πτολεμαΐδα ή τα Τρίκαλα, η Θεσσαλονίκη ή η Αθήνα. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε πόλη μέσα στην οποία περιφέρονται άνθρωποι σκιές, άβουλοι χωρίς συναίσθηση. O συγγραφέας εδώ χρησιμοποιεί την τεχνική «από το έλασσον στο μείζον» η απρόσωπη πόλη, είναι το έλασσον, ένας μικρόκοσμος δηλαδή που μας οδηγεί σε μια μείζονα πραγματικότητα και όχι κατ’ ανάγκην ελληνική.

Αλληγορικό και συμβολικό, πραγματικό και ταυτόχρονα μαγικά ρεαλιστικό, ενοχλητικό, θηριώδες, αποκρουστικό και ταυτόχρονα ποιητικό και γοητευτικό, το μυθιστόρημα αυτό διαβάζεται μονορούφι. H απειλή είναι η τυφλότητα του Ζοζέ Σαραμάγκο, η Πανούκλα του Καμύ, η επιδημία του ωχαδελφισμού, η σταδιακή αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό, η ψυχική και συναισθηματική απονέκρωση, ο θάνατος της ευαισθησίας και της αλληλεγγύης. Είναι ο πλησίον που γίνεται ο ξένος. Ο οικείος που γίνεται ο άλλος. Η σταθερά διαβρωτική διαδικασία του κεφαλαίου μέσα σε ένα σύστημα που ευνοεί τους πάνω και εξαθλιώνει τους κάτω.

Ποια είναι η υποχρέωση και το καθήκον ενός συγγραφέα την εποχή της κρίσης, μίας κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική ή θεσμική, αλλά κρίση των βαθύτερων ανθρώπινων αξιών; Ο συγγραφέας που διαισθάνεται, που οι κεραίες του είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένες, που βλέπει μπροστά και το βλέμμα του διαπερνά το σήμερα και διατρέχει το αύριο, οφείλει να προειδοποιεί. Να μην απομονώνεται σε ένα αποκλεισμένο και περίκλειστο χώρο. Να μην πέφτει στην χαράδρα των λυμάτων. Και ο Μάριος Μιχαηλίδης το κάνει αυτό πράξη με την γραφή του. Αφού μία προειδοποίηση είναι αυτό το βιβλίο του. Ένα ταρακούνημα στον εφησυχασμό μας. Υπάρχει μία απειλή μας λέει, όχι μακρινή, όχι υποθετική, όχι λογοτεχνική, αλλά απτή, πραγματική, άμεση. Το νεκροταφείο, κάθε είδους νεκροταφείο, έχει ξεκινήσει παγκόσμια να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, έχει αρχίζει να καταβροχθίζει εκτάρια ζωής και συναισθήματος. Σκοτώνουμε τους ξένους, αλλά δεν μπορούμε να πνίξουμε το τραγούδι τους. Το σύστημα εξολοθρεύει τους αδύνατους, όμως υποχθόνια σαλεύουν τα απόβλητά του και κάποια στιγμή θα ξεχειλίσουν και θα καταστρέψουν ολοκληρωτικά την ανθρωπότητα.

Στον λογοτεχνικό χάρτη των πόλεων, μαζί με την πόλη του Καβάφη που σε καταδιώκει όπου και αν μετοικήσεις, τις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο που είναι ευτυχισμένες πόλεις που κρύβονται μέσα σε δυστυχισμένες, την πόλη για την οποία μιλά ο Οκτάβιο Παζ, που χτίστηκε απ’ τους νεκρούς, που κατοικείται από τ’ αδιάλλακτα φαντάσματά της και κυβερνάται απ’ τη δεσποτική της μνήμη, η πόλη του Μάριου Μιχαηλίδη θα καταλάβει την θέση που της ανήκει.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: María Teresa García.]

Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη