frear

Ο ξάδερφος – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

του συντοπίτη Κώστα Τσιώλη

Την Ευτυχία τη χωματίσαμε πριν τα σαράντα του παιδιού της. Ένα κλαράκι είχε μείνει ο Δημητράκης. Του κίνησε κι αυτή από κοντά. Όχι, δεν έχουμε συγγένεια. Με τον άντρα της είμαστε δεύτερα ξαδέρφια. Αχώνευτος άνθρωπος όμως ο Χρήστος. Κι αγέλαγος. Σκληρός. Ερχόντουσαν στο χωριό τις γιορτές. Κατόπι έμπλεξε ο Δημητράκης με τα ναρκωτικά και τον ήφερε εδώ η Ευτυχία να ξεμπλέξει. Ξεμπλέκεις όμως απ’ αυτά; Σε παίρνει σβάρα αυτή η δουλειά. Πάει στον ανεγύριγο το παληκαρόπουλο. Κι απ’ εκεί κι η μαυρομάνα του. Ξέμεινε μαναχός του ο ξάδερφός μου να φυλάει τ’ αγκωνάρια. Και ποιος να τον τηράξει στην Αθήνα; Ο μεγάλος του, ο Κωσταντής, τον έκαμε πέρα. Συμάστηκε εδώ για αμανάτι.

Λημέριζε ο Χρήστος στο μαγαζί και τσακωνόταν με το χωριό. Δεν χρώσταε καλό λόγο. Αυτό έκανε πάντα. Τη γνώμη δεν του την γύριζες. «Ζωή σε λόγου μας». Στην αρχή τον είχαμε για άνιωτο. Τάφιασε γυναίκα και παιδί, λέγαμαν, και δεν μαζεύεται από το μεσοχώρι; Θα μου πεις και τι να κάνει στο σπίτι; Ούτε η Αλβανίδα, πόχει ξεσκατίσει το μισό χωριό τον περετάει. Πήγε λίγες μέρες η κοπέλα για συγύριο κι έκοψε κατά τα πλάγια. Πώς υπομόνευε τόσα χρόνια η Ευτυχία; Είχε τον τρόπο της η καλότυχη θα μου πεις και τον ήφερνε βόλτα. Αθηναία ήταντη, μορφωμένη αρχοντοθυγατέρα, αλλά τον πόναγε τον τόπο μας. Κουφέτο το ’χε το κατοικιό της. Μην κοιτάς τώρα που το ’καμε ρημαδιό ο Χρήστος.

Στον χρόνο της Ευτυχίας ο Χρήστος γίνηκε ανεγνώριγος. Του βγήκε όλη η μάρα. Ήταντος άλλος άνθρωπος, σου λέω. Μαλακωμένος. Ούτε σιγανοκουβέντες ούτε τίποτα. Μαζώχτηκε σπίτι και ξομολογιόταν στην τελεόραση. Με φώναξε ένα βράδυ, να μου ξαγορευτεί και ν’ αλαφρώσει.

«Δεν τάχω καλά καμωμένα ρε ξαδέρφη», άρχεψε. « Έχασα το παιδί και την γυναίκα. Κι ο Κώστας όχι να με δει μήτε στο τηλέφωνο δεν βγαίνει. Ας είναι. Να ξέρεις, έχω βιβλιάριο με τ’ όνομά του. Ό,τι έμεινε να τα πάρει απ’ εσένα αφού εμένα δεν με καταδέχεται. Μας διέλυσε ο Δημητράκης. Ό,τι είχαμε σπίτι, το ’χε πουλημένο –ακόμη και την ταυτότητα της μάνας του. Τον έδιωξα, να σωθεί ο Κώστας κι η Ευτυχία. Η Ευτυχία δεν το παραδεχόταν και νόμιζε ότι θα τον συνεφέρει. Αλλά άμα πάρεις τέτοιο δρόμο ούτε γυρισμό ούτε σωσμό έχει. Είδαμε ανακούφιση όταν έφυγε από το σπίτι. Εγώ το ’χα αποφασισμένο πως το ’χασα το παιδί. Περίμενα πότε θα μας ειδοποιήσουν. Μόνο η Ευτυχία δεν ησύχαζε. Τον γύρευε εκεί που πουλάνε. Πριν τον βρει και τον τραβήξει στο χωριό, τον είχα κι εγώ ειδωμένο. Ένα πρωί που κατέβηκα στην αγορά τον είδα σε μια στοά με κάτι άλλους σαν κι αυτόν κι έκαμα πως δεν τον είδα. Ήρθε κούτσα-κούτσα πίσω μου. “Ρε πατέρα”, μου φώναξε, κι εγώ τάχυνα, τάχα δεν άκουσα. Στην Ευτυχία δεν είπα κουβέντα».

Ανατσίριασα. Γι’ αυτό σου λέω, μην κρίνεις. Εγώ τον καψοξάδερφό μου τον κλαίω, π’ αρνήθηκε το παιδί του, κι ας είναι ακόμη ζωντανός.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη