frear

Για το νέο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Εν ύπνω» – γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

«Θεατρικότατη». Αυτή είναι αμέσως αμέσως η σωστή λέξη για τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΩ. Υπάρχει και δω ο εξομολογητικός τόνος που χαρακτηρίζει και την προηγούμενή της συλλογή με τίτλο Η Αρχιτεκτονική της ύπαρξης. Σαφώς και υπάρχει. Αλλά εδώ προστίθεται έντονο και το θεατρικό στοιχείο, αφού μας μιλά για μάσκες, μεταμφιέσεις, προσωπεία και άλλα συναφή. Αυτά όλα δεν είναι απλές λέξεις, ξεκρέμαστες, αλλά συνδέονται με ζητήματα της ύπαρξης που απασχολούν την ποιήτρια.

Η γυναίκα με τις μάσκες είχε τη δυνατότητα να ζήσει πολλές ζωές, να βιώσει διαφορετικές εμπειρίες, να ταξιδέψει, να ζήσει γοτθικούς έρωτες, να ονειρευτεί, να καλλιεργεί στον εαυτό της προσδοκίες. Ακόμα, ως Λουκρητία έζησε, ως Βιργινία που πνίγεται, ως Έμιλυ που χάνεται, ως Σιμόν που βγάζει κάλους περπατώντας. Ως Σύλβια την παίρνει ο θάνατος, ως Μαργαρίτα ζει σαν υπνοβάτης (Η γυναίκα με τις μάσκες, σελ. 11-12).

Η αφηγήτρια από παιδί υποδυόταν την Μεγάλη Τραγική. Ταξίδευε μέσα στον χρόνο βάζοντας και βγάζοντας προσωπεία, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Αυτός ήταν ο τρόπος της να ζει. Εναλλάσσοντας τον ρόλο ηθοποιού-σκηνοθέτη. «Εγώ είμαι η Μεγάλη Τραγική/που έκλαιγα κάποτε με αναφιλητά ακόμα κι όταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή είχε τελειώσει» (σελ. 19).

gika_exΌσο όμως και να κρύβεται κανείς, προσπαθώντας να αποφύγει από τους άλλους πιο πολύ τον ίδιο τον εαυτό του, το θέμα είναι ότι «Το σώμα είναι το ίδιο/ Πάντοτε» (σελ. 22). Υπάρχουν φορές που η μάσκα και το πρόσωπο γίνονται ένα, ταυτίζονται ακριβώς και είναι δύσκολο κάποιος να τα ξεχωρίσει (…ούτε που θα το ξεχωρίσω ποιά είναι η μάσκα και ποιό το πρόσωπο: σελ. 24). Αλλού παίζεται το παιχνίδι των μεταμφιέσεων. Η επανάληψη του «θα ντυθεί» σαν ηχηρού ρεφρέν δηλώνει μια εσωτερική ανάγκη. Αλλωστε ακολουθεί πάντα ένα «να» ή ένα «για να». Υπάρχει ένας τελικός σκοπός, με απώτερο στόχο τη λύτρωση του εαυτού ίσως: «Θα ντυθεί νύφη/για να ξεφοβηθεί» και «θα ντυθεί θάνατος /ν’ αναληφθεί» και «θα ντυθεί ύπνος/να βυθιστεί» και «θα ντυθεί μνήμη /να ξεχαστεί» (σελ. 38). Έτσι κυλά η ζωή και φεύγει, με πολλές εναλλαγές, το κοριτσάκι (το ντροπαλό, το μελαγχολικό), γίνεται έφηβη, μετά γυναίκα με χίλια πρόσωπα («υπέρβαρη, φασαριόζα, χαμογελαστή κυρία, υπερδραστήρια την είπαν κάποιοι», σελ. 43) που πάντα έχει την ανάγκη να απευθύνεται στη γυναίκα που την έφερε στον κόσμο, τη μάνα της. Έχει επίγνωση του εαυτού της («Εσύ με γέννησες έτσι/Άπειρη», σελ. 61), αλλά έχει επίγνωση και της ματαιότητας, του Μεγάλου Τίποτα (πώς να τ’ αντέξει τόσο προσωπικό ξόδεμα, διαφορετικά», σελ. 43). Για να θυμηθούμε εδώ ένα από τα τρία μόττο που βάζει στην αρχή του βιβλίου και ανήκει στον Φ. Πεσσόα («Πίσω από τις μάσκες»), δίνοντας το στίγμα της διακειμενικότητας: «Ω αίνιγμα ορατό του χρόνου, αυτό το ζωντανό τίποτα που είμαστε!» Είναι το δικό της τελεσίδικο Τίποτα που τη στοιχειώνει. Αυτό το αινιγματικό Τίποτα που όμως είναι όλη της η ζωή.

Η εμμονή και το παιχνίδι με τις σοκολάτες στιγματίζουν την ποιότητα του χρόνου της, δίνουν και το ψυχολογικό της στίγμα. Δεν είναι που απουσιάζει ο έρωτας από τη ζωή της ηρωίδας. Άλλωστε, γράφει: «Εγώ και Εσύ σε όποια μορφή» («Στο σπίτι μου που δεν είναι σπίτι μου», σελ. 18). Είναι που έχει έναν εξαρτημένο εραστή, έναν εραστή-σκύλο, που ακούγεται η φωνή ενός νεκρού άντρα, που το Χάος παίζει τα δικά του ανεκδιήγητα παιχνίδια. Είναι πάντα αυτό το εύθραυστο, αλλά γλυκό, τρυφερό και βαθιά ανθρώπινο στοιχείο που πλανάται στην ποίηση της Ελένης Γκίκα. Σε αναστατώνει, σε αγγίζει, σε κάνει να σκεφτείς τί αξίζει πιο πολύ… η στιγμή ή η αιωνιότητα, ή «πόση αιωνιότητα /μπορεί να περιέχει/ αυτή η ασταμάτητη/ στιγμή» (με γέμιση μαστίχας, σελ. 29). Ακόμα, μήπως είμαστε υπνοβάτες μέσα στην ίδια μας τη ζωή; Mήπως κοιμόμαστε τον μεγάλο ύπνο και ζούμε μόνο μια αυταπάτη ζωής, επειδή τη φοβόμαστε ή επειδή δεν έχουμε αντοχές; Γράφει στο ποίημα «Στις σελίδες κάθε φορά θ’ αναστηθεί»: «Tην φοβάται την ζωή όταν δεν την γράφει/Γι’ αυτό γδέρνει και γδέρνεται στο χαρτί/το ένα της πρόσωπο-μάσκα/το άλλο/το δέρμα/οι φλέβες/το αίμα/η ψυχή».

Αυτή που ό,τι φοβάται μη χάσει το χάνει, «τον εαυτό της πού θα βρει όλο ρωτά», (τράμπα, άκατα, μάκατα, βιολέτα), επειδή νομίζει πως γεννήθηκε με μάσκα, ώρες ώρες. Ψαχουλεύει την μοίρα της, την ιστορία της, ξέρει ότι όλα επανέρχονται κι ας φαίνεται πως αλλάζουν.

Δεν διαβάζουμε την Γκίκα σαν τρόμο, ούτε σαν εφιάλτη, αλλά σαν μεγάλη κατανόηση μιας ζωής, στην οποία συνυπάρχουν πληγές και χαρές, όνειρα, προσμονές, αλλά και ματαιώσεις. Μια γραφή που με υλικό τη θλίψη, την αίσθηση προσωπικού ξοδέματος και τα σημάδια του χρόνου αποτελεί κατάφαση ζωής.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Guy Bourdin.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη