frear

«Το σύστημα του βερίκοκου» και μια συνέντευξη – της Χέρτα Μύλλερ

Επιλογή-Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

ΟΠΩΣ /ο / ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ /πήγαινε / Στο /νεκροταφείο,/ ΤΟΝ/ ακολουθούσε / ΑΡΓΑ / ΕΝΑ / Ζώο / άσπρο / ΣΑΝ / πανί ΄ / Του / ΕΦΑΓΕ / το / Μπουκέτο / ΜΕ /τις / ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ/ από / το/ ΧΕΡΙ,/ Βάφτηκε / ΤΥΡΚΟΥΑΖ / κι / Εξαφανίστηκε. / Όταν / αργότερα / Ρώτησα,/ ΑΝ / το / ΖΩΟ/ είχε / Κέρατα,/ φώναξε / ΟΧΙ / και / ΑΜΕΣΩΣ / μετά / είπε / ΙΣΩΣ / και / Χλόμιασε /

***

ο / Άντρας / Της / μυστικής/ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ / ακολουθεί / ΤΟΝ / κύριο / Φρανκ / ΚΑΙ / αναφέρει /ΤΗΝ / Ίδια / μέρα / ΣΤΟΝ / φάκελο / Με / ΑΡΙΘΜΟ 005 -2011: /4 Μαϊου / Στις / 15:00 / ΑΚΡΙΒΩΣ / Το / ύποπτο / ΣΤΟΙΧΕΙΟ / Φρανκ / μπαίνει /ΜΕ / τον / ΚΑΝΕΛΗ/ σκύλο / Έλζε / ΣΕ / μια / ΕΚΚΛΗΣΙΑ./ Εγώ / ΚΡΥΒΟΜΑΙ/ σε μια / Γωνιά./ ΝΟΜΙΖΟΥΝ/ ότι /είναι /Μόνοι. /Το / ύποπτο / στοιχείο / Φρανκ / ΓΑΥΓΙΖΕΙ /ανήσυχος,/ Ο ΣΚΥΛΟΣ / Έλζε / ΑΝΑΒΕΙ / ένα / κερί. / ΣΚΙΑΖΟΜΑΙ / Τότε / κι / εξαφανίζομαι /[

***

ΜΙΑ/ φορά / ΕΒΡΕΧΕ / Γάλα / πάνω / ΣΤΟ / σπίτι. /
Ήρθαν / ΣΕ / 3 / ΒΑΡΔΙΕΣ / όλες / Οι / ΓΑΤΕΣ / Να / πιουν: /
Αυτές / ΤΗΣ / αγκαλιάς, /Οι / λιγνές,/
Εκείνες / ΜΕ /Τις / σουβλερές / μουσούδες, / ΟΙ / έξυπνες, /
Που / νόμιζαν / ΣΤΗΝ / Κόκα / Τους / ΤΟΝ / ουρανό / ΔΙΚΟ / Τους /τσιφλίκι, /
Οι / δολοφονημένες, / ΟΙ / θαμμένες, /
Κι / ΑΥΤΕΣ / Από/ τη / ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ /
Που / είχαν / ΟΜΩΣ / Εγκλιματιστεί / ΜΕ / Τον / καιρό /
Και / Ήταν / ΑΠΟ / ΤΑ / αυτοκίνητα / Στους / ΔΡΟΜΟΥΣ/ σκοτωμένες – /

Αυτές / ΗΤΑΝ / και / ΟΙ / πιο / Όμορφες/
-ΜΕ / Ρόδινες / πατούσες- /
Στα / ΛΟΥΚΙΑ / της / ΣΚΕΠΗΣ /

***

ΤΟ / πιο εκνευριστικό / ΕΙΝΑΙ / Πως / ΤΟ / γρασίδι / φέρνει / Βόλτες / εδώ και / Ώρες /
Μέσα / ΣΤΟ / καινούριο φουστάνι μου / Κι / ΕΓΩ /
-Η ΜΙΑ / από / ΤΙΣ / πέντε / ΠΟΥ / είναι / Μπροστά / ΣΤΟ / κομμωτήριο – /
Κάθομαι / ΣΕ / ένα / ΠΑΓΚΑΚΙ / τσιμεντένιο./
Η / ΠΡΩΤΗ / είναι / ΚΟΥΤΗ / Η / δεύτερη / ΕΙΝΑΙ / γουρλομάτα / η / ΤΡΙΤΗ / Πονηρή /
η / τέταρτη / ΚΑΙ / η / πέμπτη / Είμαι / ΕΓΩ, /
Γιατί / κάτω / Από / μένα / ΕΙΝΑΙ / μια / λακκούβα / Με / νερό΄/
Με / ΒΛΕΠΩ / μέσα / Της / ΚΑΙ /
ΠΡΕΠΕΙ / να / Κάνω / γκριμάτσες, / αλλιώς /
Καθόλου / Δεν / ΜΠΟΡΕΙ / να / Ξεχωρίσει / Η / μια / ΑΠΟ / τις / Δυο / ΠΟΥ / είμαι / εγώ /
ΤΟ / γούνινο σκουφί / Στο / Κεφάλι / της / ΑΛΛΗΣ /
από / Το / ψόφιο / ΠΟΥΛΙ / στη / Λακκούβα /

***

ΠΡΩΤΑ / ανθίζουνε / Τα / δέντρα / στο / μυαλό / ΜΑΣ. /
τώρα / Φορά, / ΟΤΑΝ / μπορεί, /
Την / κίτρινη / Του / ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ / το / βερίκοκο – /
πάντα / ΕΤΣΙ / είναι / όπως / ΕΙΝΑΙ / και / Ήταν /
ΟΠΩΣ/ Θα / είναι /
Το / Έχεις / ΔΕΙ: /
Το / Σύστημα / του / βερίκοκου/
Δεν / Έχει / μέχρι / ΤΩΡΑ /ποτέ /σφάλει /

***


Ο / ΑΦΕΝΤΗΣ / μας / Είχε /
Υπέροχα / λευκοντυμένα / ΧΕΡΙΑ / κεντητά /
Και / ΕΝΑ / αληθινό / κόκκινο / Γαρύφαλλο / ΣΑΝ /
μάτι / αιμάτινο / Στο / ΚΑΠΕΛΟ΄ /
ΣΤΟ / πάτημα / ΕΝΟΣ / κουμπιού / έμπαινε / Ο / κούκος /
ΚΑΙ / τραγουδούσε / Τον /ΕΘΝΙΚΟ / Ύμνο / ΣΤΗ / σαλάτα / και /
Όποιος / ΤΟΝ / έθιγε /
τον / Έκλειναν / ΜΕΣΑ /
Πολλά / ΚΡΥΑ / χρόνια /
για / Προδοσία/

 

***

Η Χέρτα Μύλλερ γεννήθηκε το1953 στο γερμανόφωνο χωριό Nitzkydorf, στο Banat της Ρουμανίας ως μέλος της γερμανόφωνης μειονότητας της χώρας. Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα SS κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, μετά τη λήξη του, το Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα απέλασε τη μητέρα της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της ΕΣΣΔ. Η Μύλλερ σπούδασε γερμανική και ρουμανική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως μεταφράστρια σε εργοστάσιο, έχασε τη δουλειά της, όμως, όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη μυστική αστυνομία. Την ίδια εποχή άρχισε να γράφει την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, που δεν εκδόθηκε παρά μόνο το 1982, σε λογοκριμένη μορφή. Δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε το μυθιστόρημά της «DruckenderTango» (Καταπιεστικό Ταγκό). Κατά την επίσκεψή της στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης καταφέρθηκε ανοιχτά εναντίον του καθεστώτος Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, γεγονός που οδήγησε στην απαγόρευση έκδοσης των βιβλίων της, όταν επέστρεψε. Το 1987 η Μύλλερ κατέφυγε οριστικά στη Γερμανία. Ακολούθησαν τα έργα: «Der Mensch ist ein grosser Fasan auf der Welt» (Ο άνθρωπος είναι ένας μεγάλος φασιανός στη γη, 1986), «Barfussiger Februar» (Ξυπόλυτος Φλεβάρης, 1987), «Reisende auf einem Bein» (Μετέωροι ταξιδιώτες, 1989), «Der Teufel sitzt im Spiegel» (Ο διάβολος στον καθρέφτη, 1991), «Der Fuchs war damals schon der Jäger» (Η αλεπού ήταν από παλιά ο κυνηγός, 1992), «Herztier» (μυθιστόρημα, 1994), κ.ά. Τον Οκτώβριο του 2009 της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ήθελα να φάω τη γλώσσα
της Susanne Beyer

Η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας Herta Müller αναφέρεται στην παρακάτω συνέντευξη στα ποιήματα – κολλάζ που έχει δημιουργήσει, καθώς και στη δύναμη ή την ανεπάρκεια των λέξεων

Ερώτηση: Κυρία Μύλλερ, όποιος ανοίξει το καινούριο σας βιβλίο, έχει αρχικά την εντύπωση, πως έχει να κάνει με τα γράμματα κάποιου εκβιαστή, δημιουργημένα από λέξεις που έχουν αφαιρεθεί από διάφορα έντυπα. Κάτι τέτοιο δεν είναι σύνηθες από μια συγγραφέα βραβευμένη με Νόμπελ. Γιατί το κάνατε;

Απάντηση: Εκβιαστικά γράμματα; Όχι! Νομίζω, πως δεν έχω ποτέ εκβιάσει κάποιον. Ο εκβιασμός –κρατικός ή σε σχέσεις– είναι κάτι τρομακτικό. Δεν μου περνά καν κάτι τέτοιο από το μυαλό όταν σκέφτομαι τα κολλάζ. Περισσότερο μου θυμίζουν προκηρύξεις: Εκεί που μεγάλωσα, στη Ρουμανία, στη δικτατορία, δεν ήταν δυνατόν να γράψει κανείς προκηρύξεις με γραφομηχανές, γιατί ήταν δηλωμένες στην αστυνομία. Έτσι χρησιμοποιούσε λέξεις από έντυπα, τις οποίες ακολούθως κολλούσε σε χαρτιά.

Ε: Όταν οι ειδικοί μιλούν για τα κολλάζ σας, δυσκολεύονται να τα εντάξουν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος Ο ένας τα ονομάζει «εικονοποιήματα», ο άλλος «σύντομες ιστορίες» ή «πεζοποιήματα». Ποιός ορισμός σας αρέσει καλύτερα;

Α: Για μένα είναι ένα είδος γραφής και τίποτα άλλο. Είχα ξεκινήσει χρόνια πριν να στέλνω σε φίλους κάρτες με επικολλημένες λέξεις. Είχα πάντα μαζί μου ένα ψαλιδάκι και όταν διάβαζα περιοδικά στο αεροπλάνο και έβλεπα μια λέξη που μου άρεσε, την έκοβα. Ύστερα αντιλήφθηκα, ότι οι συγκεντρωμένες αυτές λέξεις μπορούν να δώσουν κι άλλα. Συνέχισα στο σπίτι, στον πάγκο της κουζίνας, απομακρύνοντας τις, όταν θέλαμε να καθίσουμε για φαγητό. Αλλά οι λέξεις εξαπλώνονται, γίνονται όλο και περισσότερες. Χρησιμοποίησα κατόπιν ένα τραπέζι μόνο γι΄ αυτές, όμως οι λέξεις μάζευαν σκόνη και καταστρέφονταν. Τις πέταξα. Πραγματικά ήταν κρίμα – τόσες χιλιάδες λέξεις! Τώρα τις έχω αλφαβητικά αρχειοθετημένες σε κουτιά.

Ε: Θα μπορούσε αυτό κάποιος να το αποκαλέσει «λεξομανία»;

Α: Ναι, είναι απίστευτο! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, παρά, όταν διαβάζω, να ψάχνω λέξεις. Κόβω και από το Σπίγκελ, γιατί έχει καλό χαρτί. Συχνά διαβάζω τα βράδια στο κρεβάτι και όταν δω κάτι, τσακίζω τη σελίδα. Παλιά έκλεινα καμιά φορά το περιοδικό και ύστερα δεν μπορούσα να ξαναβρώ τη λέξη. Αυτός ο πανικός με καταδιώκει μέχρι σήμερα όταν σκέφτομαι, πως δεν θα ξαναβρώ ποτέ μια συγκεκριμένη λέξη. Κάποιες τις έχω είκοσι φορές. Με αυτό τον τρόπο θέλω να τους σηματοδοτήσω, πως δεν θα τις αφήσω πια να μου ξεφύγουν.

Ε: Πότε ξεκίνησε όλο αυτό;

Α: Πάει καιρός. Στην αρχή της δεκαετίας του 1990 είχα πάρει μια υποτροφία της Villa Massimo. Ζούσα στη Ρώμη και είχα γεμίσει τις σκάλες του σπιτιού με κομμένες λέξεις. Η καθαρίστρια πληρωνόταν από τη διεύθυνση, αλλά εγώ δεν ήθελα να καθαρίσει. Δεν ήθελα όμως και να χάσει αυτά τα χρήματα. Συμφώνησα μαζί της να έρχεται και να πίνει μόνο καφέ. Έτσι οι λέξεις μπορούσαν να μείνουν, όπου ήταν. Με τον καιρό η κατάσταση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Ε: Είναι σαν να θέλετε να σώσετε τις λέξεις;

Α: Αυτό έχει σίγουρα να κάνει με τα βιώματα μου. Στη Ρουμανία τα πράγματα ήταν γκρίζα, το μελάνι ήταν κακό και μύριζε έντονα. Όταν διάβαζες κάτι, τα δάχτυλά σου γινόταν μαύρα. Αλλά και το λεξιλόγιο εκείνων των εφημερίδων ήταν τελείως αδιάφορο. Αυτή τη σταχτάδα την κουβάλαγε κανείς και στην ψυχή του. Όταν το 1987 ήρθα στη Γερμανία, όλα έμοιαζαν ξαφνικά πολύχρωμα. Υπήρχαν τόσα πολλά χρώματα, που με πονούσαν τα μάτια μου από την πολυχρωμία. Όταν έβλεπα περιοδικά, σκεφτόμουν: Θεέ μου, τι ωραίο χαρτί, τι ωραίες εικόνες που πετούν στα σκουπίδια! Έτσι αποφάσισα να κάνω κάτι.

Ε: Στο γραφείο σας εδώ στο Βερολίνο, υπάρχει ένας τεράστιος σωρός περιοδικών. Πού τα βρίσκετε;

Α: Οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας μου αφήνουν στην είσοδο τα έντυπα που δεν θέλουν πια. Στο βιολογικό κατάστημα που ψωνίζω υπάρχουν πάντα έντυπα διαφημίσεων. Είμαι επίσης συνδρομήτρια του Σπίγκελ…

Ε: Α, μάλιστα…

Α: … είναι μια παλιά συνήθεια. Στη Ρουμανία, έπαιρνα τα προηγούμενα τεύχη του Σπίγκελ από το Ινστιτούτο Γκαίτε. Όμως αναγκάζομαι να πετάω και περιοδικά, παρόλο που μου φαίνεται δύσκολο, γιατί περιέχουν λέξεις.

Ε: Παρόλο που το διαμέρισμα σας μοιάζει τακτοποιημένο, τα περιοδικά βρίσκονται εδώ κι εκεί ανοικτά γεμίζοντας μισό δωμάτιο. Υπάρχει μια εξήγηση;

Α: Το να μην πρέπει να κρύβομαι για το ό,τι γράφω, είναι όμορφο. Στην Ρουμανία έπρεπε να κρύβω τα πάντα από τις μυστικές υπηρεσίες.

Ε: Σε τί διαφέρει η δημιουργία ποιημάτων με έτοιμες λέξεις από τη συγγραφή μυθιστορημάτων;

Α: Η επικόλληση λέξεων είναι κάτι αισθησιακό. Οι λέξεις μπορούν και επιτρέπεται να κάνουν τα πάντα. Επιλέγω πάντα μόνο πολύ συνηθισμένες λέξεις και, όταν τις βάλω τη μια δίπλα στην άλλη, προκύπτει κάτι καινούργιο που αρχίζει να γυαλίζει. Δεν είναι όπως στην πρόζα που κάποιος την κουβαλά τρία ή τέσσερα χρόνια στην πλάτη του και στην οποία πρέπει να αφιερωθώ εντελώς. Τα κολλάζ είναι σύντομα, πρέπει να χωράνε σε ένα αρχειακό δελτάριο και ξέρω, πως θα έχω ένα έτοιμο σε μια εβδομάδα. Επειδή οι λέξεις ήδη προϋπάρχουν, σκέφτομαι καμιά φορά, πως δεν είμαι εγώ αυτή που τα γράφει, αλλά οι ίδιες οι λέξεις. Η ρίμα τις εκσφενδονίζει εκεί που δεν θα έφταναν σε άλλη περίπτωση. Η ρίμα είναι σαν ένας μικρός κινητήρας. Είναι αυτό που δίνει την ώθηση.

Ε: Το περιεχόμενο των ποιητικών σας κολλάζ είναι συχνά εύθυμο. Στα μυθιστορήματά σας αρνείστε τη χρήση του χιούμορ. Γιατί γίνεται αυτό;

Α: Στα βιβλία μου που έχουν να κάνουν με την δικτατορία, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω χιούμορ. Το χιούμορ είναι όμως μια άλλη μου πλευρά, μια πλευρά της ιδιωτικής μου ζωής, της επαφής με φίλους. Έχω την αίσθηση, πως ανακτώ πάλι κάτι μέσα από τα κολλάζ, πως ανταμώνω τα σκοτεινά θέματα με ένα άλλο τρόπο.

Ε: Χιούμορ προκύπτει μέσα από τη σύνθεση λέξεων όπως: ασημοσακκούλα ή συννεφοφαλάκρα. Επωφελείστε φτιάχνοντας τέτοιες λέξεις από την τάση της γερμανικής γλώσσας στο να συνθέτει λέξεις;

Α: Οι σύνθετες λέξεις είναι το ωραιότερο γνώρισμα της γερμανικής γλώσσας. Στις ρομανικές γλώσσες υπάρχει συνήθως μια πρόθεση: Λέγοντας Bügeleisen, για παράδειγμα, στα Γερμανικά, εννοείς ένα σίδερο για σιδέρωμα. Σε άλλες γλώσσες, εν συγκρίσει, η σύνθεση λέξεων είναι πολύ περιορισμένη.

Ε: Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά συχνά και το παράλογο νόημα. Αυτό που στην αρχή φαίνεται ακίνδυνο, μετατρέπεται στη συνέχεια σε πολιτικό και κάποτε σε γελοίο, όπως για παράδειγμα, όταν «ο άντρας της μυστικής υπηρεσίας» ακολουθεί «το ύποπτο στοιχείο Φρανκ» που πηγαίνει κάπου «με τον κανελή σκύλο Έλζε».

Α: Στα κολλάζ μπορώ μόνο με αυτό τον παιγνιώδη τρόπο να εκφραστώ πολιτικά. Τα θέματά μου παραμένουν στην ουσία πάντα τα ίδια. Στα κολλάζ όμως τα προσεγγίζω με ένα άλλο τρόπο μέσα από τη συναρμολόγηση λέξεων που προϋπάρχουν.

Ε: Θυμάστε από πού προέρχονται οι λέξεις που χρησιμοποιείτε; Έχετε αγαπημένες λέξεις;

Α: Πολλές προέρχονται από καταλόγους επίπλων ή ρούχων. Ό, τι έχει να κάνει με αντικείμενα, διαθέτει ωραίο λεξιλόγιο. Η διαφήμιση δεν καταστρέφει μόνο τη γλώσσα, αλλά δημιουργεί και γλώσσα. Δεν υπάρχουν λέξεις που προτιμώ περισσότερο. Υπάρχουν λέξεις που δεν τις έχω μαζέψει συχνά, γιατί σκέφτηκα, πως δεν τις χρειάζομαι και οι οποίες ύστερα μου λείπουν. Για παράδειγμα η λέξη «αφέντης».[ Σ.τ.μ: Herrscher στο πρωτότυπο = κυρίαρχος, εξουσιαστής]. Για καιρό πίστευα πως μου αρκούσε η λέξη «βασιλιάς».

Ε: Ύστερα η λέξη «βασιλιάς» σας φάνηκε υπερβολικά αθώα;

Α: Ναι, έβρισκα τη λέξη όμορφη. Υπάρχει και στα παραμύθια, αλλά σήμερα μου φαίνεται ανεπαρκής, επιεικής. Ίσως επειδή έχει αλλάξει και η στάση μου απέναντι στη δικτατορία.

Ε: Μεγαλώσατε ως μέλος μιας γερμανικής μειονότητας που μιλούσε διάλεκτο. Αυτό σημαίνει, ότι γνωρίζετε Γερμανικά, Ρουμανικά, αλλά και εκείνη τη διάλεκτο. Μπορεί κατά τη γνώμη σας, να γραφτεί ποίηση στα Γερμανικά;

Α: Όχι ακριβώς. Είχα πάντα πρόβλημα με την χρήση της Υποτακτικής και του Πλάγιου Λόγου. Κάποιες φορές, αυτά τα γραμματικά φαινόμενα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, για να είναι σωστό το αποτέλεσμα, αλλά η γλώσσα γίνεται υπερβολικά προφανής και αυστηρή. Η διάλεκτος δεν ήταν περίπλοκη και αυτό είχε για μένα ομορφιά και αισθησιασμό. Όταν μπορώ, δεν χρησιμοποιώ καθόλου Πλάγιο Λόγο. Έτσι η γλώσσα μένει κοντά σ΄αυτό από το οποίο προέρχεται.

Ε: Γι’ αυτό και αποφεύγετε ξένες λέξεις;

Α: Δεν θέλω αφηρημένες έννοιες στα κείμενα μου. Για παράδειγμα, δεν θα έγραφα ποτέ τη λέξη «δικτατορία».

Ε: Ο «Δικτάτορας» όμως, το πρόσωπο, παρουσιάζεται ως λέξη στα κολλάζ. Τα Ρουμανικά ήταν για σας η γλώσσα της εξουσίας. Έχει επηρεάσει τη σχέση σας μ’ αυτή;

Α: Όχι, μιλούσα με ανθρώπους απλούς, εργάτες, στο εργοστάσιο που ήμουν. Όταν έμαθα Ρουμανικά, ήμουν 15 χρονών. Ήθελα να φάω τη γλώσσα. Η γεύση της μου άρεσε, δεν μπορώ να το πω αλλιώς. Η καθημερινή ρουμανική γλώσσα είναι υπέροχη. Είναι τραχιά και βρώμικη, αλλά ποτέ χυδαία. Η τραχύτητα έχει μια τρυφερότητα, έτσι δημιουργείται μια αμεσότητα μεταξύ των ανθρώπων. Η γερμανική γλώσσα δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Τα Ρουμανικά έχουν διαποτίσει το μυαλό μου, ήμουν εξάλλου 34 χρονών, όταν έφυγα.

Ε: Κάποιες φορές χρησιμοποιείτε θηλυκές παραστάσεις για λέξεις που στα Γερμανικά είναι αρσενικές.

Α: Ναι, έχει να κάνει με το γεγονός, πως συγκεκριμένες λέξεις στα Ρουμανικά έχουν άλλο γένος. Ο χειμώνας είναι γυναίκα στα Ρουμανικά και ασυνείδητα, κάποια φορά τον έκανα γυναίκα και στα Γερμανικά. Ξέρω, πως σ΄αυτήν την περίπτωση, είχα στο μυαλό μου τον ρουμανικό χειμώνα. Αυτό είναι και το τρελό με τις γλώσσες: η λέξη καταδεικνύει την οπτική γωνία. Το τριαντάφυλλο όπως και ο κρίνος είναι στα Ρουμανικά αρσενικά – στο μυαλό δημιουργείται μια άλλη εικόνα.

Ε: Στα κολλάζ σας δημιουργείτε μια γλώσσα γεμάτη εικόνες. Πάνω τους κολλάτε επίσης πάντα και κάποιες μικρές εικόνες. Αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας και σαν εικαστική δημιουργό;

Α: Όχι. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το κατασκευαστικό κομμάτι που μου αρέσει: το κόψιμο, το κόλλημα, η συμπίεση για να κολλήσουν. Η μητέρα μου ήθελε να γίνω μοδίστρα και με έστελνε σε μια θεία που είχε ραφείο. Ακόμα ξέρω να ράβω κουμπότρυπες. Αργότερα στην πόλη, ραβόμουν σε μοδίστρα, γιατί έβρισκα φρικτά αυτά που πούλαγαν τα μαγαζιά. Αγόραζα ύφασμα με το μέτρο και έραβα πουκάμισα, φορέματα και παντελόνια.

Ε: Σας αρέσουν οι ωραίες λέξεις και τα ρούχα;

Α: Πάντα. Αλλά και επειδή στη Ρουμανία είχα μόνο παλιόρουχα και φοβόμουν. Όταν πήγαινα για ανάκριση, ήμουν πάντα μακιγιαρισμένη στην τρίχα. Μια φορά που δεν μπόρεσα να εμφανιστώ έτσι, ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Όταν ήρθα στη Γερμανία, οι φεμινίστριες έλεγαν πως οι γυναίκες δεν πρέπει να βάφονται. Λογόφερα μαζί τους: Δεν έχετε ιδέα γιατί μια γυναίκα βάφεται! Έχει να κάνει με αυτοάμυνα και με φόβο. Εσείς δεν ζήσατε τίποτα, δεν ξέρετε για τι πράγμα μιλάτε.

Ε: Υπάρχουν λέξεις που είναι όμορφες, αλλά ηχούν άσχημα;

Α: Όχι. Το γράψιμο είναι και άκουσμα. Διαβάζω ό,τι γράφω δυνατά και αν κάτι δεν ακούγεται καλά, τότε σημαίνει, πως κάτι δεν πάει καλά. Η γραπτή γλώσσα θα έπρεπε να είναι πάντα και προφορική. Ακόμα κι αυτό που διαβάζει κανείς σιωπηλός, ηχεί στο μυαλό.

Ε: Μαζεύετε λέξεις, αλλά δεν έχετε ποτέ ισχυριστεί πως αγαπάτε τη γλώσσα. Γιατί;

Α: Δεν αντέχω, όταν ακούω συγγραφείς να λένε πως τα βιβλία είναι παιδιά τους. Δεν θέλω να δημιουργήσω καμιά σχέση που θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Όχι, η γλώσσα είναι για μένα κάτι έξω από μένα. Μπορεί τα πάντα και γι΄αυτό είμαι δύσπιστη απέναντί της. Δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό της, αλλά κινείται παράλληλα με ό, τι συμβαίνει.

Ε: Δεν εμπιστεύεστε τη γλώσσα, επειδή συμμαχεί κατόπιν πίεσης;

Α: Μπορεί να συμμαχήσει με τα πάντα. Μπορεί να σώσει ή και να σκοτώσει ανάλογα την περίσταση που έχει να κάνει με την εύρεση της κατάλληλης λέξης. Δεν αγαπώ τη γλώσσα΄ κάτι τέτοιο δεν θα το έλεγα ποτέ. Την παρακολουθώ. Θέλω να δω, τι έχει στο νου της.

Ε: Κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ είχατε πει: «Το γράψιμο είναι η εσωτερική μου γλώσσα. Μπορώ να κρατηθώ απ΄αυτήν». Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όταν δεν την εμπιστεύεστε;

Α: Δεν είναι η ίδια η γλώσσα, αλλά η δουλειά με τη γλώσσα που μου προσφέρει κρατήματα. Δεν εργάζεται κανείς μόνο για να βγάλει το ψωμί του. Όταν δουλεύουμε, δεν έχουμε απόλυτη συναίσθηση, ότι υπάρχουμε. Είμαστε αυτό που κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Αυτό μας ελαφρύνει. Όπως την ώρα της εργασίας ελευθερώνεται κανείς από τον εαυτό του, έτσι και το γράψιμο μας οδηγεί κάπου μακριά πέρα από τον εαυτό μας. Όπως κάθε δουλειά μας παθιάζει όταν κανείς ταυτίζεται μ΄αυτό που κάνει, έτσι και μένα η γλώσσα με γεμίζει. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με τη γλώσσα, αλλά με τη ζωή. Στα βιβλία μου θέλω να διηγηθώ, τι συμβαίνει στη ζωή. Η γλώσσα είναι μόνο το εργαλείο.

Ε: Τα βιβλία σας είναι αυτοβιογραφικά. Πώς μπορείτε, λοιπόν, να λέτε ότι το γράψιμο σας οδηγεί μακριά από τον εαυτό σας;

Α: Αναφέρομαι στην αίσθηση που έχω, όταν γράφω: όταν γράφω, είμαι απασχολημένη και δεν έχω την αίσθηση πως υπάρχω. Ο χρόνος είναι πλήρης και περνά.

Ε: Ήρθατε στη Γερμανία το 1987, δυόμισι χρόνια πριν την εκτέλεση του Τσαουσέσκου. Έκτοτε σας απονεμήθηκαν πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Πως θα χαρακτηρίζατε αυτήν την αλλαγή στη ζωή σας; Θα την ονομάζατε ευτυχία;

Α: Η ζωή μου βελτιώνεται συνεχώς από τότε που είμαι εδώ. Μπορώ να ζήσω από το γράψιμο – κάτι που δεν μπορούσα να το διανοηθώ όταν έφτασα στη Γερμανία, άσημη και με μια βαλίτσα. Εδώ μπορούσα να κάνω πάντα αυτό που θεωρούσα μέσα μου ως αναγκαίο. Και αυτό -ναι – είναι ευτυχία. Έτσι δεν είναι;

[Απόσπασμα συνέντευξης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Der Spiegel το 2012. Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη