Χρήστος Τουμανίδης
Οι ελεγείες της Ανατολής (Κουκκίδα, 2014)
Ένα πρωϊνό στον Πόρο ακούσαμε να πέφτει ένα σύκο
Έξω από την ιστορία.
Γιάννης Ρίτσος
Στέκονται ‘κει στις νεραντζιές, / κάτω απ’ τις ακακίες,
σε μιαν άλλη διάσταση θαρρείς.
Έξω απ’ τον χρόνο. Έξω κι από την Ιστορία.
Χρήστος Τουμανίδης
Σε μια ανακοίνωσή του για τον Καβάφη ο Γιώργος Σαββίδης προβαίνει σε μια ουσιώδη διάκριση μεταξύ πολιτικού στοχασμού και πολιτικής αίσθησης. Εδραιώνει την διάκρισή του στα εξής δύο αξιώματα: πρώτον, κανένα ποιητικό έργο δεν βαραίνει με τον πολιτικό στοχασμό του την ιστορία των πολιτικών θεωριών και δεύτερον, θεωρεί ότι η πολιτική συνείδηση ενός ποιητή-όταν δεν μετουσιώνεται σε αίσθηση το αποτέλεσμα- ενδιαφέρει μονάχα ως πολιτική πράξη ή ως βιογραφικό στοιχείο (1). Διευκρινίζει, μάλιστα, ότι η επιλογή της λέξης «αίσθηση» έναντι της λέξης «τέχνη», «αίσθημα» ή «συγκίνηση» δεν είναι τυχαία και μας παραπέμπει για την αιτιολόγησή της σε ένα κείμενο του Παλαμά από το οποίο σταχυολογώ τις εξής φράσεις: «η πολιτική συγκίνηση (καθώς κοινώς την εννοούμε) δε με συντάραξε ποτέ σχεδόν, και… πάντα λυρικά την αντίκρισα την Πολιτεία» και «η αλήθεια είναι πως ο ποιητής, όσο περισσότερο συμμαζώνεται στον εαυτό του, τόσο εντελέστερα πραγματοποιεί την κοινωνική του αποστολή» (2).
Με τις διατυπωμένες απόψεις του Σαββίδη και του Παλαμά μας μεταφέρεται μια συγκεκριμένη θεώρηση για την σχέση της πολιτικής με την τέχνη και ειδικότερα την ποίηση: όποιος κινείται μέσα στην τέχνη απλώς δείχνοντας την πολιτική του θέση, μετατρέπει την πρώτη σε κάτι αυτονόητο και ευτελές, το τελευταίο που θα μπορούσε να είναι η τέχνη. Κατά συνέπεια, για να μετουσιωθεί η πολιτική επικαιρότητα σε αίσθηση, σε κάτι δηλαδή που θα αποδώσει όχι «απλώς εντυπωσιακά ηχηρούς στίχους αλλά μονιμότερα ισχυρούς»(3)-κατά την έκφραση του Σαββίδη-είναι απαραίτητο ο ποιητής όχι να κατεβεί στο πεζοδρόμιο ή να φωνάζει απ’ το μπαλκόνι αλλά να συγκεντρωθεί στον δικό του κλειστό χώρο, που μπορεί να είναι ένα καφενείο, ένα δωμάτιο μα «κατά βάθος»-μας λέει ο Σαββίδης-«αυτός ο χώρος είναι πάντα το σώμα του ποιητή» (4) θυμίζοντάς μας με αυτά του τα λόγια μιαν ανάλογη προσέγγιση του Γιώργου Σεφέρη, που βρίσκεται καταχωρημένη στην ημερολογιακή του σημείωση, με ημερομηνία «Τρίτη, 6 Νοέμβρη 1946»: «Κατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του» (5). Και βέβαια, δεν εννοεί μόνο τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα ζωτικά του όργανα, αλλά και τις αγωνίες, τις ιδέες, τις προσδοκίες , τις φιλοδοξίες του.
Μα είναι απαραίτητο να μιλήσει πολιτικά ο ποιητής για να είναι το έργο του πολιτικό; Να γράψει ποιήματα, που θα τα διατρέχει η πολιτική επικαιρότητα ή που θα είναι ιδεολογικά φορτισμένα; Ο Αντόρνο θα μας έλεγε ότι «η τέχνη ασκεί κριτική στην κοινωνία απλώς και μόνο με την ύπαρξή της»6. Η τέχνη ακόμη και με την αναδίπλωση και την αποστασιοποίησή της από την κοινωνία στην ουσία την αμφισβητεί. Ακόμη όμως κι ένα έργο που δεν είναι εμφανώς πολιτικό μπορεί να αποκτήσει τέτοια ιδιότητα: οι θεωρητικοί της Σχολής της Φραγκφούρτης υποστήριζαν ότι τα έργα τέχνης από τα τέλη του 17ου αιώνα έως τα τέλη του 19ου αιώνα με την τελειότητα και την ισορροπία της μορφής τους παράσχουν ένα εναλλακτικό όραμα απέναντι στην υπάρχουσα πραγματικότητα (7). Οι Wellek και Warren στο έργο τους «Λογοτεχνική θεωρία» φαίνεται να επικαιροποιούν το παράδειγμα γράφοντας ότι ένα όμορφο σημερινό τραγούδι, ένας ωραίος πίνακας ή ένα ποίημα που περιγράφει ένα ρόδο προσφέρουν καλλιτεχνικές εικόνες ενός αρμονικού και τέλειου κόσμου που έρχεται σε αντίθεση με την μίζερη και αβέβαιη πραγματικότητα και ενδέχεται να μας προκαλέσουν μια δυσφορία, που ίσως είναι η απαρχή μιας άλλης κατάστασης του υποκειμένου (8).
Οι ελεγείες της Ανατολής του Χρήστου Τουμανίδη μού έθεσαν κατά την ανάγνωσή τους αυτό το πλέγμα των ζητημάτων στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Έχοντας πίσω του ένα λυρικό ποιητικό έργο ετών, στο οποίο εναλλάσσονται λυρικά μοτίβα της φύσης με συναισθηματικές καταστάσεις και καταστάσεις απορίας (δηλαδή αδιεξόδων), σε αυτήν την ποιητική συλλογή αναλαμβάνει να γράψει «για τα άγνωστα χωριά της επίγειας Κόλασης»-όπως τα αναφέρει ο ίδιος-που δεν είναι άλλα από τις πόλεις και τα χωριά της Μέσης Ανατολής. Ο τίτλος της συλλογής Οι ελεγείες της Ανατολής μάς παραπέμπει καταρχάς σε μια σειρά θρηνητικών ποιημάτων. Η ελεγειακή ποίηση εμφανίζεται ιστορικά ως μια ποίηση υποκειμενική, «ποίηση του ατόμου και όχι της ομάδας» (9), όπως την χαρακτηρίζει ο Γιάννης Δάλλας για να συμπληρώσει ότι είναι μια ποίηση «εξαρχής στραμμένη προς τα έξω, είναι δηλαδή κατεξοχήν κοινωνική. […] [η οποία] παρακολουθεί και σχολιάζει την κοινωνία του αρχαϊκού ελληνισμού»10. Αν και ο θρήνος δεν είναι ούτε καν δευτερεύουσας σημασίας στο αρχαϊκό ελεγειακό ποίημα, τον 17ο αιώνα άρχισε να περιορίζεται ο όρος στη σημερινή του χρήση: ένας επίσημος και εκτεταμένος έμμετρος θρήνος για το θάνατο ενός συγκεκριμένου προσώπου, που συχνά κλείνει με μια παραμυθία11. Ένας μελαγχολικός, δηλαδή, στοχασμός γύρω από τη θνητή φύση του ανθρώπου. Οι «ελεγείες» του Χρήστου Τουμανίδη φαίνεται να περικλείουν στο γενετικό υλικό τους όλην αυτή την ιστορική πορεία και μετάλλαξη του ποιητικού είδους: τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής είναι ποιήματα εξωστρεφή, σχολιάζουν την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, θίγουν το ζήτημα των μεταναστών, «των Ρακένδυτων Απόστολων της Πίκρας»-όπως τους αποκαλεί-που είναι αποφασισμένοι να «ζήσουνε χωρίς πατρίδα», είναι ποιήματα-κραυγές, αλλά συνάμα προσπαθούν να στοχαστούν, αρκετές φορές είναι παραινετικά. Η παραμυθία δεν εμπεριέχεται στο τέλος, αλλά είναι διάσπαρτη καλειδοσκοπικά μέσα στα ποιήματα ανάμεσα στους στίχους που από τη μία κραυγάζουν για δικαιοσύνη και αγάπη και από την άλλη καταγγέλλουν την αδιαφορία μας. Εκεί σε κάποιο απ’ τα γυρίσματα του ποιήματος υπάρχει ο στίχος που στοχεύει στην παρηγοριά, στην ψυχική ανακούφιση:
Πρέπει να γίνει πάλι ήλιος. Και άνεμος.
Παραμυθένιος ουρανός με γήινα φτερά.
Στο ποίημα «Αγάλματα που μιλούν» γράφει:
Άνθρωποι αμίλητοι. Ή αγάλματα που μιλούν;
Στέκονται ‘κει στις νεραντζιές,
κάτω απ’ τις ακακίες,
σε μιαν άλλη διάσταση θαρρείς.
Έξω απ’ τον χρόνο. Έξω κι από την Ιστορία.
Με μακρινά αστέρια συνδιαλέγονται.
Στο φως της πανσελήνου αναστενάζουν.
Απ’ τα σκοτάδια της Ανατολής, στα ερείπια της Δύσης.
Ανέστιοι άνθρωποι, λειψοί,
σε Γειτονιές Αγγέλων τριγυρνούν.
Σε σπίτια δίχως ουρανό, θα βρουν γωνιά,
για να προσευχηθούνε.
Το ποίημα αναφέρεται στους μετανάστες που επιδιώκουν μια κατ’ ελάχιστον καλύτερη ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία. Είναι αυτοί, που όπως γράφει στο ποίημα είναι «έξω απ’ τον χρόνο/έξω κι από την Ιστορία».
Τι σημαίνει «έξω από τον χρόνο»; «Το πεδίο μου είναι ο χρόνος» (12) ,γράφει ο Γκαίτε. Και ο καθένας μας δεν έχει παρά μόνον αυτό το πεδίο για να ζήσει την περιπέτειά του. Το κουράγιο και ο συλλογισμός είναι τα μόνα όπλα που έχουμε σε αυτήν την περιπέτεια. Και ο μετανάστης είναι αυτός που επιφορτίζεται με κουράγιο και συλλογισμό στερημένος το πεδίο της δράσης του. Στερημένος τον χρόνο του, στοιβαγμένος σε αίθουσες αναμονής, σε υπόγεια, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, σε ατελείωτες ουρές για την ανανέωση ή μη των χαρτιών του. Το κουράγιο και ο συλλογισμός μετατρέπονται στη σισύφεια πέτρα, την οποία είναι καταδικασμένος να σπρώχνει ασταμάτητα από το ξημέρωμα της κάθε ημέρας έως το τέλος της. Και αυτό πρέπει να το κάνει και την επόμενη μέρα γνωρίζοντας ότι ίσως δεν θα είναι παρά άλλη μια μέρα ίδια με την χθεσινή.
Τι σημαίνει «έξω κι από την Ιστορία»; Σημαίνει ότι τους έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να δράσουν ως ιστορικοί δρώντες. Να επηρεάσουν τη ζωή τους με τον τρόπο που αυτοί έχουν αποφασίσει. «Έξω από τον χρόνο. Έξω κι από την Ιστορία» σημαίνει ότι ο καθένας από αυτούς είναι ένας άπατρις, απομακρυσμένος από τους νόμους που τον προστατεύουν ως πολίτη μιας πολιτικής κοινότητας, ότι είναι σε θέση αδυναμίας και εκτεθειμένος στο οποιασδήποτε μορφής ανθρωποκυνηγητό.
Όλα αυτά όμως είναι συλλογισμοί, όπως προανέφερα, που συνειρμικά τους ανακίνησε το βιβλίο του Χρήστου. Το βιβλίο, βέβαια, δεν προσφέρεται για πολιτική ανάγνωση, με την έννοια ότι καταλύει τις ιδεολογικές συγκαλύψεις και αποκαλύπτει τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τη σύγκρουση ή το δράμα της Μέσης Ανατολής, καθώς μια «εγγενής απιθανότητα» είναι εμφυτευμένη σε ένα από τα ποιήματα, όπου ο ποιητής αναρωτιέται «τι τάχα να φταίει;» και απαντά «Έπαψαν να αγαπούν οι άνθρωποι εκεί». Η τέχνη ασφαλώς δεν μπορεί να εκπληρώσει τα προτάγματά της ή τις υποσχέσεις σωτηρίας της. Μας παρηγορεί αισθητικά. Δρα ως φάρμακο που απαλύνει προσωρινά τον πόνο της πληγής. Ή μήπως, τελικά, ισχύει αυτό που έχει πει ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς για την λειτουργία της ιστοριογραφίας ως εργαλείο κατανόησης της ετερότητας, της ανθρώπινης περιπέτειας, του ανθρώπινου δράματος και το οποίο μπορούμε να το ισχυριστούμε και για την τέχνη; Πως, δηλαδή, «δεν υπάρχει παρηγοριά. Μόνο στοχασμός». Οι Ελεγείες της Ανατολής θεωρώ πως επιτελούν και τις δύο λειτουργίες: παρηγορούν, αλλά και μας καλούν να στοχαστούμε.
Ανατολή θα πει οργή,
Συσσωρευμένη πίκρα των λαών.
Θα πει «Αλλάχ». «Αλλάχου Άκμπαρ»,
Άπειρα «αχ!» που καίνε.
—-
Χάσμα σεισμού η Ανατολή
Αγιάτρευτη πληγή του κόσμου.
(Ο ήλιος, από τη δύση του θα ανατείλει πάλι.)
(ΚΑΘΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΗ, ΣΕΛ. 27)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σαββίδης Γ. Π., Η Πολιτική Αίσθηση στον Καβάφη, στον τόμο Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη, Επιλογή Κριτικών Κειμένων, επιμ. Μιχάλης Πιερής, Π.Ε.Κ, Ηράκλειο 2008, σελ. 249, 250.
2. Στο ίδιο, σελ. 250.
3. Στο ίδιο, σελ. 251.
4. Στο ίδιο, σελ. 251.
5. Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Ε’, Ίκαρος, Αθήνα 1996, σελ. 80.
6. Adorno W. Theodor, Αισθητική Θεωρία, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, σελ. 382.
7. Craib Ian, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, μτφ. Παντελής Ε. Λέκκας, Τόπος, Αθήνα, 2011, σελ.318.
8.Wellek Rene – Warren Austin, Θεωρία της Λογοτεχνίας, μτφ. Σταύρου Γεωργίου Δεληγιώργη, Δίφρος, χ.χ., σελ. 39.
9. Δάλλας Γιάννης, Αρχαίοι Λυρικοί-Γ’, Ελεγειακοί, Άγρα, Αθήνα, 2007, σελ. 13.
10. Στο ίδιο, σελ. 14.
11. Abrams H. M., Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Θεωρία, Ιστορία, Κριτική Λογοτεχνίας, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία Χατζηιωαννίδου, Πατάκης, Αθήνα 2009, σελ. 115.
12. Καμύ Αλμπέρ, Ο Μύθος του Σίσυφου, Δοκίμιο για το Παράλογο, μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σελ. 95.