Δημήτρης Γαβαλάς
Το Λάμδα του Μέλλοντος
Εκδ. Γαβριηλίδης. 2003
Με το μότο του Ανθρώπου του Ζεν «Όποιο δρόμο και να πάρεις είναι ο δρόμος για το σπίτι σου», ανοίγει τη συλλογή ποιημάτων του Το λάμδα του Μέλλοντος, ο Δημήτρης Γαβαλάς. Κι επειδή ο Γαβαλάς, είναι ποιητής που έχει βαθιά εντρυφήσει στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, θα προσθέσω ένα δεύτερο μότο, ελυτικό, που συνεπικουρεί στη δική του επιλογή: « Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω το σκοτάδι με χρωστάει στο φως»• και είναι το ζ΄ από τις «Κλεψύδρες του Αγνώστου» της συλλογής Προσανατολισμοί. Θέλω μ’ αυτή την προσθήκη να προλειάνω το έδαφος για μιαν ανάσταση, σε μια πέραν του ύπνου κατάσταση, η οποία μπορεί να αποτελεί στάδιο μύησης για τον ποιητή κι εδώ εννοώ και τους δύο. Και τον Ελύτη και τον Γαβαλά.
Το λάμδα του Μέλλοντος είναι βαρύ φορτίο και απαιτεί βαθιά καταβύθιση από την πλευρά του μελετητή. Θέλει αρετήν και τόλμη, θέλει αναδίφηση στα βαθιά, έλεγχο της ρίζας και αξιολόγηση του καρπού, εφόσον ο Γαβαλάς έχει κάνει το δικό του άθλο, έχει συνθέσει τη δική του Οδύσσεια πλασμένη από όλες τις οδύσσειες ή σχεδόν όλες. Η μακρόχρονη κυοφορία του ποιήματος απαιτεί το ανάλογο της μελέτης του. Όμως, ούπω καιρός. Θα επιχειρήσω, ωστόσο, βασισμένη στην προσφορά του ποιητή, όσο μπορώ, τούτο τουλάχιστον θα προσπαθήσω, πιστή στο χρέος και αιχμάλωτη στους στίχους που παλεύουν μέσα μου να αναδυθούν, όπως ο Καβάφης μόλις τώρα.
Η συλλογή αποτελείται από πέντε ενότητες και έχει συμπεριλάβει στο κόρπους της τη σκέψη όλου του κόσμου, αρχίζοντας από την «Οδυσσεική συνείδηση» (ποιήματα Ι –ΙΙ), με όχημα την ομηρική Οδύσσεια και ειδικά το λ΄ (με μικρό γράμμα παραπέμπουμε πάντα στην Οδύσσεια, με κεφαλαίο στην Ιλιάδα), τη ραψωδία που περιέχει την Νέκυια, δηλαδή, την κάθοδο του ποιητή στον Άδη.
Κατ’ αρχάς, ο Γαβαλάς μας δίνει σκηνοθετικές οδηγίες: χρόνος (ανήλιαγο πρωινό), χώρος: τρία δωμάτια• ένα για τα πρόσωπα, κρυμμένα πίσω από την ανωνυμία (Εκείνη, Φίλος, Γερο-σοφός, Ψυχή φυλακισμένη, ένα για τον ποιητή κι ένα κενό, σκηνικά (έπιπλα παλιά, φθαρμένα), θέση, στάση, τυπικός εισαγωγικός διάλογος, διαφαινόμενος Υπηρέτης.
Στον Άδη λοιπόν, σύμφωνα με τον ομηρικό μύθο, δεν πτοήθηκε να κατεβεί ο Οδυσσέας για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και να πάρει πληροφορίες για την επιστροφή του στην Ιθάκη. Στόχος διακαής η επιστροφή στην πατρική γη.
Το ταξίδι αυτό επεχείρησαν, καθένας με τον τρόπο του, και άλλοι ποιητές, που σχεδόν όλους έχει κατά νου ο Γαβαλάς, εκκινώντας, όμως, όπως είναι το σωστό, από το παρελθόν και κοιτάζοντας στο απώτερο μέλλον. Είναι ταξίδι αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας. Έτσι η εκκίνηση θα γίνει από την δική μας Οδύσσεια και το δικό της λ΄, αυτό είναι το αρχετυπικό όχημα, το πρώτο στο είδος του. Κατά τον πλουν θα ενισχυθεί με άλλες οδύσσειες, θα εμπλουτιστεί με δυνατές εμπειρίες και παρορμήσεις, θα συναντηθεί με την παραλλαγή του Καβάφη, με το μύθο της Μέδουσας, με τα κάντο του Πάουντ, με τον Δάντη και τη Θεία Κωμωδία, με τα όνειρά του, τις περιπλανήσεις του μετά ομηρικού μύθου που επιχείρησε ο Άλφρεντ Τένισον, θα συμπεριλάβει την περίπτωση της Μαρίνας του Ελιοτ, τις μεταμορφώσεις του Οβιδίου, θα αξιοποιήσει τέλος το μύθο του Ιωνά που τον κατάπιε το κήτος στην Παλαιά Διαθήκη. Όλες αυτές οι περιπτώσεις θα γίνουν οι μεταμορφώσεις της μιας και μοναδικής, της δικής του αυτοεξερεύνησης. Όπως διαπιστώνουμε αυτό το ταξίδι, στη μακρά πορεία του, δεν πηγαίνει κατευθείαν μπροστά αλλά με συχνές παλινδρομήσεις, σαν καρδιογράφημα, πάει κι έρχεται, κι εκεί σ’ αυτές τις ανηφόρες- κατηφόρες θα συναντήσει, στην ουσία, τον εαυτό του. «Μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι», λέει ο Ελύτης (Ο μικρός Ναυτίλος, «Έξοδος»), προσφέροντας τη δική του παραλλαγή στον νεότερο ποιητή, ο οποίος ταξίδεψε μακριά στα κείμενα των άλλων με τον ίδιο φιλόδοξο στόχο.
Η δεύτερη ενότητα, ΙΙ, «Τόπος ου τόπος» θα μπορούσε να μας ταξιδέψει στην γνωστή μας μυθολογική ουτοπία. Αλλά ο Γαβαλάς μάλλον ακούει από την άλλη ήπειρο το μετέωρο γέλιο που πλανιέται «πάνω από τη φωτιά/ όπως άνεμος κάποτε / πάνω από τα νερά». Η ανθρώπινη απουσία είναι αισθητή, αν και «δεν υπάρχει κανένας / να ακούσει αυτό το γέλιο/ και όμως/ το γέλιο υπάρχει». Εδώ, βέβαια, προκύπτει σοβαρό και αναπάντητο φιλοσοφικό ερώτημα: υπάρχει το γέλιο, όταν δεν υπάρχει η συνείδηση που το αντιλαμβάνεται; Στο ποίημα ΙΙ,6 ο ποιητής μας προτρέπει να ακούσουμε «αυτόν τον ήχο/… πριν το χάος του θανάτου». Στο ποιητικό του σταυροδρόμι έχει ήδη συναντηθεί με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος με τη δική του καλλιτεχνική πινελιά μας άφησε κληρονομιά αυτό τον ήχο:
«κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα… τη λιωμένη σάρκα/, πάντα θα βγαίνει/ ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα» («Σονέτα, Πατρίδες! Αέρας, γη νερό φωτιά»), πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα ότι η ποίηση έχει τους δικούς της μυστικούς δρόμους για να συναντώνται οι ποιητές μεταξύ τους, εκόντες άκοντες.
Στην ενότητα ΙΙΙ «Γεννηθέντα ου Ποιηθέντα» τα ποιήματα γεννήθηκαν αλλά δεν ολοκληρώθηκαν. Ο ποιητής έκανε τα σχεδιάσματά του, αλλά δεν έδωσε την τελική μορφή. Με την εισαγωγική φράση-μότο «Η φαντασία ανοξείδωτη πάντα η πραγματικότητα σκουριάζει» μας στέλνει σ’ εκείνο το φεγγάρι της Σαπφούς που θα επιζήσει του φεγγαριού του Άρμστρογκ, όπως επέζησε ο Ρεμπώ της Κομμούνας (Ο μικρός ναυτίλος ΧΙ) και όπως μας διαβεβαίωσε ο Ελύτης. Γιατί οι φανταστικές έννοιες δεν κινδυνεύουν. Δεν κινδυνεύει λοιπόν τίποτα κι εκεί που το ένα εμφανίζεται «Άξαφνα» κάτι άλλο παίρνει τη θέση του, σαν μια αθέατη τραμπάλα να ισορροπεί και στα δεκαέξι ποιήματα της ενότητας, με ένα «άξαφνα», «εξαίφνης», «ξαφνικά», «ξάφνου», εξασφαλίζοντας την παγκόσμια ισορροπία. Μια διαρκής και απρόσμενη αλλαγή φέρνει το ισοζύγιο του πριν με το μετά. Κι όλα αναδεύονται στον κυκεώνα: άπνοια και πνοή, εδώ και πέρα, συναίσθημα και άνεμος, χυμοί του σώματος και μελλοντική μορφή, εικόνες της ημέρας και της νύχτας.
Στην ΙV ενότητα, ο μυθικός ήρωας «Βελλερεφόντης» προσφέρει τη συνδρομή του στον νεότερο φιλόδοξο επίγονο. Με Πήγασο το όνειρο, θα επιχειρήσει αυτό που λέει το μότο του: «Μονάχα πια στο όνειρο επιστρέφω σπίτι μου». Η περιήγηση θα εκκινήσει από τη ασφάλεια που παρέχει η πραγματικότητα για να απλωθεί στη φανταστική επίσκεψη του αρχαίου μάντη: ερχότανε «ο Τειρεσίας με τα φίδια του» σαν πρόσωπο της οικογένειας. Η εξέλιξη ισοπέδωσε το σπίτι, αλλά ό,τι χάθηκε από την πραγματικότητα αναπληρώνεται από το όνειρο. Η περιδιάβαση γίνεται μέσα σε ανθισμένους κήπους, αλλά το σπίτι δεν υπάρχει. Ο ποιητής θα συμπεριλάβει στη διαδρομή του και τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου για να επιρρίψει στην Ελένη την ευθύνη για το κακό που έγινε στην Τροία. Με τρία επίθετα θα της φορτώσει όλη τη συμφορά του πολέμου: «έλεναυς έλανδρος ελέπτολις». Αυτή είναι η καταστροφέας πλοίων, ανδρών και πόλεως. Ποια είναι αυτή και τι συμβολίζει η Ελένη με την καταστροφική ομορφιά; Μην είναι η ζωή η ίδια, η οποία πορεύεται καθημερινώς, φέροντας ένα ισοζύγιο στη ζωή μας και στην φθορά μας;
Μια άλλη έκπληξη περιμένει στο 15ο ποίημα: «Ο νους τραβάει την κατηφόρα/ με σημαίες κουρελιασμένες /ταμπούρλα βουβά/ σάλπιγγες να μην ηχούν πια», όπου φυσικά αναγνωρίζουμε ανεστραμμένους τους στίχους του Ρίτσου, με όλη την απαισιόδοξη διάθεση για την εξέλιξη των αγώνων. Τέλος ο ποιητής θα διαπιστώσει πως «Ναι εγώ είμαι εγώ/ συγχρόνως ένας άλλος», νοιώθοντας σαν τον Αρθούρο Ρεμπώ αποξενωμένος από τον εαυτό του: je est un autre. Και αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική αλήθεια. Ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος αλλάζοντας συνεχώς και ισοφαρίζοντας φθορές και αφθαρσίες.
Και φτάνουμε στο τελευταίο μέρος, το V της σύνθεσης (που μοιάζει με ανεστραμμένο κεφαλαίο Λ του αλφαβήτου και του κεφαλαίου «λάμδα» της συλλογής. Να υπάρχει μια μυστική δύναμη που κατευθύνει τα νήματα και τα σχήματα;). Εκεί ο ποιητής ολοκληρώνει την περιήγησή του και τη μεταμόρφωσή του. Σπρωγμένος από τον άνεμο, τη ζωή, παρακινημένος από βιβλία, σκέψεις και ονειρικές περιπλανήσεις βρίσκεται μπροστά στον «Κοσμικό Μηχανισμό», «Ραδιοτηλεσκόπιο της επικοινωνίας/ ανολοκλήρωτο δισκοπότηρο της κοινωνίας/ Ζω ουκέτι εγώ/ ζει εν εμοί μηχανή, Ιώδες και χρυσό φως/ ξεχύνεται από την κεραία της/ Anno mirabilis 2050/ και ήσουν τότε στα 101/ πάει να πει 5/ είπε ο Δρ Ρώταλάουφ στην Κα Ζεν/ καθώς τελικά συναντηθήκανε./ Αυτά είχανε πια τελειώσει για πάντα/ Μονάχα ο άνεμος βρίσκεται ακόμα παντού».
Ο Σεφέρης αφήνει ανοιχτό το ερώτημα, στο σκανδαλιστικό αλληγορικό του ποίημα. Ο Γαβαλάς όμως διείδε ότι τελικώς ο Δρ Ρωτλάουφ και η κυρία Ζεν συναντήθηκαν. Αυτό είναι τελικώς παρήγορο; Ποιος ξέρει. Νέο ερώτημα ανέκυψε.
Συμπέρασμα, πρόχειρο και συνοπτικό. Ο ποιητής κατεβαίνει στα εσώτατα του είναι του, στα βαθύτερα του νου του, μέσα από την παγκόσμια φιλολογία. Αναζητεί εαυτόν, αναρωτιέται για το «γνώθι σ’ αυτόν», εκκινεί από το μύθο και αποβιβάζεται στο 2050, στο χρόνο που τον ξεπερνάει, όπου ηλικίας 101 ετών, αλλά, σύμφωνα με την μαθηματική αλχημεία, είναι πέντε ετών, παιδί μικρό έτοιμο για τον κόσμο του μέλλοντος («χαζός» και «άπορος» σαν τον Δρ Ρωτλάουφ;). Κι ο κόσμος τι κόσμος είναι; Και ο Θεός; Όλα εξαρτήματα μιας τεράστιας μηχανής που δουλεύει ακούραστα και μας ταξιδεύει. Το «λάμδα» του μέλλοντος δεν είναι τίποτα άλλο από την αναπότρεπτη μελλοντική μας μεταμόρφωση, σ’ ένα κράμα παλαιά θρησκείας και σύγχρονης ψυχρής τεχνολογίας. Ο Δημήτρης Γαβαλάς θα μπορούσε παραφράζοντας τον Γουάλας Στίβενς να ισχυριστεί: «Υπήρξα ο κόσμος που διάβασα και ένιωσα». Και μόνο αυτό το ταξίδι είναι μια δικαίωση για κάθε σκέψη.