Ειλικρίνεια στην τέχνη είναι να εκφράζεις το βαθύτερο είναι σου, τον εσωτερικό σου κόσμο κι εκείνο που σε καίει χωρίς φιοριτούρες και σκεπάσματα. Γυμνά. Να εκτίθεσαι. Να μπαίνεις στο ποτάμι της τέχνης κι όπου σε βγάλει · είτε σε ξέρες, είτε σε δέλτα πλατιά μ’ ένα πέλαγος γεμάτο ψάρια να σε περιμένει. Ειλικρίνεια επίσης, είναι να υπηρετείς την τέχνη σου με συνέπεια, να μην κρύβεσαι, να μην υποκρίνεσαι, αλλά να γράφεις για τον πόνο και τον καημό σου, τον δικό σου πόνο γιατί ο πόνος αυτός είναι ο πόνος του κάθε ανθρώπου, ολάκερης της ανθρωπότητας.
Γνωστά βέβαια τα δύο κύρια θέματα της ποίησης · ο έρωτας κι ο θάνατος. Τον έρωτα, φυσικά, τον γεύονται όλοι από νωρίς. Ο θάνατος όμως των δικών σου ανθρώπων είναι μια γεύση πικρή που αναπάντεχα τον γεύεσαι κάποια στιγμή και δεν επουλώνεται ποτέ το κενό που αφήνει πίσω του. Ποτέ. Τί κι αν ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Το κενό πάντα χαίνει. Πάντα εκεί. Κι έρχεται τότε η ποίηση να γιάνει λίγο την πληγή, να γεμίσει λίγο το κενό. Για όσο, έστω, το γεμίσει. Πάντως βοηθάει. Αυτό είναι σίγουρο. Ειδάλλως δεν θα γράφαμε. Θα το κρατούσαμε επτασφράγιστο μυστικό και θα πορευόμασταν.
Αυτή ακριβώς την ειλικρίνεια και την οδό ακολούθησε και η ποιήτρια Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου σε δύο ποιητικές της συλλογές · Η νύχτα γεννιέται υγρή (εκδόσεις τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1997) και Του χορού και της απουσίας (Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 2013). Στη μεν πρώτη γράφει για τη μητέρα της, ενώ στη δεύτερη για τον αδελφό της. Και οι δύο συλλογές δίγλωσσες, γραμμένες στα ελληνικά και στα γαλλικά, όπως και κάθε συλλογή της μέχρι σήμερα. Στη μεν πρώτη υπάρχουν δύο ιδεογράμματά της. Το ένα «Το βότσαλο» ξεκινάει τη συλλογή. Το άλλο, «Τ’ ακροθαλάσσι», την κλείνει. Και μην ξεχνάμε ότι η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου είναι η μόνη ποιήτρια που υπηρέτησε την τέχνη του ιδεογράμματος ή καλλιγραφήματος ή λογογραφήματος (σχηματική ποίηση). Στη δεύτερη ποιητική συλλογή απουσιάζουν εντελώς τα ιδεογράμματα πλην όμως δεν λείπουν τα κοσμήματα-εικαστικά έργα που συνοδεύουν αρκετά ποιήματα (εννέα στον αριθμό, από την εικαστικό Βίλλη Γούσιου) κι εξώφυλλο, έναν άντρα που χορεύει ζεϊμπέκικο (από την εικαστικό Φρόσω Θέου).
Το πρώτο ποίημα από το βιβλίο Η νύχτα γεννιέται υγρή, ιδεόγραμμα σε σχήμα βότσαλου, μεταγραμμένο σε κανονική-τυπική μορφή ποιήματος:
Το βότσαλο
Φωτεινός ποταμός
ανάφλεξη ερωτική ουράνιων
τόξων η ανθρώπινη ύπαρξη.
Όμοια με βότσαλο είναι,
που πέφτοντας σε θάλασσα ακύμαντη
κύκλους δημιουργεί ομόκεντρους,
που αργοκυλούν κι ολοένα απλώνονται,
για να χαθούν ολότελα,
γιατί κάθε λεπτό είναι αταξίδευτο,
κάθε ευτυχία ρόδου καπνός
και πάνω στο νερό
καμιά δεν απομένει μνήμη.
Δεκαπέντε ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη και στον θάνατο της μητέρας της, της Αικατερίνης Τόκα, που συνδέονται με τη μνήμη του τόπου καταγωγής της, τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και την απώλεια του γενέθλιου τόπου. Διπλός θάνατος δηλαδή. Καταφέρνει η ποιήτρια να συγκεράσει το ατομικό με το συλλογικό στοιχείο τόσο με το θάνατο του πιο αγαπημένου μας προσώπου, όσο και με την οριστική απώλεια της γενέθλιας γης. Τα ποιήματα χαρακτηρίζονται από ελεγειακή διάθεση, έντονο λυρισμό και μια φιλοσοφική στάση και θέση απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε κι αδόκητα ακόμη και μέρες γιορτινές των Χριστουγέννων. Πλην δύο ποιημάτων (Ωδή στη ζωή, Στην αντίπερα όχθη) τα περισσότερα ποιήματα διακατέχει μελαγχολική, βαριά και καταθλιπτική διάθεση. Στο ποίημα «Κοιμάσαι» οι στίχοι του περιβάλλονται από μια δωρική λιτότητα, σπάνια για την ποίηση της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου, που παραπέμπει στα αρχαία ελληνικά επιγράμματα. Όσο όμως ο θάνατος κι αν είναι αμείλικτος, όπως και το κενό που αφήνει πίσω του και δεν αναπληρώνεται ποτέ, όσο και αν μαστιγώνει τις θύμησες και τις στιγμές όσων απέμειναν υπάρχει μια δυναμική κατάφαση υπέρ της ζωής, του κάθε λεπτού που ζούμε που είναι μοναδικό για τον άνθρωπο:
«Ζωή,
Κόρη συμπαντική
σαν Παναγία,
νιότη αιώνια,
τον πόνο, τη χαρά, τον θάνατο,
το ανθρώπινο πεπρωμένο κεντάς».
«Πώς μοιάζουνε με κύματα οι άνθρωποι
πόσο ηδονικά λικνίζονται, σαν ρεύματα πυρετικά…
ώσπου να σβήσουνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
χωρίς τα ίχνη τους να μείνουνε στ’ ακροθαλάσσι».
Άκαιρα
Σε θέλω στον Ενεστώτα,
για να σε βλέπω,
να σε ακούω,
να σ’ αγγίζω.
Εσένα όμως άκαιρα
σε άρπαξε ο Παρατατικός.
Δεκαεπτά υπαρξιακά ποιήματα, ποιήματα-μοιρολόγια αφιερωμένα στη μνήμη και στον θάνατο του αδελφού της Ροδόλφου. Σε όλη τη συλλογή παρακολουθούμε ένα χρονικό-ημερολόγιο θανάτου και πένθους (με ημερολογιακή καταγραφή κάθε ποιήματος, ξεκινώντας από τις 22 Ιουλίου 2012 και τελειώνοντας στις 31 Αυγούστου 2013) και ταυτόχρονα έναν στοχασμό πάνω στην ιδέα του θανάτου, του πεπρωμένου, στο πέρασμα από τον στίβο της ζωής με τις μικρές χαρές και τις μεγάλες δοκιμασίες της, που με παραπέμπει στα αρχαία ελληνικά επιγράμματα, στον Πίνδαρο (σκιάς όναρ άνθρωπος), στους παρηγορητικούς λόγους του Πλουτάρχου (Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, Παραμυθητικός προς την εαυτού γυναίκα) και κατ’ επέκταση στη νεκρώσιμο ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και στο δημοτικό τραγούδι (ο Θάνατος του Διγενή) και τα λαϊκά μοιρολόγια (Μάνη, Κρήτη). Εξού και η συλλογή είναι εμποτισμένη από τα σχήματα των αντιθέσεων φως-σκοτάδι, ζωή-θάνατος, πόλη-κοιμητήριο, ζέστη-παγωνιά με αποκορύφωμα το ποίημα «Μετακόμιση» όπου γίνεται σύγκριση σπιτιού-τάφου, γεμάτο ερωτήσεις στοχασμού-παραπόνου:
«Εσύ
είχες ένα ευχάριστο, ηλιόλουστο σπίτι,
γιατί προτίμησες την πιο θλιβερή συνοικία;»
Η συλλογή ξεκινά με έμμεσες κοινωνικές αναφορές στην τρέχουσα δυσμενή οικονομική συγκυρία και καταλήγει στις άμεσες αναφορές στον τόπο που έζησε ο νεκρός αδελφός και ζει η ποιήτρια, στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης:
«Η καταχνιά ων ημερών μας πολιορκούσε»,
«Η νύχτα σέρνει μες στην καυτή ανάσα της
τον απόηχο της εξαθλίωσής μας» Θεωρώ τους τελευταίους τέσσερις στίχους στο ποίημα «Ο κήπος» ως ένα “εγκιβωτισμένο” ή “εντοιχισμένο” επίγραμμα:
«Στον κήπο σου
μόνο μια γλάστρα με βασιλικό ανθεί,
διώχνει τ’ ανεπιθύμητα κουνούπια,
να μην ενοχλούν τον αιώνιο ύπνο σου».
Ποιήματα στραμμένα στην ανθρώπινη ύπαρξη και μοίρα που γίνονται ο χορός και η γέφυρα για το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο, από τη δράση στη σιωπή, από την καθημερινότητα στην αιωνιότητα.
Γεγονός πάντως είναι ότι και στα δυο αυτά ποιητικά βιβλία η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου καταφέρνει εντελώς αβίαστα και φυσικά να συνταιριάξει την παράδοση με το μοντέρνο. Μετερχόμενη κλασικούς τρόπους έκφρασης και διαχρονικά μοτίβα όπως ο θάνατος, το πένθος, η μοίρα, η απώλεια και η χαρά της ζωής, ξεκινώντας από το ελληνικό επίγραμμα, το σχηματικό ποίημα, το δημοτικό τραγούδι και μοιρολόι και χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη και μοντέρνα μα και πολύ δουλεμένη, εντελώς προσωπική και λόγια γλώσσα, επηρεασμένη αρκετά από την ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη, αναβαπτίζει την παράδοση και μας την προσφέρει καινούρια. Αξίζει επίσης να τονιστεί εδώ η σύνδεση στη συλλογή «Του χορού και της απουσίας» του αρχαιοελληνικού με το ρεμπέτικο τραγούδι, που πρώτη επεσήμανε η συγγραφέας Κατερίνα Καριζώνη σε σχετική κριτική της (δημοσιευμένη στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τεύχος 34, τέλος 2014).
Ο θάνατος κι η μνήμη των γονιών της επανέρχονται σε ένα από τα πρώτα κείμενά της σε πεζό λόγο με τίτλο «Μια έκπληξη» που πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παρέμβαση (τεύχος 173-174/2015, 2015, σελ.78-79). Το κείμενο αναφέρεται σε μια τυχαία συνάντηση με παλαιές μαθήτριες των δασκάλων-γονιών της σε λογοτεχνική συνάντηση στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης και μέσω αυτού του περιστατικού ομολογεί «έζησα ξανά την εποχή εκείνη, ξαναβρήκα τους γονείς μου, τους είδα ζωντανούς…».
Ο θάνατος λοιπόν το αντικαθρέφτισμα της ζωής κι η μνήμη λύτρωση και πόνος μαζί.
[Φωτογραφία: William Klein.]