Η Ελευθερία Κυρίτση εμφανίζεται με συλλογή για πρώτη φορά. Η Χειρόγραφη Πόλη της αποτελεί μια νέα ματιά και η ποιήτρια, καλά αρματωμένη, χειρίζεται με άνεση τα εκφραστικά της μέσα. Γλιστράει με ευελιξία στον κόσμο της, ωστόσο δυσκολεύει τη δική μας πρόσβαση σ’ αυτόν.
Η Χειρόγραφη πόλη της είναι η Αθήνα αλλά και κάθε πόλη, πιο πολύ όμως είναι μια πόλη της ψυχής. Εν γένει έχει χαρακτηριστικά της πόλης της Αθήνας, τους δρόμους και τις πλατείες, όπου περιδιαβαίνει, βλέπει, παρατηρεί, αισθάνεται, στοχάζεται, στέκεται και «φεύγει». Κι εδώ, κι ενώ όλα φαίνονται ελληνικά και αθηναϊκά, τα παρεμβαλλόμενα στοιχεία, την εξακτινώνουν σε άλλα μήκη και πλάτη, σαν μια βεντάλια που ανοίγει και κλείνει, προσδιορισμένη ή προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα.
Το πρώτο ποίημα, για παράδειγμα, το «Ciudad – Εύκρατη Πόλη», μας ταξιδεύει στην Αργεντινή. Αυτό ήταν το αρχικό όνομα της πόλης του Μπουένος Άιρες.
Το θέμα όμως διακλαδίζεται σε εικόνες από την Αθήνα, τις πλατείες που τα τελευταία χρόνια σημαδεύτηκαν από τη συσσώρευση φτωχών μεταναστών, και τους δρόμους με τις ιστορικές διαδρομές τους. Ποικίλους συνειρμούς ανακαλούν τα ονόματά τους – «Φυλής, Αιόλου, Αχιλλέως». Θα έλεγα πως και εδώ μπορεί να βρει την αναφορά του ο στίχος του Καρυωτάκη για τους λερούς ασήμαντους δρόμους «με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους». Φυλής, δρόμος που πήρε το όνομά του από το γνωστό φρούριο της Πάρνηθας του 5ου π. Χ. αιώνα. Στα νεότερα χρόνια τραγουδήσαμε το στίχο «παίζαμε το τσέρκι στην οδό Φυλής», όπου τα βασανισμένα και υποβαθμισμένα πρόσωπα που κατοικούσαν εκεί, οι τότε κάτοικοι, παρέδωσαν τη σκυτάλη στους κατατρεγμένους της σημερινής εποχής. «Αιόλου» του θεού και «Αχιλλέως» του ημιθέου και ολοκληρώνεται το τρίπτυχο. Οι τρεις αυτοί δρόμοι αναφέρονται στο ποίημα σαν «μαύρα γιασεμιά» και σκέφτομαι πως, ανατρέποντας τον σεφερικό στίχο «είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί» που θεωρεί την αλήθεια της φύσης απαραβίαστη, η αντιξοότητα των καιρών κατάφεραν ακόμα και αυτό. Την άλλαξαν. Την μετάλλαξαν. Οι δρόμοι αυτοί δεμένοι με την «τρελή Ουρανία» προσφέρουν μια νέα παραλλαγή στο μύθο του Μεγαλέξανδρου και της γοργόνας. Είναι η Ουρανία που σαν γοργόνα «ψάχνει ακόμα τον αιώνιο αρραβωνιαστικό/ Στέκεται και ρωτά τους περαστικούς/ Αν είδε κανείς απ’ τα πέλαγα το σημάδι στο μπράτσο του ναύτη». Η ποιήτρια μετά από τη ποιητική της πτήση «πάνω απ’ το σώμα της μακρόστενης λεωφόρου» θα προσγειωθεί ανάμεσα στους συμβιβασμένους με τα αναγκαία της τρέχουσας ζωής.
Στο ποίημα «Περιοδεύων θίασος» επαναλαμβάνεται το σχήμα μέσα έξω, εδώ εκεί. Έτσι, ενώ τα πράγματα μιλάνε για το Δουβλίνο, τα συμφραζόμενα μας μεταφέρουν στην Ελλάδα του Εμφυλίου, καθώς και ο τίτλος με τη σειρά του μας μεταφέρει στη γνωστή ταινία Ο θίασος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με όλα τα συμπαραδηλούμενα: «Εκεί που χώριζαν αδέλφια το αίμα και τραγουδούσαν/ Άλλοι στα δάση άλλοι στα σπίτια κι άλλοι σιγομουρμούριζαν/ Ο θίασος τα ήξερε καλά όλα αυτά, είχε καταγωγή… Κι έφτασε εκεί όπου τα τελειωμένα έπρεπε να τελειώσουν οριστικά/ Φόρεσε τα κοστούμια και σήκωσε αυλαία». Ο αρχαίος μύθος λειτουργεί ακόμα. Είναι ισχυρός, η Ελλάδα είναι ο τόπος που τον γέννησε και ο θίασος οφείλει να συνεχίσει το δράμα για να κάνει την «Έξοδο» από το δράμα.
Πολλοί τίτλοι έχουν μουσική καταγωγή. Ας πούμε ότι «Η σκακιέρα του Αλεξάντρ Σκριάμπιν» με το «πιάνο» που «μεγαλώνει από καιρό». Η «Φούγκα», όπου οι ήρωες, αφού εξάντλησαν όλες τις εποχές, ανέβηκαν «στους εξώστες» και δείπνησαν «ως αργά». Το «Κλειδοκύμβαλο» με το «μαύρο πένθημα/ χρώματος απουσία/ μιλιά σιωπής στον/ κήπο του πάλλευκου». Το «Basso continuo» που «μυρίζει πλάνη/ Και λίγο απ’ το αγιόκλημα». Άλλοι τίτλοι είναι ονόματα τόπων και άλλοι άλλα, που απαιτούν μεγάλη καταβύθιση για να αποδείξουν τη σχέση τους με το ποίημα. Ο προσεκτικός αναγνώστης, αν και εισπράττει με την πρώτη επαφή το αίσθημα που κατακλύζει τα ποιήματα, θα χρειαστεί πολλές ακόμα για να βρει τον μίτο για τα σκοτεινά ενδότερα. Παρόλα αυτά μας αποζημιώνει η τολμηρή μεταφορά: «πεζοδρομήθηκαν τα όνειρα από ένα σημείο στίξης σου», η μεγάλη εσωτερικότητα: «πάτησα το διακόπτη/ και γέμισε το δωμάτιο μεταλλική συννεφιά», η σοφά επιμελημένη ασάφεια: «τόσες και τόσες στεριές κάτω απ’ την παλάμη του Προμηθέα/ περίμεναν ν’ αστράψει ο κυματισμός να γίνουν ναοί θάλασσας». Κι ακόμα, οι μεγάλες ανατροπές, η ήρεμη εξωτερική εικόνα, η ταραγμένη λίαν εσωτερική και, τέλος, η δημιουργική μετάπλαση των μύθων:
Σε διηγούμαι για ν’ αρχίσω απ’ την αρχή/ απ’ την ευκτική της γέννησης / κι αρχίζει η κλωστή να σπάζει ιστορίες/ από τις μέρες που με θυμάται / το παιδί μέσα μου (Lullaby). Θα αναδύονται συχνά τα παιδικά χρόνια και τα παιδικά παιχνίδια, τα «ξύλινα αλογάκια», τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα λόγια, οι αισθήσεις.
Η Κυρίτση χειρίζεται με έναν ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο τη γλώσσα, για να μας δώσει διακριτικά την αίσθηση της διαρκούς απώλειας, την αδιόρατη θλίψη, την επιλεκτική και φωτεινή ματιά πάνω σε όλα όσα μας πληγώνουν ή μας αποζημιώνουν, πάνω σε ό,τι υπάρχει ωραίο και κινδυνεύει από τη διαρκή αμφισβήτηση.
Τελικά η συλλογή μας προσφέρει μια ξενάγηση ψυχική, μια περιπλάνηση σε μια πόλη σημαδεμένη από τη μοίρα της κι από την ιστορία της. Μια Χειρόγραφη Πόλη παλιά όσο ο κόσμος, και νέα και αιώνια με συσσωρευμένα τα πάθη και της παλιάς και της νέας και της επερχόμενης, αλλά και των πικρών μικρών προσωπικών στιγμών. Μια πόλη έξω που διαρκώς φθείρεται και μια πόλη μέσα που επιζεί ανέπαφη για να δίνει τόπο στην ουτοπία.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Gianni Berengo.]