frear

Οι γόβες – του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου

– Τι ξέρετε εσείς από κρίση; Τι ξέρετε εσείς από πείνα και ξυπολησιά;

Υπήρξε ποτέ περίοδος στη ζωή σου που πείνασες πραγματικά και κυκλοφόρησες ανυπόδητος;

– Όχι, όχι κύριε Ηλία, αυτό βέβαια ήταν προνόμιο της γενιάς σας, δεν ξέρουμε πότε και αν θα επαναληφθεί, σε παρόμοια κλίμακα, στους μεταγενέστερους μας, του απάντησε και αναδεύονταν στο στήθος του σαν βήχας, κοφτός και ξερός, ένα πικρό κατακάθι από εκείνο το ασπόνδυλο, το σκοτεινό υγρό, το πολύμορφο ψέμα, το πολύπτυχο κενό, του πολυκέφαλου τέρατος που παρουσιαζόταν πάντοτε ευκαίρως ακαίρως ως εαυτός του.

To φεγγάρι ήταν ολόγιομο, πανσέληνος, οδηγούσε, στο πλάι του ο κύριος Ηλίας, επέστρεφαν από τον Ωρωπό, μιλούσαν, ο ίδιος προκαλούσε τη συζήτηση, παρίστανε ότι τον ενδιέφεραν τα ζητήματα τα τρέχοντα, της επικαιρότητας. Ήταν πανσέληνος και πάλι. Τα φεγγάρια και τα ηλιοβασιλέματα θα επαναλαμβάνουν, σκεφτόταν, την κυκλική τους τροχιά, διαδοχικά, ίδια και απαράλλακτα, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, θα έπονται με την ίδια έκπαγλη ομορφιά, όταν εμείς θα έχουμε ως άτομα παρέλθει. Θα διαβαίνουν αφήνοντάς μας την υποψία μιας ολοκληρίας, που δε θα μπορέσουμε ποτέ να συγκρατήσουμε, θα ζούμε λειψά την κάθε στιγμή μας, ανολοκλήρωτα. Η κάθε μας στιγμή, στα ίδια διαβατάρικα φεγγάρια και ηλιοβασιλέματα, στους ίδιους δρόμους, στους ίδιους χώρους, στα ίδια τοπία, παλινδρομώντας ανίατα, θα επαναλαμβάνεται, θα διαδραματίζεται και σε άλλες απορημένες ψυχές που θα ακολουθήσουν μετά από εμάς, ίσως και χιλιετίες μετά από εμάς. Τούτο το μυστήριο, τούτες οι εμπειρίες οι μισερές των στιγμών μας, έχουν την αξία αιώνων και όχι μόνο, την αξία ενός θησαυρού μέσα στο χρόνο και έξω από το χρόνο.

Αυτά σκεφτόταν, και αλλάζοντας ξαφνικά θέμα, αναφώνησε, προς τον παραπλεύρως καθήμενο, τον ηλικιωμένο, πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη συνοδηγό του:

-…Όταν θα φεύγουμε κύριε Ηλία, θα είναι σαν τώρα, θ’ αφήνουμε πίσω μας πρόσωπα, τόπους, έργα, σχέδια και όνειρα ανολοκλήρωτα, τις ίδιες πανσέληνους που θα συνεχίζουν την τροχιά τους ερήμην μας… θα είναι σαν τώρα… στιγμές αποσπασματικές… πολλές ελλείψεις …. και πολλές οφειλές…Πλην όμως, λόγια, λόγια, λόγια, λόγια κενόδοξα, λόγια χωρίς αντίκρισμα ήταν η ζωή μου… κύριε Ηλία…

– Μην το λες… σαν μεμψιμοιρία ακούγεται… έχεις την οικογένειά σου, τα παιδιά… είναι καλά… προβλήματα πάντα υπάρχουν… σου το είπα πως εμείς έχουμε ζήσει δυσκολότερα…

– Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους, μου φανερώνουν τώρα τι αξίζω… Ως νέος, είχα τη βασανιστική πρεμούρα να παριστάνω ότι βρήκα την αλήθεια… μολονότι έζησα εύκολα, ενώ εσείς, πράγματι, πολύ δυσκολότερα… με τέτοια προσωπεία κάλυπτα τις φοβερές ελλείψεις μου… και την απουσία μεγαλοθυμίας, αντοχής και ανοχής πλατύτερης για να υπομένω, ν’ αγκαλιάζω τα οικεία μου πρόσωπα και να ενδιαφέρομαι για αυτά κατά απόλυτη ιεραρχική προτεραιότητα. Απότοκη είναι η αηδία και η ντροπή που με κερνάει ο εαυτός μου τώρα. Διαπιστώνω ότι δεν κατέχω καμία αλήθεια και όχι μόνο δε μπορώ, δε δικαιούμαι να παριστάνω τον σοφό σε κανένα… αλλά εννοώ πως είμαι απόλυτα αποτυχημένος…

Κατά τις οκτώ το βράδυ, του τηλεφώνησε η μητέρα του. Ήταν θορυβημένη και ανήσυχη, ο γιος μιας στενής της φίλης είχε πεθάνει ξαφνικά από καρδιά. Βρήκε την αφορμή να τον επιπλήξει εντονότερα:

– Τι είναι αυτό το πράγμα μ’ εσένα! Υπάρχει κληρονομικότητα από τον πατέρα σου. Γιατί δεν πας να κοιτάξεις την καρδιά σου; Την καρδιά άμα την προσέξεις δε θα σε προδώσει ποτέ!

– Προηγούνται άλλοι!

– Δεν αισθάνεσαι ότι στηρίζονται και κάποιοι άλλοι επάνω σου;

– Τώρα πλέον που δεν έχω δεκάρα στην τσέπη μου, κανείς δεν έχει να χάσει τίποτα αν εγώ λείψω…

– Τι παλαβομάρες είναι αυτές που λες πάλι; Θα σου κλείσω το τηλέφωνο!

Δεν ήταν η πρώτη φορά που διαμείβονταν τέτοιες κουβέντες μεταξύ τους. Τα χρόνια είχαν περάσει, αλλά αυτός ενίοτε επέμενε ακόμα να παραμένει ιδιότροπο παιδί, να παρατείνει την ανησυχία της μητέρας του, να μην την κατευνάζει… συνειδητοποιούσε μελαγχολικά, μεταχρονολογημένα, μετά από τέτοιες παρορμητικές εκδηλώσεις, πόσο ελλιπής σαν άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι …

Λίγο αργότερα, στις δέκα το βράδυ, η κόρη του, του υπενθύμισε, ότι ετοιμαζόταν για την πρώτη, την παρθενική, μεταμεσονύχτια έξοδό της σε club με συμμαθητές της, ότι είχε εξασφαλίσει την συγκατάθεσή του και θα ήταν ανέντιμο να πάρει το λόγο του πίσω.

– Τι ώρα να περάσω να σε πάρω;

– Θα τηλεφωνηθούμε. Μάλλον θα έρθεις μετά τις τέσσερις το πρωί.

– Γιατί παιδί μου να ξενυχτήσεις τόσο πολύ; Ποιο το όφελος; Δεν έχει νόημα!

Αυτό δεν είναι διασκέδαση. Αυτό είναι σμπαράλιασμα. Δε θα ήθελα να μάθεις έτσι και να μας ζητάς τέτοια πράγματα. Ας μην κάνουμε την αρχή. Δεν έχει νόημα.

Ασ’ το για αργότερα. Σε δύο χρόνια και λιγότερο, θα είσαι, πρώτα ο Θεός, φοιτήτρια. Δεν έχουν νόημα αυτά τα ξενύχτια. Θα ήθελα να γεμίζεις με άλλα πράγματα…

– Τι λες βρε μπαμπά; Τι είναι αυτά πάλι; Γιατί να ξεχωρίζω από τους φίλους μου; Τόσες φορές μ’ έχουν καλέσει και δεν έχω πάει. Τώρα πρόκειται για την εκδήλωση του φροντιστηρίου τους. Θα με θεωρούν ακοινώνητη. Πρέπει να το πάρεις απόφαση. Η κόρη σου μεγάλωσε. Έγινε 17 χρονών.

Στις 11 πριν τα μεσάνυχτα ήταν έτοιμη, στολισμένη. Στεκόταν στην πόρτα με τις ψηλοτάκουνες γόβες που είχε για την περίσταση εκείνη αγοράσει. Του ένευσε να σηκωθεί. Ήταν ώρα να ξεκινήσουν. «Πώς είμαι;» τον ρώτησε. «Είσαι ωραία…» της απάντησε άτονα, με πόνο στο στήθος. Στο δρόμο την παρακαλούσε να μην ξεπεράσει το ένα ποτό και αυτό – εάν το παράγγελνε – θα έπρεπε να το πιεί λίγο λίγο ή να κάνει πως πίνει, γιατί ήταν αμάθητη. Όταν έφθασαν στην είσοδο του σχολείου, περίμεναν συζητώντας ώσπου πέρασε μια συμμαθήτριά της με τη μητέρα της και την πήρανε με το αυτοκίνητό τους.

Όταν επέστρεψε σπίτι ξάπλωσε. Στις τρεις είδε ότι του είχε στείλει μήνυμα στο κινητό πως ήταν καλά και να μην ξεχάσει το ραντεβού των 4 π.μ. Λίγα λεπτά αργότερα δέχτηκε μια κλήση από το τηλέφωνό της. Δεν ήταν η κόρη του, ήταν μια φίλη της, του ανέφερε ότι η κόρη του δεν ήταν καλά και ότι ήταν ανάγκη να πάει επειγόντως στο club. Το τηλέφωνο έκλεισε. Ξανακάλεσε και δεν απαντούσε κανείς. Έφτασε με χτυποκάρδι εκεί. Γινόταν πανζουρλισμός. Εκκωφαντική μουσική. Πατείς με, πατώ σε. Ρώτησε για την κόρη του. Του έδειξαν τη φιγούρα μιας κοπέλας, που ήταν διπλωμένη στα καθίσματα έξω, απόμερα, μόνη της. Κανένας φίλος, κανένας συμμαθητής, δε στεκόταν κοντά της. Είχαν φύγει, του είπαν. Το κεφάλι της ακουμπούσε σχεδόν στο πεζοδρόμιο. Της φίλησε τα χέρια. Την αγκάλιασε. Μετά δυσκολίας άρθρωνε φράσεις. Πρόσεξε πως ήταν ανυπόδητη. Οι καμαρωτές γόβες της, άφαντες. Δεν ήξερε κανένας να του πει τι απέγιναν. Τη βοήθησε να σηκωθεί. Άπλωσε το χέρι του γύρω από τη μέση της και απίθωσε το δεξί της χέρι πάνω από την ωμοπλάτη του. Προχώρησαν μέχρι το αυτοκίνητο, βάδιζαν δύσκολα ‒εκείνη τρέκλιζε, έτοιμη να λιποθυμήσει πάνω στα γυμνά της πόδια‒- μάλλον βάδιζαν και οι δύο ξυπόλητοι, με ψυχή ξυπόλητη και παγωμένη, με το πρόσωπο στο χώμα. Με εκείνο το ανομολόγητο αίσθημα που είχε ξαναδοκιμάσει. Αν και νωρίς το βράδυ της προηγούμενης ημέρας διαβεβαίωνε μετ’ επιτάσεως τον κύριο Ηλία ότι ποτέ του, σε καμία περίοδο της ζωής του, δεν είχε κυκλοφορήσει ανυπόδητος και πεινασμένος…

[Πρώτη δημοσίευση.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη