Το 2009 o David Sylvian κυκλοφόρησε το έξοχο Manafon, ηχογραφημένο μέσα σε διάστημα τριών χρόνων από μουσικούς που αυτοσχεδίασαν, με τον Sylvian να επιλέγει στο τέλος όσο του ταίριαζε από το υλικό και να προσθέτει τη φωνή. Επανεπεξεργασμένα, τα κομμάτια του Manafon κυκλοφόρησαν ξανά στο Died in the Wool: Manafon Variations (2011), με την προσθήκη κι άλλης μουσικής, ανάμεσά τους και δύο μελοποιημένων ποιημάτων της Emily Dickinson, που το πνεύμα της θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ο οδηγός σε τούτη τη δουλειά του Sylvian. Από τα δύο, το ένα (αρ. 258 ή 320, ανάλογα), είναι μια εικόνα σμιλεμένου χρόνου που κόβει την ανάσα, όπου το φως, όπως με κλίση πέφτει, γίνεται κατανυκτικό σύμβολο ελεγειακής ομορφιάς κι απελπισίας, στην κόψη θανάτου και ζωής· γίνεται άηχη μουσική που το τοπίο την αφουγκράζεται.
There’s a certain Slant of light,
Winter Afternoons –
That oppresses, like the Heft
Of Cathedral Tunes –
Heavenly Hurt, it gives us –
We can find no scar,
But internal difference –
Where the Meanings, are –
None may teach it – Any –
‘Tis the seal Despair –
An imperial affliction
Sent us of the Air –
When it comes, the Landscape listens –
Shadows – hold their breath –
When it goes, ’tis like the Distance
On the look of Death –
Η μουσική υπάρχει ατόφια στο βάθος των λέξεων, σε τούτο το «Heft of Cathedral Tunes», στο «imperial affliction» – δεν περιγράφεται, μονάχα βιώνεται.
Μα τραγουδιέται, γιατί με τρόπο μαγικό ο ακροατής του Sylvian βιώνει ακούγοντας το ποίημα ό,τι νιώθει διαβάζοντάς το. Το αργό τράβηγμα της φωνής, το βάθος της, κάτι τρεμάμενο που ’χει, μια πνιχτή οδύνη – δίνουν στις λέξεις της Dickinson τέτοιον ήχο, που λες πως, και αν ακόμα οι ίδιες έλειπαν, η φωνή θα αρκούσε για να δεις τούτο το φως να πέφτει γερτό σαν μέσα σε έρημη εκκλησία.
Μια συλλογή από ποιήματα της Dickinson, με τίτλο Το μέγα ύδωρ, μεταφρασμένα από τον Διονύση Καψάλη, είχε κυκλοφορήσει το 2004 από τις εκδόσεις Άγρα, ανάμεσά τους και το 258 ή 320. Και στη μετάφρασή του ο κύριος Καψάλης πετυχαίνει ένα θαύμα, καταφέρνοντας να δώσει την οδυνηρή ομορφιά των στίχων της Dickinson, κρατώντας τους και αλλάζοντάς τους, πλάθοντας εντέλει μια νέα ποιητική σύνθεση που στην καρδιά της, ωστόσο, ο παλμός είναι ο ίδιος με της πρωτότυπης· πολύ απλά, γράφοντας ο ίδιος το δικό του ποίημα για τούτη την κλίση του φωτός.
Είναι μια κλίση του φωτός,
απόγευμα χειμερινό,
που μας συνθλίβει σαν σκοπός,
από καθεδρικό ναό.
Και μας πληγώνει με τον πόνο
των ουρανών, μα δεν θα βρούμε
σημάδι – ένα ρήγμα μόνο
σ’ ό,τι θελήσουμε να πούμε.
Καμιά δεν παίρνει διδαχή,
είναι σφραγίδα κι είναι πέρας·
μια συμφορά βασιλική
που μας τη στέλνει ο αιθέρας.
Την αφουγκράζεται ο τόπος
μ’ όλη την άπνευστη σκιά του,
κι ύστερα φεύγει κι είναι όπως
μάκρος στην όψη του θανάτου.
Πολλές οι θαυμαστές μεταφραστικές επιλογές, τις διακρίνει διαισθητική ακρίβεια που δε μένει στη νοηματική επιφάνεια της λέξης μα πάει στο βάθος της, ωστόσο θα σταθώ σε μία που με ξάφνιασε γιατί, φαινομενικά ξεμακραίνοντας σχεδόν ολότελα από τη λέξη που αποδίδει, εντέλει πάει κοντύτερά της απ’ ό,τι, ίσως, οποιαδήποτε μετάφραση. Είναι τούτο το «Despair», που στα ελληνικά δε γίνεται «απελπισία» ή «απόγνωση», μα «πέρας». Και στη συνήχηση που το «despair» κάνει με το «πέρας», σ’ αυτήν τη συνηχητική και όχι στενά νοηματική απόδοση της λέξης, νιώθω το βάθος του ποιήματος της Dickinson, βοηθούμενος από τη μεταφορά του στα ελληνικά, να μου φανερώνεται διπλά.