Αν κάποιος θελήσει να μελετήσει τη μουσική φιλολογία της λόγιας δυτικής μουσικής μπορεί κάλλιστα να ανατρέξει στη «Βίβλο» που συνίσταται από τα φωνητικά έργα του Παλεστρίνα, τα κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν, τις συμφωνίες του Μότσαρτ, τα έργα του Μπαχ, και τόσα άλλα έργα μεγάλων δασκάλων. Η τζαζ όμως, που αποτελεί σάρκα από τη σάρκα της «κλασικής» μουσικής αλλά και αυτής της ίδιας της δυτικής συμφωνικής ορχήστρας, και η οποία στη συνέχεια της το ανταπέδωσε (βλέπε Μωρίς Ραβέλ, Ιγκόρ Στραβίνσκυ κ.ά), ισχύει κάτι διαφορετικό. Η ίδια η φύση αυτής της μουσικής στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, κι έτσι φιλολογία της δεν είναι παρά οι ηχογραφήσεις της, οι παρτιτούρες είναι απλά οι ελαχιστότατες κορυφές των παγόβουνων που αναδύονται κατά την εκτέλεση.
Η τζαζ φτάνει στην Ελλάδα με καθυστέρηση δεκαετιών, όπως συμβαίνει συνήθως με όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα, και αναπτύσσεται στην αρχή χάρη στις δονκιχωτικές προσπάθειες μουσικών όπως οι Γ. Σπάρτακος, Καπνίσης, Μωράκης, Μ. Πλέσσας για να φτάσει σιγά σιγά να αποκτήσει μια πιο πληθωρική φωνή. Μετά τη μεταπολίτευση οι μουσικοί […]
[Η συνέχεια του κειμένου στο τεύχος 10, που κυκλοφορεί. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του τεύχους είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας. Στη φωτογραφία (Μ. Πολυχρονιάδου, από το περιοδικό ΤΖΑΖ, τχ. 2, Μάρτιος 1978), οι Βαγγέλης «Σπόρος» Κουτσοτόλης (από τους Brahms, Olympians, Blow Up, Mad κ.λπ.) και ο Κώστας «Κολτρέιν» Λιάκης (από τους Harlems κ.λπ.) παίζουν ως μέλη του σεξτέτου του κιθαρίστα Λάκη Ζώη στο Τζαζ Κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου στην Πλάκα, τον Φεβρουάριο του ’78.]