Ξέρετε τὴν ἱστορία μὲ τὸ μικρὸ παιδάκι ποὺ ἤθελε νὰ χωρέσει τὴ θάλασσα στὸ μικρό του κουβαδάκι, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατον διότι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀδύνατον νὰ χωρέσει στὸ ἀνθρώπινο μυαλό…
Γιὰ τὴ θάλασσα βέβαια εἶναι γνωστὲς πολλὲς ἱστορίες ἢ μυστήριες κουβέντες. Ἂς ποῦμε κάποιος, τὰ πολὺ παλιὰ χρόνια, ἔλεγε ὅτι ἡ ἀλήθεια κρύβεται στὸ βυθὸ τῆς θαλάσσης. Μέσα ἀπ’ τὴ θάλασσα ἀναδύθηκε ἡ Ἀφροδίτη, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτα. Ἐνῶ πάνω στὰ κύματά της περπάτησε ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ κάτι εἶχε ἀκούσει τὸ παιδάκι τῆς ἱστορίας μας καὶ γι’αὐτό, ὡς φαίνεται, τοὔκανε μεγάλη ἐντύπωση ἡ θάλασσα κι ἤθελε νὰ τὴ χωρέσει ὅλη στὸν κουβά του. Μάταια ὅμως. Ὁπότε, εἶδε κι ἀπόειδε, τσαντίστηκε, πῆρε ὅση θάλασσα χωροῦσε τὸ κουβαδάκι του κι ἔφυγε μακριά. Μακριὰ ἀπ’τὴ θάλασσα, οὔτε νὰ τὴ βλέπει, οὔτε νὰ τὴν ἀκούει.
Σὺν τῷ χρόνῳ, καὶ καθὼς τὸ παιδὶ μεγάλωνε εἶχε ξεχάσει σχεδὸν ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν, εἶχε δὲ ξεχάσει ἀκόμα καὶ τί εἶναι θάλασσα ἔχοντας σχηματίσει τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι θάλασσα εἶναι τὸ νερὸ ποὺ περιεῖχε τὸ κουβαδάκι του. Μόνον, ἔτσι σὰν ὄνειρο, θυμότανε διάφορες ἀλλόκοτες ἱστορίες, ὅτι ἤτανε, λέει, ἀπέραντη, ὅτι εἶχε βάθη μυστικὰ κι ἀνεξερεύνητα καὶ ὅλα αὐτὰ τώρα, φυσικά, τὰ περιγελοῦσε διότι ἔβλεπε ὁ ἄνθρωπος ὅλη τὴ θάλασσα μπροστά του, στὸ μικρό του κουβαδάκι. Γιὰ νὰ εἶναι ἀπόλυτα σίγουρος μάλιστα, ἄρχισε νὰ περιεργάζεται τὸ περιεχόμενο τοῦ κουβᾶ, νὰ κοιτάει τὸ χρῶμα του, νὰ δοκιμάζει τὴ γεύση του, νὰ ἐξετάζει τὸν πάτο του καὶ μὲ ὕφος σοφοῦ νὰ ἀποφαίνεται τὶ εἶναι θάλασσα.
Ἀλλὰ μὲ τὸν καιρό τὸ νερό, ἄλλο χύθηκε, ἄλλο ἐξατμίστηκε, ξέρω ‘γώ, καὶ ὁ κουβᾶς ἔμεινε ἀδειανός. Ἔτσι κι αὐτὸς ἔπαψε νὰ σκοτίζεται πιά. Ξέχασε τὸν κουβᾶ, ξέχασε καὶ τὴν θάλασσα καὶ ζοῦσε μιὰ χαρά ὅπως νόμιζε.
Μὰ τώρα κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε νερό, ὅταν ἔβρεχε φερ’ εἰπεῖν, ἢ ὅταν συναντοῦσε κανένα ποταμάκι, καμμιὰ πηγούλα κάπου, ἔνιωθε ἄσχημα, τὸν ἔπιανε μιὰ ξαφνικὴ ἀναγούλα. Γι’ αὐτὸ ἀποφασίζει νὰ κλειστεῖ σ’ἕναν πύργο, οὕτως ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁριστικὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ πρόβλημα.
Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Μόνο ποὺ δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ κατάλαβε ὅτι τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ ζήσει. Τὰ διάφορα ὑποκατάστατα ποὺ εἶχε βρεῖ δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ σβήσουν τὴ δίψα. Ξεραινόταν τὸ στόμα του. Εἶχε ἀφυδατωθεῖ καὶ κόντευε νὰ καταρρεύσει. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅτι μὲς στὸν πύργο εἶχε κλεισμένο καὶ τὸ κουβαδάκι του, ποὺ τώρα, ἀποκαμωμένος πιὰ καθὼς ἦταν, τὸ κοίταζε, τὸ κοίταζε, ὅλο κάτι τοὔφερνε στὸ μυαλό, μὰ δὲν μποροῦσε νὰ ξεκαθαρίσει τί…
[Ἀπό τό νέο βιβλίο τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου, Ἀφηγήσεις ἑνός ἑπόμενου κόσμου, ἐκδ. Ἁρμός.]