ΔΕΚΑ ΤΑΙΝΙΕΣ
με τη σειρά προβολής τους,
από Ιανουάριο έως Δεκέμβριο 2014
1. Νεμπράσκα, του Αλεξάντερ Πέην*
Ο Αλεξάντερ Πέιν, «ο Κωνσταντίνος Αλέξανδρος Παπαδόπουλος» όπως συστήνεται, είναι γεννημένος στη Νεμπράσκα κι εκεί γύρω κατοικούν συνήθως οι ταινίες του. Ο Γούντι Γκραντ είναι ένας φτωχός παράξενος γέρος, που θέλει να πάει, έστω και με τα πόδια, από το Μπίλινγκς της Μοντάνα, όπου μένει, στο Λίνκολν της Νεμπράσκα για να εισπράξει το κουπόνι του ενός εκατομμυρίου, που νομίζει ότι έχει κερδίσει. Καθώς η ταινία ξετυλίγεται, ο Γούντι οικογενειακώς θα βρεθεί στο Χόθορν, κωμόπολη της Νεμπράσκα όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε. Κι ο ίδιος ο Πέιν γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει εκεί κοντά, στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Ο σκηνοθέτης οργανώνει το δράμα σε χαμηλούς τόνους. Το ίδιο ισχύει και στο παίξιμο των ηθοποιών. Εάν επιβιώνει κάτι το ελληνικό πάνω σ’ αυτόν τον Έλληνα από τη Νεμπράσκα, είναι νομίζω ακριβώς αυτό: Η μεγαλύτερη περιπέτεια του κόσμου είναι ο άνθρωπος, μας λέει ο Πέιν.
2. Ομάρ, του Χανί Αμπού–Ασάντ*
Ο Ομάρ είναι ένας νέος Παλαιστίνιος, σε ηλικία γάμου. Στη Δυτική Όχθη. Ένα περιτειχισμένο πρόσωπο, παγιδευμένο μέσα στο τείχος των Ισραηλινών, όπως η κατεχόμενη πατρίδα του. Ο Ομάρ, που ξεκιναει με όλες τις ελπίδες και τις υποσχέσεις για μια νέα ζωή, γίνεται γρήγορα ένας απελπισμένος. Αυτή είναι σε λίγες γραμμές η ιστορία της ταινίας του Χανί Αμπού Άσαντ, γεννημένου στη Ναζαρέτ σκηνοθέτη, που από το 1980 ζει και εργάζεται στην Ολλανδία. «Παρά το ότι», όπως λέει η Τζερούσαλεμ Ποστ (16/1/2014), «ο Αμπού Άσαντ ζει στο Ισραήλ και μέρη της ταινίας γυρίστηκαν στο Ισραήλ, ο σκηνοθέτης είναι αμετάπειστος στο να συμμετέχει η ταινία του στην επιλογή των Όσκαρ ως “Παλαιστινιακή”.». Η ερμηνεία του Αδάμ Μπάκρι, στο ομώνυμο ρόλο είναι δυνατή και πάνω του στηρίζεται όλη η δράση και η πειθώ του έργου. Γυρισμένη στα έγκατα της Δυτικής Όχθης, η ταινία καταφέρνει να αποδώσει πολύ καλά το κλίμα πολιορκίας που ζουν καθημερινά οι κάτοικοί της.
3. Το μικρό ψάρι, του Γιάννη Οικονομίδη*
Με τον Στράτο, ο Οικονομίδης προσθέτει έναν ακόμα ήρωα, ένα «μικρό ψάρι», στον αδυσώπητο κόσμο του εγκλήματος. Κι ας μην ξεχνάμε πως ανέκαθεν στις ταινίες, στο αγαπημένο και στον Οικονομίδη είδος του φιλμ-νουάρ, ο κόσμος του εγκλήματος δεν είναι παρά μια αντιστροφή ή μια όψη από τα κάτω του αδυσώπητου και αιματοχαρούς κόσμου του οικονομικού και κοινωνικού ανταγωνισμού. Μόνο που οι από κάτω, τα «μικρά ψάρια», έχουν κάποτε ανοιχτό το δρόμο της εξιλέωσης. Αντίθετα, οι από πάνω καρχαρίες της παμφάγου πλουτοκρατίας είναι σχεδόν αδύνατο, σαν την κάμηλο, να περάσουν στην τρύπα της βελόνας του ελέους. Εκτός απ’ τον καλύτερο –ως τώρα– Οικονομίδη, στην ταινία έχουμε τον καλύτερο Βαγγέλη Μουρίκη. Η πορεία του στιβαρού ηθοποιού στο ελληνικό σινεμά του έχει δώσει τα χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερης περσόνας, σαν τους ηθοποιούς στον κινηματογράφο των ειδών του Χόλλυγουντ. Κι όμως, ο Οικονομίδης είναι λυρικός. Σ’ εκείνα τα πλάνα του που στέκονται σε λεπτομέρειες βλέπεις μια ματιά λυρική στα παράξενα και αφιλόξενα τοπία της πόλης. Κι έπειτα ο χειμώνας. Ούτε ένα κλαδί πράσινο. Μια ασκητική πένθους.
4. Ο θρύλος του Μίκαελ Κολχάας, του Αρνό ντε Παλιέρ
Ο Μίκαελ Κολχάας είναι, βέβαια, ήρωας του μεγάλου Γερμανού ποιητή και δραματουργού του 18ου αίωνα Χάινριχ φον Κλάιστ. Είναι ένας έμπορος αλόγων, στον γερμανικό 16ο αιώνα, που η αδικία από τον άρχοντα της περιοχής και η κακοδικία στη συνέχεια τον κάνει ρέμπελο. Ξεσηκώνει κατά του άδικου και αιμοσταγούς άρχοντα τους χωρικούς και ηγείται μιας τοπικής επανάστασης. Ο Αρνό ντε Παλμιέρ μεταφέρει την ιστορία του δράματος στη Γαλλία. Θυμίζει άλλωστε παρόμοιες ιστορίες και στην Ελλάδα του 17ου αιώνα. Κι αυτό το καταφέρνει ο σκηνοθέτης με την αφαίρεση. Με λιτές εικόνες στήνει πολύ καλά την εποχή και τον ήρωα, χωρίς γραφικότητες, δίνοντάς του διαχρονική δύναμη. Επενδύει πάρα πολλά —και δικαίως— στον Μαντς Μίκελσεν, τον πρωταγωνιστή του, που έχει πράγματι χαρακτηριστικά λαϊκού ήρωα. Κρυφοκοιτάζοντας την Πηγή των παρθένων (1960) του Μπέργκμαν, χωρίς να καταφέρνει να φτάσει στο αρχετυπικό ύψος της εκδίκησης του Μαξ φον Σύντωφ, δίνει πάντως μια ταινία που στέκεται καλά, με εικόνες που γοητεύουν.
5. Μέχρι το τέλος, του Τόμι Λι Τζόουνς*
Με κάποια σκηνικά στοιχεία από τον Μπέλα Ταρ, θαρρώ, με αρκετό λυρισμό της Δύσης, κάποτε εκτός κλίματος, και δουλεύοντας μινιμαλιστικά εξ ίσου με τον Ταρ στο σκηνικό και τη δράση, ο Τζόουνς επιχειρεί να φωτίσει ένα δύσκολο στην κατανόησή του σήμερα εγχείρημα με δύο χαρακτήρες αντίθετους να συμβιώνουν αναγκαστικά μέσα σε έναν αφιλόξενο τόπο. Κι όμως, όπως αποδεικνύεται στο τέλος, η Μαίρη, μια υπερήφανη νεοϋορκέζα, που μετανάστευσε στη Δύση και ο κύριος Μπριγκς, βετεράνος του Αμερικανικού Εμφυλίου και λιποτάκτης, δεν είναι τόσο διαφορετικοί, ούτε και τόσο αδιαπέραστοι εν τέλει στην αγάπη, όσο δείχνουν. Στο επίπεδο των ερμηνειών, πραγματικά τι να πεις; Ο Τζόουνς εξαίσιος, η Χίλαρι Σουάνκ συγκλονιστική. Παρά τους ανοιχτούς ορίζοντες της άγριας Δύσης, όπου ταξιδεύει η αλλόκοτη αυτή ομάδα ανθρώπων, όλη η ταινία είναι σα να οργανώνει ένα τείχος γύρω από τους ήρωες. Μετατρέπεται έτσι από ένα τυπικό Γουέστερν Ρόουντ Μούβι (αν πράγματι σημαίνουν κάτι σήμερα αυτοί οι όροι), σε μια ιστορία εγκλεισμού.
6. Ο Νο 1 καταζητούμενος, του Άντον Κόρμπιν*
Μια ακόμα ιστορία του μαιτρ Τζων λε Καρέ στον κινηματογράφο. Μια καλοφτιαγμένη κατασκοπική ταινία, σαν τον παλιό καλό καιρό, χωρίς τις θεαματικές υπερβολές του Τζαίημς Μποντ, με αρκετό παρ’ όλα αυτά σασπένς, που σου κόβει την ανάσα με τις ανατροπές της, ιδιαίτερα στο φινάλε. Και που τραβά, πολύ λίγο έστω, την κουρτίνα μπροστά από έναν αθέατο πόλεμο μυστικών υπηρεσιών, με φόντο τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Το μεγάλο ατού του έργου λέγεται Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ο βραβευμένος με Όσκαρ πρωταγωνιστής, ο οποίος πέθανε τον Φεβρουάριο. Έχει τόσο πολύ εγκολπωθεί το ρόλο του Μπάκμαν, ώστε κινείται με άνεση, ακόμα και στην αμήχανη μοναξιά του ήρωα. Πίνοντας και καπνίζοντας ασταμάτητα, μέσα σ’ ένα γκρίζο περίκλειστο σκηνικό εσωτερικών και εξωτερικών χώρων γίνεται οδηγός της αφήγησης. Η παρουσία και οι ατάκες του δημιουργούν έναν ιδιότυπο εσωτερικό μονόλογο που θυμίζει φιλμ νουάρ.
7. Στο σπίτι, του Αθανάσιου Καρανικόλα*
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τον ενθουσιασμό μου για την ταινία. Ο Αθανάσιος Καρανικόλας, που ζει και εργάζεται στη Γερμανία, δουλεύει με τους ηθοποιούς σύμφωνα με την τεχνική του Σάνφορντ Μάισνερ, μια τεχνική ασκήσεων ρεαλισμού, το λέω απλουστευτικά, που βάζει τους ηθοποιούς αβίαστα στην καθημερινότητα. Έτσι καταφέρνει να απογυμνώσει την αφήγηση από το μελοδραματισμό και φέρνει τους ηθοποιούς πιο κοντά σε μια φυσική αποτύπωση των ηρώων. Εύστοχοι όλοι τους κι η Μαρία Καλλιμάνη, ως Νάντια, καταθέτει μια πρώτης γραμμής υποκριτική δουλειά, άξια για Όσκαρ. Την ίδια αυστηρότητα ακολουθεί και το σενάριο. Χαμένοι μέσα σ’ ένα κενό οι ήρωές του, μοιάζουν κάποτε ναυαγοί σ’ ερημονήσι, μόνοι τους απέναντι στις επιλογές τους. Μόνοι τους κι απέναντι στο θάνατο. Το ζητούμενο στο τέλος είναι η ανθρωπιά και η συγχώρεση. Όπως και να το κάνουμε, ένας Έλληνας κινηματογραφικός μαθητής του μέγα Γ. Όζου δεν είναι καθόλου λίγο.
8. Ida, του Πάβελ Παβλικόφσκι
Μια αλλιώτικη επιστροφή στα «σοσιαλιστικά» σίξτις, αλλά και στην ίδια την πατρίδα του, την Πολωνία, επιχειρεί ο Πάβελ Παβλικόφσκι, που μέχρι σήμερα έκανε ταινίες στη Μ. Βρετανία. Μια επιστροφή στην σκοτεινή ιστορία της οικογένειάς της κάνει και η ηρωίδα, η Ίντα, η υποψήφια μοναχή Άννα. Μια επιστροφή στην πίστη συνάμα; Ο Παβλικόφσκι σκεφτικός, αφήνει ελεύθερα τις ηρωίδες του να ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Η Ίντα, η πρωταγωνίστρια, μαθαίνει πως είναι Εβραιοπούλα, μόνη ζωντανή από μια φριχτή σφαγή. Η θεία της Βάντα είναι σιδηρά δικαστής, η κόκκινη εκδίκηση του καθεστώτος. Με ασπρόμαυρες εικόνες και αισθητική κάπως «παλιομοδίτικη» για το λαϊφστάιλ του «σήμερα», καταφέρνει να συγκινήσει γιατί επιστρέφει στην ανθρώπινη επικαιρότητα: ελευθερία-αφοσίωση, αγάπη-εκδίκηση, έρωτας-άσκηση. Οι δύο άκρες ενός ζυγού που κρίνουν τον κόσμο μας. Με τις δύο Αγάθες, την Αγκάτα Τσεμπουκόσκα, στο ρόλο της δόκιμης μοναχής Άννας και την Αγκάτα Κουλέζα, σαν θεία Βάντα, να κάνουν ως ηρωίδες τις διαφορετικές τους επιλογές, η ταινία οπλίζεται με δύο συναρπαστικές ερμηνείες. Η επιστροφή στο μοναστήρι γίνεται ένας χιονισμένος και παγωμένος Γολγοθάς.
9. Interstellar, του Κρίστοφερ Νόλαν*
Ο Νόλαν καταφέρνει να κάνει κινηματογραφικά απτό το διάστημα και το μέλλον. Καθόλου μικρό το επίτευγμά του. Ο Κούπερ στον απώτερο ουρανό και η κόρη του Μερφ στη γη θα… σώσουν τον κόσμο από την καταστροφή. Σύνδεσμός τους δεν είναι οι αδύνατες σε τέτοιες αποστάσεις τηλεπικοινωνίες, αλλά η αγάπη, η οποία επαναφέρει την ανθρωπότητα από το απώτερο Σύμπαν σε αρχέγονα ζητούμενα και την ταινία από την υπερπεριπέτεια στον μελοδραματισμό. Μελόδραμα, λοιπόν; Και μελόδραμα. Μα υπάρχει σινεμά, μάλιστα τέτοιων διαστάσεων, χωρίς μελόδραμα; Αμφιβάλλω. Μπορεί η ταινία να έχει διάρκεια κάπου τρεις ώρες, μπορεί να ξεβράζει κάποτε στην ακτή της αμερικανικής ελαφρότητας —αυτό που λέμε «μεταφυσική» δεν είναι το φόρτε των Αμερικανών— μπορεί ως δια μαγείας η αμερικανική μεσοαστική οικογένεια να επιζεί και στη διαστρική εποχή, αλλά σας βεβαιώ ότι η ταινία βλέπεται ασκαρδαμυκτί.
10. Οι σταθμοί του Σταυρού, του Ντίτριχ Μπρίγκεμαν*
Στυλιστικά μνημειώδης η ταινία, αποτελείται από δέκα τέσσερα, τα περισσότερα ακίνητα, μονοπλάνα —όσοι και οι Σταθμοί του Ιησού στην πορεία του προς τον Γολγοθά, κατά τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία—, καταφέρνει ωστόσο να κρατά ψηλά τους δραματικούς της τόνους. Είναι ο σκηνοθέτης Ντίτριχ Μπρίγκερμαν και η αδελφή του Άννα, με την οποία έχουν γράψει μαζί το σενάριο, θρήσκοι; Όχι, αν και έχουν μεγαλώσει σε αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον. Ξέρουν ωστόσο από πρώτο χέρι την εσωτερική «κακοποίηση»-καταπίεση που υφίσταται η μικρή Μαρία. Αλλά η κλίση της Μαρίας προς τα θεία είναι πηγαία, αληθινή, όσο κι αν στρεβλώνεται από ένα Χριστιανισμό που αρνείται τη χαρά και τη σύγχρονη ζωή εν γένει. Το θαύμα είναι κι αυτό αληθινό προκαλώντας την αμηχανία. Η ερμηνεία της μικρής Λία Βαν Άκεν (γεννημένη το 1999!) στο ρόλο της Μαρίας είναι αξιοθαύμαστη.
[* Αποσπάσματα από κριτικές στην εφημερίδα Ρήξη και το περιοδικό Νέα Πολιτική. Η φωτογραφία είναι από την ταινία Οι σταθμοί του Σταυρού.]