λῦσαί τ’ ἐκέλευον ἑταίρους
ὀφρύσι νευστάζων: οἱ δέ προπεσόντες ἔρεσσον.
Ὀδύσσειας Μ, 193-194
Μοναχικό κορίτσι ὡς ἀκουμπᾶ
τήν ἄκρη τῆς θάλασσας
λικνίζεται. Δέν τραγουδᾶ
Τό κύμα τῆς βρέχει τ’ ἀκροδάχτυλα
καί ’κείνη παίζει μέ τόν ἀφρό
πλέκοντας τόν γρίφο τοῦ ὁρίζοντα
τυλίγεται γκρίζο δωρικό
Μονάκριβο κορίτσι δές ἀκουμπᾶ
στήν ἄκρη τῆς θάλασσας
λικνίζεται. Δέν σταματᾶ
Τά κύματα στά γόνατα τή φιλοῦν
κάνει ν’ ἀγκαλιάσει τά νερά
λύνοντας τά μαλλιά της γύρω κοιτᾶ
ὅλο τό βάρος τοῦ οὐρανοῦ
Μοναχικό κορίτσι πού δέ γελᾶ
στίς ἄκρες τῆς θάλασσας
λικνίζεται. Ἀριοπατᾶ
Στά κύματα ὁ κόλπος της μουσκεύει
κοιτάζοντας πέρα μακριά
κάποιο καράβι στέκεται περνᾶ
ἀδιάφορο στό σκοῦρο ρόζ μακραίνει
4.11.2014