κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ευάγγελος Κουσιάδης
Γυναίκες που φοβόντουσαν τον ίσκιο τους και αγάπησαν τη σκιά τους…
Εκδόσεις Χίλων, 2014
Το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας είναι μια μελέτη, η οποία από τη μια στηρίζεται σε καθαρά επιστημονικές απόψεις, από την άλλη σε αφηγήσεις ασθενών. Και όπως όλα τα βιβλία του είδους, κυλάει σαν το τρένο, σε δυο ράγες που πάνε παράλληλα προς τον ίδιο προορισμό. Το αφηγηματικό υλικό προσφέρεται σε τρεις κύριες μορφές: την επιστημονική τριτοπρόσωπη αφήγηση, αφήγηση- μελέτη, με λογικό, αποδεικτικό λόγο και αναφορές στην προσήκουσα βιβλιογραφία• τον διάλογο, κατ’ εξοχήν θεατρικό είδος λόγου, το οποίο συνίσταται από τις εξομολογήσεις των ηρωίδων με το «δράμα» τους, όπως αυτές το αντιλαμβάνονται, και τέλος τη λυρική έκφραση του εγώ με τα εμφανιζόμενα ποιήματα στην αρχή των κεφαλαίων. Έτσι το επιστημονικό μέρος μοιάζει σαν να είναι το πραγματολογικό υλικό ενός έργου το οποίο απαρτίζεται από το παραδειγματικό υλικό.
Για να επιτευχθεί η συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου απαιτείται ο δημιουργός του να συμμετέχει ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές νοητικές διαδικασίες, οι οποίες σπάνια συνυπάρχουν σε ένα άτομο. Με άλλα λόγια είναι δύσκολο ένας άνθρωπος να εκφράζεται ψυχικά και νοητικά εξίσου εύκολα σε δύο τόσο διαφορετικά είδη που το ένα απαιτεί λογική (επιστήμη) και το άλλο συναίσθημα (λογοτεχνία).
Ο συγγραφέας, Ευάγγελος Κουσιάδης είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας – ψυχοθεραπευτής και μέλος του βρετανικού συλλόγου ψυχολόγων. Μελετά τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, της νέας αλλά και της κάπως ώριμης γυναίκας, την οποία παρακολουθεί στη μοναξιά της: ανύπαντρη, ανεξάρτητη, με σχέση, με φίλες, με γονείς ή χωρίς• γενικά μόνη. Και όπως μεγαλώνει εκείνη, μεγαλώνει και η μοναξιά της. Κι ενώ το βλέμμα του είναι επιστημονικό και διερευνητικό, παράλληλα είναι και τρυφερό και επιεικές και γεμάτο συμπάθεια για το ανθρώπινο προβλημα και το υπαρξιακό αδιέξοδο που βιώνουν οι γυναίκες της έρευνάς του, οι ηρωίδες του, που κινούνται μέσα σε μια ρευστή, ακαθόριστη φαινομενικότητα, μια πραγματικότητα επινοημένη από το φόβο τους.
Ο τίτλος – Γυναίκες που φοβόντουσαν τον ίσκιο τους και αγάπησαν τη σκιά τους… – βάζει τις γυναίκες ανάμεσα σε δυο ίσκιους. Φοβούνται κάτι ανύπαρκτο, αλλά και ζουν προσκολλημένες σ’ αυτό. Σαν να βρήκαν την αιτία για να ζουν.
Ο Δάντης έχει πει: Trattando I’ ombre come cosa salda (να χειρίζεσαι τους ίσκιους σαν πράμα στερεό, Α,Ι). Κάθε ίσκιος, ενώ από τη φύση του είναι άυλος, από την ώρα που για την ηρωίδα του είναι απειλή, αποκτά ύλη και μετατρέπεται σε υλικό προς επεξεργασία. Και οι ίσκιοι αυτοί κατοικούν βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, στο προσωπικό ασυνείδητο του καθενός, όπως είπε και ο Carl G. Jung, και «μέσ’ αυτό βρίσκονται θαμμένοι οι πιο ανεξιχνίαστοι φόβοι», «οι πιο σκοτεινοί δαίμονες, οι πιο ανεκπλήρωτες και ανείπωτες επιθυμίες, τα πιο μύχια και τρελά όνειρα. Εκεί όμως ταυτόχρονα βρίσκονται –εν υπνώσει- και οι πιο αξιοθαύμαστες δυνατότητες και οι πιο μεγαλειώδεις ικανότητες». Αυτές δεν θα τις δούμε σήμερα.
Κατεξοχήν πρόβλημα των γυναικών του βιβλίου είναι η μοναξιά. Η εμπεριστατωμένη αναφορά στα κοινωνικά δεδομένα αναδεικνύει το ατομικό αδιέξοδο της κάθε μίας ηρωίδας αλλά και το καθολικό που όλοι ως κοινωνικό σύνολο βιώνουν. Έτσι λοιπόν, ο Κουσιάδης λειτουργεί και ως κοινωνιολόγος. Εστιάζει στους ρόλους που ανέλαβε η γυναίκα και δεν πρόλαβε να αφομοιώσει, τις υπερβάσεις τις οποίες υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει, την παρουσία της μητέρας και του ρόλου της πλάι στην κόρη. Συχνά η μητέρα είναι καταπιεστική, δρα ανασταλτικά στην αποδέσμευσής της, σαν να μην έχει κόψει ακόμα το λώρο. Μελετά γενικώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Παρακολουθεί το πρόβλημα, πώς εκδηλώνεται διεθνώς, και καταγράφει στατιστικές σχετικές με τον αριθμό των ψυχοφαρμάκων που απαιτούνται για να υποστυλώσουν την καταρρέουσα ψυχή. Θεωρητικά έχει διαπιστώσει ότι τα άτομα με διαταραχές της διάθεσης, κάνουν δύο λάθη: το ένα λά-θος αφορά τη Συναισθηματική Λογική και το άλλο την Κατα-στροφολογία. Αυτά τα δυο λάθη συνυπάρχουν με ένα ακόμα πολύ σημαντικό που ονομάζεται Διάβασμα της σκέψης.
Η έκφραση «Συναισθηματική Λογική» είναι που κυριαρχεί στην κρίση της κάθε ηρωίδας και όχι η ορθή λογική. Από τις ηρωίδες – ασθενείς άλλη βλέπει εχθρικό όλο τον κόσμο, τον φοβάται και τον αποφεύγει, άλλη νομίζει ότι δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί και να αγαπηθεί, άλλη φοβάται πως αυτό που έχει θα χαλάσει, άλλη έχει φαντασιώσεις με άνδρες ποικίλους, άλλες θέλουν παιδί, καθεμία, για διαφορετικό λόγο, και, εν τέλει, υπάρχουν πολλές, πολλές διαφορετικές διαθέσεις και συμπεριφορές. Εν πάση περιπτώσει οι δραματικές αφηγήσεις τους προδίδουν βαθιές πληγές που ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να ιάσει.
Και τελειώνουμε με μία μεταφορά: «Το κάθε ταξίδι, όταν ξεκινήσει έχει μόνο ένα σκοπό: την εκπλήρωση του προορισμού του». Και ο Καβάφης λέει ακριβώς το ίδιο αλλά με το δικό του τρόπο: «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη / να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος» αλλά «Πάντα στο νου να’ χεις την Ιθάκη/ το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου». Εγώ από αυτό το ενημερωτικό ταξίδι κρατώ τη φράση:
«Η αληθινή πηγή των σκέψεών μας είναι πολύ πιο βαθιά για να στέκεται και να ξεπροβάλλει τόσο εύκολα στην επιφάνεια. Η σκέψη έχει στ’ αλήθεια τόσες πολλές διακλαδώσεις, που ο άνθρωπος δεν γνωρίζει κατά βάθος τι σκέφτεται πραγματικά».
Τούτο υποδεικνύει και τη δυσκολία της λύσης του ψυχικού κόμβου.
Και το βιβλίο ολοκληρώνεται με σελίδες γεμάτες ανθρωπιά και ενδιαφέρον, συμβουλές που δίνουν δύναμη και κουράγιο στις γυναίκες να βρουν το δρόμο τους και να απολαύσουν τη ζωή τους. Ο Κουσιάδης έφτασε επιτυχώς στον διπλό προορισμό του ως επιστήμονας και ως λογοτέχνης. Αξιοποίησε το ψυχολογικό του υλικό ως υλικό μυθοπλασίας και, όπως ο καλός λογοτέχνης είναι και καλός ψυχογράφος, έτσι και ο καλός ψυχογράφος γίνεται καλός λογοτέχνης. Γενικά, η ποικιλία της αφηγηματικής φόρμας, όπως το να διακόπτει την ευθύγραμμη και μονότονη αφήγηση με την παρεμβολή των διαλόγων και μονολόγων, το να παραθέτει ποιητικά αποσπάσματα, σαν ιντερμέδια ανάμεσα στα κεφάλαια, μικρή ανάπαυλα στα μακρά θεωρητικά του μέρη, με τα ανθρώπινα ψυχικά δράματα σε εξέλιξη, με τον εαυτό του να λειτουργεί σαν μοχλός που βοηθάει την ηρωίδα να ξεφορτώσει το φορτίο της, πετυχαίνει τη θυμική μέθεξη και τη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη του. Ανεξάρτητα όμως από την επιστημονικότητα ή λογοτεχνικότητα του βιβλίου είναι έντονα διακριτό, το ενδιαφέρον του για τις πάσχουσες ψυχές που τυγχάνει πολλές φορές να είναι και δημιουργικές.
Ανθούλα Δανιήλ