frear

Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές – κριτική του Αλέξανδρου Κορδά

Ρόμπερτ Μπολτ
Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές
Εθνικό Θέατρο
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Εκείνος που χαίρεται ακόμη και πάνω στην πυρά,
δεν θριαμβεύει πάνω στον πόνο, αλλά στο γεγονός ότι
δεν νιώθει πόνο εκεί που περιμένουν πως θα νιώσει.
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ

Όταν λέμε, ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές, θέτουμε ήδη στον εαυτό μας ένα ερώτημα, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Και φυσικά η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την ιστορία που μας μαρτυρεί το έργο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι συγκεκριμένοι, η Αγγλία του 16ου αιώνα, η συγκυρία ιδιαίτερη. Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Η’ θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του, Αικατερίνη της Αραγωνίας επειδή δεν του έχει χαρίσει απόγονο, θέλει να παντρευτεί μιαν άλλη, την Άννα Μπολέυν, η οποία, πιθανολογεί, πως θα του δώσει τη λύση στο πρόβλημα του, που είναι βέβαια το πρόβλημα της διαδοχής. Θα πρέπει να σημειώσουμε, πως σ’ αυτό το ζήτημα η εποχή και η κοινωνία είναι αμείλικτες: Ο Βασιλιάς πρέπει να έχει αρσενικό διάδοχο για να του μεταβιβάσει την εξουσία του, ειδάλλως δεν θεωρείται Βασιλιάς. Σ’ αυτό το επιτακτικό κάλεσμα πρέπει να απαντήσει ο Ερρίκος. Το να χωρίσει όμως τη γυναίκα του επειδή δεν τεκνοποιεί είναι ανεπίτρεπτο από θρησκευτικής πλευράς, Οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω. Έτσι ο Ερρίκος θα προσπαθήσει με πλάγιους τρόπους να παρακάμψει τον Νόμο, τόσο τον θεϊκό, όσο και τον ανθρώπινο. Για να πάρει διαζύγιο χρειάζεται οπωσδήποτε την άδεια του Πάπα. Όμως ο Πάπας διστάζει, έχει κάνει ήδη τα στραβά μάτια στον πρώτο γάμο του Ερρίκου, αφού η γυναίκα που ζητά τώρα να χωρίσει, ήταν νύφη του, γυναίκα του πεθαμένου του αδελφού.

Στο σημείο αυτό συναντούμε τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον νομικό και φιλόσοφο σερ Τόμας Μορ, ένα πρόσωπο αμέμπτου ηθικής. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο θ’ απευθυνθεί ο Ερρίκος, και θα του ζητήσει να μεσολαβήσει στην Αγία Έδρα, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημά του. Ωστόσο ο Ερρίκος παραβλέπει πως αυτό το αμέμπτου ηθικής είναι δίκοπο μαχαίρι: από τη μια τον Πάπα θα πρέπει να τον προσεγγίσει ένα ηθικά ακέραιο πρόσωπο, από την άλλη ένα ηθικά ακέραιο πρόσωπο δεν θα δεχόταν να συμμετάσχει σε μια συμφωνία της οποίας ο κύριος όρος θα ήταν η καταπάτηση της ίδιας της Ηθικής. Πόσο μάλλον όταν ο μεσολαβητής είναι ο σερ Τόμας Μορ, ο συγγραφέας της περίφημης Ουτοπίας, ένας άνθρωπος δηλαδή του οποίου το όραμα είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις και στόχος της οι άνθρωποι να γίνουν καλύτεροι. Διάφορα υψηλά πρόσωπα θα επιστρατευτούν προκειμένου να πείσουν τον Μορ να κάνει το χατίρι του Βασιλιά, αλλά εκείνος θα παραμείνει αμετάπειστος, ακόμα και όταν ο Ερρίκος θα τον χρίσει καγκελάριο. Αυτή η αλληλουχία συμβάντων, θα μας επιτρέψει να δούμε από κοντά το περίπλοκο δίκτυο της εξουσίας, με όλους τους κόμπους και τα νήματα που το απαρτίζουν. Ξεπουλημένοι καρδινάλιοι, αμφιβόλου ηθικής ανώτεροι αξιωματούχοι, και μικροαστοί που προσπαθούν ν’ ανέλθουν στην κοινωνική κλίμακα μεταχειριζόμενοι κάθε μέσο. Τελικά μαθαίνουμε πως ο Πάπας δεν θα δώσει την άδειά του για το διαζύγιο – υποπτευόμαστε πως μια θετική απόκρισή του στο αίτημα του Ερρίκου θα δυσαρεστούσε την Ισπανία, (μην ξεχνούμε πως τη γυναίκα του Ερρίκου, Αικατερίνη, δεν την λέμε μόνη της, την ακολουθεί αυτό το εύηχο, της Αραγωνίας) – όπως και να ’χει η άρνησή του Πάπα θα φέρει τη ρήξη. Έτσι θα γίνουμε μάρτυρες σ’ ένα γεγονός καθοριστικό για την ιστορία της Ευρώπης, τον χωρισμό της Εκκλησίας της Αγγλίας από κείνη της Ρώμης. Ο Ερρίκος δεν θ’ αρκεστεί στο να διακόψει τους δεσμούς μεταξύ των δύο εκκλησιών, θ’ αυτοανακηρυχθεί κεφαλή της νεοσύστατης, Αγγλικανικής εκκλησίας. Όμως στον κόσμο δεν θα πρέπει να φανεί ότι το σχίσμα το υποκινούν ιδιοτελείς σκοποί, αλλά πως είναι θρησκευτικοί οι λόγοι που το επιβάλλουν. Κι εδώ συναντούμε πάλι τον Μορ, και συναντούμε τον Μορ, γιατί η πράξη του χωρισμού απαιτεί ηθική νομιμοποίηση. Το πρόβλημα όμως είναι πάλι το ίδιο: το σχίσμα πρέπει να το επικυρώσει ένα πρόσωπο ηθικά ακέραιο, αλλά ένα πρόσωπο ηθικά ακέραιο δεν γίνεται να επικυρώσει το σχίσμα. Ο Τόμας Μορ, δεν μπορεί να συμφωνήσει με το σπάσιμο του κρίκου που συνδέει την εκκλησία της Αγγλίας με τον επίσκοπο Ρώμης, γιατί έτσι θα συμμετείχε στο κόψιμο και του τελευταίου νήματος που συνδέει την εκκλησία της Αγγλίας με τον Θεό, αφού ο Πάπας είναι διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου. Παραμένει ωστόσο απόλυτα νομοταγής, δεν συμμετέχει σε καμία συνωμοσία εναντίον του στέμματος και δεν αποκηρύσσει την πράξη δημόσια· σιωπά, και πιστεύει πως έτσι θα είναι εξασφαλισμένος. Η σιωπή όμως ενός Τόμας Μορ μπορεί να ξεκουφάνει ολόκληρη την Αγγλία, όπως λέει53 χαρακτηριστικά ο θησαυροφύλακας Κρόμγουελ. Ο τελευταίος θα μεταχειριστεί όλα τα μέσα για να μεταπείσει τον Μορ, και φυσικά θ’ αποτύχει. Στο τέλος, με μια πρόφαση άνευ σημασίας, θα τον δικάσει και θα τον καταδικάσει σε θάνατο. Εκείνος θα στραφεί στους κριτές του, δούκες κι ανώτερους κληρικούς, πιο οξύς κι από τον Σωκράτη, θα πει: Η τάξη σας ξεπούλησε τα πάντα, στην επί του Όρους ομιλία εσείς θα ροχαλίζατε ή θα κουβεντιαζατε για ράτσες σκύλων. Στο τέλος θα τον δούμε ν’ ανεβαίνει τον Γολγοθά του, και για μια στιγμή καθώς θα στέκει κάτω απ’ τη λεπίδα του δημίου να συναντά το Απόλυτο.

Το έργο δεν θα μας δείξει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η εκτέλεση του Μορ· μαθαίνουμε όμως από την Ιστορία πως το γεγονός συγκλόνισε την Ευρώπη, και πως ο φίλος του Έρασμος τον θρήνησε και τον αποκάλεσε omnium horarum homo (άνθρωπο για όλες τις εποχές). Και η επιλογή του Μπολτ να μην μας τα πει αυτά, είναι συνειδητή, γιατί ο Άνθρωπος για όλες τις εποχές δεν είναι ο Μορ, είναι ο υπηρέτης του· η τελευταία κάρτα σ’ ένα παιχνίδι όπου εκείνες του βασιλιά και του σοφού παίζονται πρώτες. Ο συγγραφέας που μ’ ένα τρόπο λίαν μπρεχτικό είχε αναδείξει τον υπηρέτη στο ρόλο του απλού ανθρώπου μέσα απ’ τα μάτια του οποίου βλέπουμε τις νίκες και τις ήττες των ισχυρών, του δίνει στο τέλος μια βαθύτερη διάσταση. Καταλαβαίνουμε πως αυτός ο ανθρωπάκος, επιβιώνει σε όλες τις καταστάσεις, γιατί αυτό που βάζει μπροστά δεν είναι η θρησκεία ή η ηθική, αλλά ο βιοπορισμός του. Λαδώνεται και λαδώνει, σπιουνεύει και ψευδορκεί και όλα αυτά επικαλούμενος ότι έχει πέντε στόματα να θρέψει. Αυτή η επιθυμία του υπηρέτη για αυτοσυντήρηση, δεν διαφοροποιείται, από την αντίστοιχη επιθυμία του Βασιλιά ή του Δούκα, παρά μόνο από το μέγεθός της. Έτσι ο Βασιλιάς δεν μπορεί να πει στον υπηρέτη: μαζί τα φάγαμε, γιατί ο ίδιος ξέρει καλά πως έχει κρατήσει για τον εαυτό του τη μεγαλύτερη μερίδα και πως αυτά που πετά στον υπηρέτη δεν είναι παρά ψίχουλα. Όμως οχυρώνοντας τον εαυτό του σε αυτά ακριβώς τα ψίχουλα ο υπηρέτης καταντά εξουσία μέσα στην εξουσία, μια ακόμη μεταβλητή στην εξίσωση. Κι αν όλα τα άλλα στοιχεία μεταβάλλονται – πού να βρεις στις μέρες μας ανθρώπους στο ύψος ενός Μορ, ή παρανοϊκούς, αλλά ιδιοφυείς ανώτατους άρχοντες σαν τον Ερρίκο – αυτός παραμένει ο ίδιος, οχυρωμένος πάντα στο βιοπορισμό του, συνεχίζει τη μικρή του συνωμοσία σ’ αυτό το μετέωρο βασίλειο της επίγειας ζωής. Είναι, όπως είπαμε, ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές.

Αυτό που θέτει σε πρώτο πλάνο το έργο είναι ακριβώς το ζήτημα της ηθικής. Μας παρουσιάζει τα κίνητρα και τις δικαιολογίες που προβάλλει ο κάθε χαρακτήρας, προκειμένου να παρακάμψει τον Νόμο (ή να τον κρατήσει). Θα πρέπει όμως να σταθούμε λίγο εδώ, ν’ αναρωτηθούμε μήπως κι ο σερ Τόμας Μορ δεν έχει τελικά τόσο ανώτερα κίνητρα από τους άλλους, μήπως δεν είναι παρά ένας άνθρωπος μονοκόμματος που ακολουθεί τυφλά τα κελεύσματα της ηθικής του, όπως κάποιος άλλος την πείνα του; Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στη θεωρία. Κάθε κοινωνία διέπεται αναγκαστικά από έναν Λόγο, έτσι σε μια φεουδαλική κοινωνία ο κυρίαρχος Λόγος είναι πρώτα απ’ όλα ο Λόγος του Βασιλιά, ακολουθεί το κληρονομικό δίκαιο κι ο θρησκευτικός νόμος· σε μια καπιταλιστική κοινωνία ο κύριος Λόγος είναι αυτός που θεσμοθετείται από τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους του Κράτους, αν και οι νόμοι της Υπεραξίας έχουν μάλλον εδώ το πάνω χέρι, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι τον Λόγο αυτόν τον εκφράζει το Κόμμα. Ζώντας σε μια κοινωνία είμαστε υποταγμένοι στον Λόγο της· συχνά πυκνά διάφορα άτομα ή ομάδες θα ζητήσουν ν’ αντικαταστήσουν αυτόν τον Λόγο μ’ έναν άλλον, για τον οποίο πιστεύουν, αυθαίρετα κατά βάσιν, ότι θα είναι πιο δίκαιος. Κάποτε θα επιτύχουν το σκοπό τους κι έπειτα θ’ ακολουθούν αυτόν τον καινούργιο Λόγο που έθεσαν. Έτσι πράγματι, η απλή τήρηση του Νόμου δεν κάνει κάποιον κατ’ ανάγκην καλό, και μάλιστα σίγουρα δεν τον κάνει. Αν ο Μορ ακολουθούσε απλώς πιστά τον νόμο, δεν θα διέφερε από τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου, πέρα από το ότι θα ήταν πιο τυπικός, κι αν οδηγούνταν στον θάνατο από τυπικότητα και μόνο δεν θ’ άξιζε καθόλου τον θαυμασμό μας. Τον θαυμάζουμε όμως, βλέποντας το έργο του Μπολτ, κι αυτό γιατί διαισθανόμαστε πως είναι η αγάπη που κινεί τα νήματά του. Η αγάπη κι η πίστη σ’ έναν Θεό που δεν διψά για θυσίες, αλλά που θυσιάζεται ο ίδιος για να κάνει τον πόνο του ανθρώπου πιο υποφερτό, κι η ελπίδα σ’ έναν άνθρωπο που δεν θ’ αναζητά την απόλαυση στην καταστροφή του άλλου, αλλά θα ψάχνει συνεχώς καινούργιους τρόπους για να κάνει τον Λόγο της κοινωνίας όπου ζει πιο αγαπητικό, δηλαδή για έναν άνθρωπο όντως λογικό. Όμως μόνο υπερβαίνοντας τα πάθη του, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει όντως λογικός. Κι έτσι να ξεπεράσει την εποχή του και να φτάσει στο μέλλον, όχι σαν ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές, όπως θα λέγαμε ένα εργαλείο για όλες τις δουλειές, αλλά σαν ένα παράδειγμα.

*

Βέβαια λέγοντας όλα αυτά δεν λησμονούμε τον Σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς που έφεραν στο φως αυτή την ιστορία, που την αγάπησαν και την έκαναν δική τους, σε τέτοιο βαθμό ώστε γράφοντας αυτά τα φτωχά λόγια, όταν αναφερόμουν στους χαρακτήρες είχα στο μυαλό μου τα πρόσωπα τους, όλα τα πρόσωπα, ακόμα κι εκείνα που παρέλειψα ν’ αναφέρω. Θα ένιωθα άσχημα εδώ αν δεν έλεγα λίγα πράγματα για κείνους.

Όσον αφορά τη σκηνοθεσία θα πρέπει να πούμε πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, έχοντας καταλάβει σε βάθος το ρόλο που παίζει κάθε χαρακτήρας στην ιστορία, δίνει έμφαση εκεί που πρέπει ώστε να τον αναδείξει. Το φως εδώ λειτουργεί ως μέσον, έτσι όταν εμφανίζεται ο Ερρίκος, η μεγαλοπρέπεια του τονίζεται από το λευκό, όταν επικρατούν οι μηχανορραφίες του Κρόμγουελ ο χώρος βυθίζεται στο σκοτάδι, κι όταν ο Μορ θυσιάζεται, το σκοτάδι το καταπίνει ένα βαθύ κόκκινο. Ο σχεδόν απογυμνωμένος από πράγματα σκηνικός διάκοσμος, μας υπενθυμίζει πως είναι τα πρόσωπα που έχουν σημασία και όχι ο χώρος και ο χρόνος, που μας τον υποδεικνύουν μόνον αυτά τα εξαίσια κουστούμια.

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος δίνει μιαν ερμηνεία στον χαρακτήρα του σχεδόν υπερβατική, εδώ το ήθος του ανθρώπου ψάχνει ν’ αγγίξει το ήθος του ρόλου του, κι έτσι μπορείς κι εσύ να φανταστείς πως ήτανε το πρόσωπο ενός Αγίου σαν αυτό το πρόσωπο που θα πρέπει να ήταν ο Τόμας Μορ. Έπειτα ο Γεώργιος Μοσχίδης μ’ ελάχιστα λεπτά επί σκηνής σε κάνει να δεις το πρόσωπο του πραγματιστή κληρικού που υποδύεται, και σε κάνει ν’ αναρωτηθείς τι βαθειά πείρα πάνω στο σανίδι κρύβουν τα χρόνια του ώστε ν’ αποτυπώσουν μια τέτοιαν ερμηνεία. Οι Αλέξανδρος Μυλωνάς και Μάνος Βακούσης υποδυόμενοι αντίστοιχα τους, Τόμας Κρόμγουελ και Δούκα του Νόρφολκ, πιάνουν γερά τις δυο αντίθετες θέσεις που μπορεί να έχει ο διεφθαρμένος, ο Μυλωνάς από τη μια του τύπου εκείνου που επιθυμεί πέρα από οτιδήποτε άλλο το να είναι η εξουσία πίσω από τον θρόνο, κι ο Βακούσης εκείνου που προσπαθεί να το παίξει μέχρι τέλους σπλαχνικός, μη παραδεχόμενος ούτε στον εαυτό του πως είναι αυτός που κρατάει το μαχαίρι. Τραχύς ο ένας, φοβισμένος κι αναποφάσιστος ο άλλος, όπως πρέπει. Ο Γιάννης Τσορτέκης στον ρόλο του Ερρίκου του Η’ δίνει στον χαρακτήρα την ναρκισσιστική πνοή που του ταιριάζει. Τ’ ανάλαφρο, γκροτέσκ φέρσιμο υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο Ερρίκος παρ’ όλα τα αξιοθαύμαστα προσόντα του δεν μπορεί να καταλάβει ότι η πραγματικότητα τον υπερβαίνει. Ο Πιατάς είναι ο Πιατάς, δίνει στο ρόλο του υπηρέτη ακριβώς όλες τις ποιότητες του άξεστου ανθρωπάκου. Η Ανέζα Παπαδοπούλου ως η γυναίκα του Μορ μας κάνει να θυμηθούμε το γνωστό στερεότυπο που θέλει πίσω από ένα σπουδαίο άντρα να κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα, η ερμηνεία της όταν συναντά τον αγαπημένο της στο κελί είναι κυριολεκτικά σπαρακτική. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος φέρνει πολύ όμορφα στην επιφάνεια τον χαρακτήρα του Ρίτσαρντ Ριτς, αυτού του νευρωσικού νεαρού που θα προτιμούσε να ανέλθει κοινωνικά με την αξία του, αλλά αφού δεν έχει αξία θα ανέλθει με όποιον άλλο τρόπο μπορεί. Το ζευγάρι Στεφανία Γουλιώτη και Παναγιώτης Κατσώλης έχουν τη φρεσκάδα των ερωτευμένων χαρακτήρων τους, Μάργκαρετ Μορ και Γουίλ Ροπέρ αντίστοιχα. Ενώ οι Γιάννακακος Γιώργος και Ρίνο Τζόνι, ως Ισπανός πρέσβης και βοηθός Ισπανού πρέσβη, φέρνουν πίσω τους τον αέρα της κατασκοπίας και της συνωμοσίας που τόσο χρειάζεται η ιστορία. Δυστυχώς οι ρόλοι του Κώστα Γαλανάκη και της Μαίρης Σαουσοπούλου, ως Κράνμερ και ανώνυμης γυναίκας αντίστοιχα, ήταν πολύ μικροί και δεν μου επιτρέψαν να σχηματίσω γνώμη.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: