Από τη Βιοτεχνία Υαλικών:
ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις. Ένιωθε άκεφη και κουρασμένη• θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού, το στήθος της είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά της θαμπώσει.
Το μαγαζί, η μικρή βιοτεχνία υαλικών, στεγαζόταν στο ισόγειο ενος δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος είχε φυτέψει ένα παρκάκι. Ακριβώς απέναντι, κάπου τριάντα στρέμματα τοιχισμένα, βρισκόταν το Γκάζι.Μεσα από τους λέβητες και τις καμιναδες, οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε κατοχη. Από τότε μάλιστα που στην πύλη φύλαγε βάρδια με τους πολίτες κι ένας φανταρος, της φαινόταν πως από ώρα σέ ώρα ένα κύμα βίας θά ξεσπούσε στην πόλη. Τάχαινε το βήμα της και χωνόταν στο μαγαζί.
Τα ρολά μισόκλειστα, αναγκαζόταν να σκύψει για να περάσει. Κάτω από τη σύναξη των πολυελαίων, η Μπέμπα Ταντη αντίκριζε τον άντρα της καθισμένο σ’ ένα γραφείο από φορμάικα, το πρόσωπο σκυμμένο στους λογαριασμούς, τα πόδια μαζεμένα κάτω από την καρέκλα. Τους κροτάφους φώτιζαν ασημένιες τούφες κι ανάμεσα τρεμόπαιζαν κάτι άρρωστες φλεβίτσες. Άφηνε την τσάντα της παράμερα και καθόταν κοντά του. Μιλούσαν για τις τελευταίες παραγγελίες, τοποθετούσαν κατά ημερομηνία τα γραμμάτια, έκλειναν ταμείο. Έπειτα κατέβαζαν τα ρολά και με βημα άργό ξεκινούσαν για το σπίτι. Κατοικούσαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Τραβούσαν μεσ’ από τα στενά του Ρούφ, σταματώντας η Μπέμπα να ισιώσει την κάλτσα της, ο Βλάσης ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Φτασμένοι σπίτι, ο Βλάσης βούλιαζε στην πολυθρόνα, η Μπέμπα ξυπολιόταν και μ’ ένα άνοιγμα του φερμουάρ άφηνε τη φούστα της να κυλήσει, μπρος στον καθρέφτη. Η πρώτη γνωριμία στους διαδρόμους της Σχολής, ο Βλάσης τρέχοντας στη γραμματεία να διεκπεραιώσει κάποιες διατυπώσεις του πτυχίου, η Μπέμπα δευτεροετής με τις μικρές φροντίδες των υπογραφών. Έσμιγαν στα ζαχαροπλαστεία της οδού Σίνα, παρέα με συμφοιτητές της που συνδικαλίζονταν, οργάνωναν απεργίες και προβαίναν σε διαβήματα. Οι λέξεις φασίστας, δολοφόνος, χαφιές, έπεφταν σαν πιστολιές. Αργότερα, Κυριακές στην Κόρινθο, του έφερνε αλλαξιές εσώρουχα, γλυκά, βιβλία κοινωνιολογίας τυλιγμενα σ’ εφημερίδες της δεξιάς. Περνούσε τα δέματα μπροστά απ’ τούς σκοπούς προκλητικά, κι εκείνοι την ξεσκόλιζαν με τό μάτι. Φορούσε φορέματα ανοιχτά στό στήθος, την ίδια πάντα άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, χτενισμένα πίσω, να φανερώνουν ένα μέτωπο λευκό κι άναλαφρα προτεταμένο. Έπειτα ήρθε ο καιρός της απόσπασης• τα σαββατόβραδα κλεισμενα σε κάμαρες επαρχιακών ξενοδοχείων, τα τζάμια φραγμένα μ’ εφημερίδες, τό ίδιο πάντα φόρεμα παρατημένο στην άκρη του δωματίου δίπλα σ’ ένα ζευγάρι άρβυλα ξεχαρβαλωμένα…
Όση ώρα η Μπέμπα άλλαζε φόρεμα, άφηνοντας τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα μες στον καθρέφτη, ο Βλάσης άλλαζε κανάλι στην τηλεόραση, σταθμεύοντας στις ειδήσεις. Ήσαν αυτές, κάθε βράδυ, κομμένες και ραμμένες στα ίδια χναρια, και μόνο αραιά και πού το βλέμμα του ζωήρευε όταν άκουγε για κάποιο πραξικόπημα, μολονότι κι αυτά, τον τελευταίο καιρό, είχαν καταντήσει κοινός τόπος. Με κινήσεις αργές φορούσε τα βραδινα της, φώναζε τον Βλάση να της κλείσει τό φερμουάρ, εκείνος έπαιρνε τα κλειδιά τού σπιτιού, εκείνη τού αύτοκινητου, έμπαιναν στη μικρή Σκόντα κι η Μπέμπα καθόταν στό τιμόνι.
[Ο Μένης Κουμανταρέας, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών- δεν ακολούθησε συστηματικές πανεπιστημιακές σπουδές. Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Ταχυδρόμος, και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση 18 Κείμενα και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου “περί ασέμνου δημοσιεύματος” για το έργο του Το αρμένισμα– ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για το Βερολίνο. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση· μετέφρασε, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το Αρμένισμα) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη Βιοτεχνία υαλικών και, 2002, για το Δύο φορές Έλληνας). Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά. (πηγή:BiblioNet)]
Η φωτογραφία είναι από το καλοκαιρινό δείπνο του περιδικού μας, όπου, μεταξύ άλλων, παρευρέθηκε ο Μένης Κουμανταρέας.