μετάφραση: Ντίνος Σιώτης
Μια νύχτα που το λιβάδι ήταν πράσινο χρυσαφί και τα
μαρμάρινα φεγγαρόλουστα δέντρα υψώνονταν σαν φρέσκα μνημεία
στον μυρωδάτο αέρα κι όλη η φύση παλλόταν
από το βουητό και τον ψίθυρο των εντόμων, ξάπλωσα στο γρασίδι
νιώθοντας τις μεγάλες αποστάσεις από πάνω μου, κι αναρωτιόμουν
τι θα γίνω —και πού θα βρω τον εαυτό μου—
και αν και η ύπαρξή μου ήταν ελάχιστη, ένιωσα για μια στιγμή
πως ο απέραντος ουρανός με τ’ άστρα ήταν δικός μου κι άκουσα
τ’ όνομά μου λες για πρώτη φορά, τ’ άκουσα μ’ έναν τρόπο
που κανείς ακούει τον άνεμο ή τη βροχή αλλά ξέπνοο και μακρινό
σαν ν’ ανήκε όχι σε μένα αλλά στη σιωπή
απ’ την οποία είχε ’ρθει και προς την οποία θα πήγαινε.