Χωρίς πρόσωπο
Χθες βράδυ μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας χωρίς πρόσωπο. Κάθισε στο μπαρ κι έδειξε με το χέρι μια φιάλη παλαιωμένου μπέρμπον. Την έβαλα μπροστά του, μαζί μ’ ένα ποτήρι και περίμενα. Δεν είχε μάτια, ούτε μύτη, ούτε στόμα για να πιεί. Κι όμως έμεινε εκεί όλο το βράδυ. Στηριζόμουν στους αγκώνες και τον κοιτούσα. Άνοιξα τη φιάλη και —μιας και δεν έπινε— γέμισα το ποτήρι μου μέχρι επάνω. Άρχισα τότε να του μιλώ για μοναξιά, για τις ατέλειωτες νύχτες στο κέντρο της πόλης. Του μίλησα μέχρι και για σένα. Ο άντρας χωρίς πρόσωπο ακουμπούσε τα χέρια στον πάγκο και μέτραγε τα δευτερόλεπτα με χτύπους των δαχτύλων. Έπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι και μ’ έναν ήχο σαν κύμα που σκάει στα βράχια, έπεσε στο πάτωμα. Κάμποσες μικρές σταγόνες έφτασαν μέχρι τα χείλη μου και τις έγλειψα: ήταν αρμυρές, ίδιες με δάκρυα.
Δακτυλοβρεκτήρας κυλινδρικός
Είναι Σάββατο όταν βλεπόμαστε. Περιμένει έξω από το χαρτοπωλείο της γωνίας. Επάνω στο κεφάλι της ακουμπούν δύο σειρές μεγάλα κίτρινα γράμματα: δακτυλοβρεκτήρας κυλινδρικός. Είναι αυτοκόλλητα. Με ρώτησε τις προάλλες τι σημαίνει. Πώς να της εξηγήσω; Μίλησα για ένσημα, φακέλους, γραμματόσημα. Βάλθηκε, τότε, να κλαίει σιγανά. Ακούστηκαν δίπλα μας σειρήνες περιπολικού. Την έσπρωξα επάνω στη βιτρίνα και τη φίλησα, μέχρι που ησυχάσαν όλα γύρω. Σήμερα μην πληρώνεις, είπε. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε, η Όλγα μιλούσε ρωσικά κι εγώ έκανα πως καταλαβαίνω.
Ένα μπαρ
Είναι ένα μπαρ, που κάπου-κάπου κάθομαι και πίνω: ψηλά σκαμπό, ξύλινοι πάγκοι, ένα κοκόρι για μασκότ. Έρχεται εκείνη, σκύβει επάνω μου, μ’ ένα πανί σκουπίζει φλούδια φιστικιών και αποτσίγαρα. Μυρίζουνε τα χνώτα της φρεσκοστυμμένα λεμόνια. Τις νύχτες, πριν κλείσω τα μάτια, σκέφτομαι πώς να φιλάει. Χτες ονειρεύτηκα τα χείλη της, μισάνοιχτα. Κοιτούσε, όμως δε μ’ έβλεπε κι όταν της είπα πως την αγαπώ μου απάντησε με φωνή κοκόρου: Acta est fabula. Plaudite! Σηκώθηκα τότε απ’ τα πλακάκια, έσπρωξα το σκαμπό στη θέση του και πλήρωσα να φύγω.