Ειρήνη Καραγιαννίδου
Οι τέσσερις εποχές του [α]
Λογότεχνον, 2013. Σελ. 54.
Περιδιαβαίνοντας στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου με τίτλο Οι τέσσερις εποχές του [α] ο αναγνώστης/τρια δεν μπορεί παρά αρχικά να σταθεί στον αρχέγονα γλωσσολαλικό ήχο του σημαίνοντος Α, που αποτελεί υπέρτατη παραπομπή σε πληθώρα σημαινόμενων: Το Α σαν επιφώνημα χαράς και λύπης, οδύνης και ηδονής, έκπληξης, και έκστασης, λυγμού και θρήνου αφού και το Απολλώνειο, αλλά και το Διονυσιακό στοιχείο περικλείει. H συλλογή θα μπορούσε ακόμη να διαβαστεί ως ένα ενιαίο μακροσκελές ποίημα με πρόλογο την προμετωπίδα του, που φέρει τον τίτλο «Σ’ εσένα» και επίλογο το τελευταίο της συλλογής ποίημα με τίτλο «Ξέρω». Μετά την ανάγνωσή τους, Οι 4 εποχές του α δεν είναι, εν τέλει, μόνο τέσσερις, μια και αποτελούν πολλαπλάσιο: Αγάπης αγώνα άγονου της ανάγκης, της απαίτησης, της απουσίας, της ανάσας, της απελπισίας, της αναμονής, της προσμονής, της αβεβαιότητας, της αρχής και του ατελεύτητου τέλους, της επανάληψης και της επιστροφής, της ματαίωσης, του ετεροκαθορισμού, της επιθυμίας (που συνεχώς ξεγλιστρά μετατοπιζόμενη), της γλώσσας (που την κατοικεί και την ορίζει), της ηδονής και της οδύνης, του «υπάρχειν» εις τον Κόσμον κατά Χάιντεγκερ.
Ο έρωτας είναι όλες οι εποχές του α, «ένα βάσανο, μια λέξη, ένα γράμμα» γράφει η Τζούλια Κρίστεβα στις Ιστορίες Αγάπης. Μοναχικός, καθότι στην ουσία του ανεπικοινώνητος αφού τη στιγμή κατά την οποία το άτομο ορά εαυτό ως εξόχως αληθινό, έντονα υποκειμενικό, αλλά και βιαίως ηθικό – ως γενναιόδωρα έτοιμο να κάνει τα πάντα για τον άλλο – ανακαλύπτει ταυτόχρονα τα όρια της κατάστασης του, καθώς και την αδυναμία και την ολισθηρότητα του συμβολικού της γλώσσας συστήματος, αλλά και τη μοναδική καταφυγή (παρότι αβέβαιη και ρευστή) που αυτή του προσφέρει. Ως σύγχυση «ταυτότητας», σύγχυση και συμφυρμός λέξεων, ό έρωτας είναι στην κλίμακα του ατόμου μια αναπάντεχη επανάσταση, ένας αθεράπευτος κατακλυσμός, ένα κοντινό πλάνο στην αιωνιότητα για τον οποίο μπορείς να μιλήσεις μόνο εκ των υστέρων. «Υπό το κράτος του αδυνατείς να μιλήσεις γι΄αυτόν», σύμφωνα με την Κρίστεβα, διότι τότε τα περιττά άνθη πασών των συμβάσεων πέφτουν, φουντώνει και φλέγεται το δέντρο της επιθυμίας και ανυπεράσπιστα θρυμματίζονται στους ανέμους τα φιλιά που δεν χορταίνονται ποτέ. Αλλά και ο Ρολάν Μπαρτ στα Αποσπάσματα Ερωτικού λόγου μας λέει:
«Ο ερωτικός λόγος (όπως και το σημαινόμενο του) χαρακτηρίζεται από μιαν άκρα μοναξιά. Το λόγο αυτόν τον μιλούν χιλιάδες υποκείμενα .… αλλά δεν τον στηρίζει κανείς. Τον έχουν εγκαταλείψει πλήρως οι περιρρέουσες γλώσσες, οι οποίες ή τον αγνοούν, ή τον υποτιμούν ή τον χλευάζουν. Έτσι ο λόγος αυτός βρίσκεται αποκομμένος όχι μόνο από την εξουσία αλλά και από τους μηχανισμούς της (επιστήμες, γνώσεις, τέχνες). Όταν ένας λόγος παρεκκλίνει κατ’ αυτό τον τρόπο, συρόμενος από την ίδια του τη δύναμη, προς την κατεύθυνση του ανεπίκαιρου και φέρεται εκτός πάσης αγελαιότητας, δεν έχει άλλη επιλογή: πρέπει να αποβεί ο τόπος, ο ισχνότατος έστω, μιας κατάφασης».
Στην ποιητική συλλογή της Ε. Καραγιαννίδου συναντάμε αυτή την κατάφαση του έρωτα, ακόμη κι όταν δεν υφίσταται παρά ως μια ανάσα που προσπαθεί να επιβληθεί στη δύσπνοια σε τόπους κενού και απουσίας. Η κατάφαση αυτή άλλοτε χτίζεται γρήγορα κι άλλοτε μισογκρεμίζεται ή καταρρέει σαν από δυνατό σεισμό για ν’ αναδυθεί και πάλι ως μικρό νησί μέσα από ταραγμένο ωκεανό μόνο και μόνο για να προσφέρει καταφύγιο στον ερωτικό λόγο της ποιήτριας, γιατί όσο ζωογόνο κι αν είναι το αντικείμενό του, δεν γίνεται να μας κυριεύσει δίχως να μας κάψει αφήνοντας πίσω τη χάσκουσα (και χαίνουσα) ναρκισσιστική πληγή στην επαφή μας με τον εξειδανικευμένο Άλλο, μετατρέποντάς την, ωστόσο, σε τόπο παραγωγής σημείων, παραστάσεων και νοήματος. Ωστόσο ο έρωτας στα ποιήματα της Καραγιαννίδου δεν δραπετεύει από κανένα παραμύθι. Δεν παρουσιάζεται σαν πρεσβευτής μιας – εφήμερης έστω – ευτυχίας, αλλά ξεγυμνωμένος απ’ την αχλή του μύθου φορά μόνο το διάφανο ρούχο της προδιαγεγραμμένης ματαίωσης. Εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς σενάριο, δίχως πρόβα, για να δείξει το πρόσωπό του μετά την συναναστροφή του, αιώνες τώρα, με τους θνητούς κι αδύναμους ανθρώπους, στις πραγματικές του διαστάσεις, δηλαδή.
[Το άλας σου]
Να γευτούμε λίγη άλμη
αυτήν
-που με περισσή ακρίβεια
στοιβάζουν τα δάκρυα
στις αλυκές του μυαλού-
και μετά να βυθιστούμε
στην άλλη
-αυτή των φιλιών
τη μη χορτασμένη-
κάτω απ’ τη σιωπή των πευκοβελόνων
να χαράξουμε
με θαλασσινό νήμα
λόγια
από γαλήνιο οργισμένο νερό,
γιατί ανάμεσά μας
θα τρέχει πάντα
η υπόκωφη βοή
μανιασμένης λαχτάρας
φράγμα
που θα πασχίζει να μη σπάσει.
σα να ‘ναι το τραγικό
-αυτονόητα-
αναγκαία συγκοπή
της ευτυχίας.
Το ατελεύτητο του έρωτα είναι δεδομένο αρχής γενομένης με εκείνο το Εδεμικό αφήγημα μέσω του οποίου ντύθηκε την ενοχή και αιώνες τώρα προχωρά ανυπεράσπιστος. Αυτή την ενοχή απεκδύεται η ποιήτρια και κάνει πολύ καλά αν κρίνουμε από το ποιητικό αποτέλεσμα. Ο έρωτας είναι ατελεύτητος σαν συναίσθημα, σαν ουσία, σαν ποιητικό φετίχ, σαν πίστη. Η παραδοχή για την ιερότητα του έρωτα προβάλλεται στα ποιήματα αυτά με όλα τα όπλα που διαθέτει η ποιήτρια στο δικό της Άσμα Ασμάτων.
Να επιστρέφεις κάθε τόσο
νύχτες και ημέρες
με εναλλακτική φορεσιά -να επιστρέφεις-
κάθε τόσο
α ρ γ ά και ακούραστα.
Είναι ο κενος χώρος που σε απαιτεί,
είναι που η καρδιά μου
είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου.
Κι ενώ ξέρουμε καλά ότι είναι «φτωχό» το οπλοστάσιο, των λέξεων για να «μιλήσει» » για κάτι τόσο δυνατό, εδώ μας αποκαλύπτεται η ύπαρξη και η εγκαθίδρυση ενός ισχυρού όπλου. Είναι οι ρωγμές και τα διάκενα ανάμεσα στις λέξεις (αυτών που σώθηκαν και πήραν τη θέση τους στο ποίημα). Είναι οι αιχμηρές ακμές των λέξεων που κείτονται κομματιασμένες στο πάτωμα και τα απομεινάρια των άλλων που σερνάμενες προσπαθούν να περισώσουν κάτι απ’ τα φτερά τους. Είναι οι σιωπές και η εκκωφαντική ηχώ τους. Η Καραγιαννίδου καταφέρνει και μαζεύει τα κομμάτια τους, περιποιείται τα τραύματα των συλλαβών και τις ανασυνθέτει. Καταφέρνει να μιλήσει γι αυτό που «αποσιωπάται», φωνάζει η σιωπή εδώ, η διαδρομή απ’ το συναίσθημα στην οιμωγή αποτυπώνεται στο ποίημα. Το γδάρσιμο στα τοιχώματα του ουρανίσκου και το κάψιμο στο λαιμό αποκτούν περίγραμμα και γίνονται αρμοί για το ποίημα.
Εσύ
θα έρθεις μιαν άλλη νύχτα
θα έρθεις να μου διαβάσεις ποιήματα.
Κάποια άλλη νύχτα όμως
-γιατί αύριο θα ξαναβρέξει-
χαϊδεύοντας λευκές προσμονές.
Είναι έντονη, ωστόσο, και η σωματική παράμετρος του έρωτα εν είδει τρικυμίας στην εν λόγω συλλογή. Αυτή την τρικυμία περιγράφει στα ποιήματά της τρόπο ιδιαζόντως η ποιήτρια με το αναγνώστη και την αναγνώστρια να μη βγαίνουν ατσαλάκωτοι, ούτε στεγνοί απ’ αυτήν, μια και στα ποιήματά εμπεριέχεται η εξόχως ανθρώπινη πτυχή του έρωτα, το εξιδανικευμένο του κατάλοιπο, όπως και το υπαρξιακό του αδιέξοδο.
«Ωρες, ώρες μια πληγή κι άλλες ώρες μια ευτυχία μου γεννά την επιθυμία να χαθώ» λέει ο Βέρθερος του Γκαίτε. Στα ποιήματα της Ε. Καραγιαννίδου νιώθεις στο δέρμα σου να ανασηκώνεται ελαφρά η επιδερμίδα απ’ τον αέρα αυτό του αφανισμού που μπορεί να πνέει είτε από τον ουρανό της απόλυτης πληρότητας του έρωτα, είτε από το σκοτεινό πηγάδι της απώλειας και της απελπισίας, τα οποία καταφέρνει και ισοσκελίζει στη ζυγαριά, σα να χρωστά ένα παλιό ξεχασμένο χρέος που πρέπει να ξεπληρώσει με τις λέξεις. Η ευαίσθητη ισορροπία των στίχων της, καταφέρνει να διαγράψει ισόπλευρα και φωτεινά πρίσματα με ρευστά υλικά, όπως άλλωστε είναι τα βασικά υλικά του έρωτα και της ζωής που χάρη στην πρωταρχική κατοπτρική προσήλωση στον αγαπώμενο Άλλο, μεσω της στέρησης και της συνακόλουθης επιθυμίας του ως απόντως – επιθυμία ακατάσβεστη, ολική και αδύνατη. «Έτσι κι’ αλλιώς», σύμφωνα με την ποιήτρια, «Ο Βασιλιάς και το πιόνι στο ίδιο κουτί φυλακίζονται εν τέλει»
[Άλεφ]
Σκάψε λίγο ακόμη
σ’ εκείνο το λακκάκι του λαιμού
με σκαπάνη ένα γράμμα
σκάψε βαθιά
να νοτίσει το χώμα
ν’ ανθίσουν πουλιά
με σπόρους πλανητών
και σπάνιες λάμψεις
θα ονειρευτώ
πως είσαι καταπακτή
λουσμένη από μαργαρίτες
να μπω
να μη μπω
να μπω
δε θα μπω.
[Εικαστικό: Liu Xiaodong.]