Το ωραίο, γράφει ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, παραμένει πάντοτε μια ουσία ή καλύτερα μια ποιότητα μυστηριώδης. Δύσκολα μπορούμε να το περιγράψουμε και ακόμη πιο δύσκολα να αποδείξουμε ή να δικαιολογήσουμε την κρίση μας για την αισθητική αξία ενός έργου τέχνης. Έχουμε ωστόσο, την δυνατότητα να διακρίνουμε στοιχεία αυτής της ποιότητας τα οποία μπορούν ως ένα βαθμό να δικαιολογήσουν μια επιδοκιμαστική κρίση μας για ένα έργο τέχνης ή για ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα. Ένα τέτοιο στοιχείο, εκ των ων ουκ άνευ είναι και η καλλιτεχνική συνέπεια ενός καλλιτέχνη ή οποία είναι βασική προϋπόθεση για την αυθεντικότητα ενός καλλιτεχνικού εγχειρήματος.
Ένας λόγος που μας κάνει να νιώθουμε θαυμασμό για ένα άτομο είναι κατά πόσο αυτό το άτομο έχει χαρακτήρα• αν αποτελεί δηλ. μια διαφορετική οντότητα ανάμεσα σε άλλες. Έτσι και η αξία ενός καλλιτέχνη ή ενός έργου τέχνης έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του (σε ό, τι αφορά στον καλλιτέχνη) και στην ιδιότητα του (σε ό, τι αφορά στο έργο τέχνης) να ξεχωρίζει μέσα στο ευρύτερο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Το ωραίο, παρόλο που δεν μπορούμε να το ορίσουμε, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι ζήτημα διαφορετικότητας και ιδιαιτερότητας παρά ομοιότητας και κοινοτυπίας —το να ξεχωρίζει κάτι ανάμεσα στα όμοια του— είτε πρόκειται για έναν καλλιτέχνη είτε πρόκειται για ένα έργο τέχνης. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, ο Nietzsche θεωρούσε ότι το να αναπτύξει κάποιος καλλιτέχνης ένα ξεχωριστό ύφος αποτελεί ένα επίτευγμα και ο Baudelaire επεσήμαινε αναφερόμενος στον Manet: «δεν θα μπορέσει να καλύψει ποτέ τα κενά της ιδιοσυγκρασίας του• όμως έχει καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και αυτό έχει σημασία».
Όμως η ατομικότητα και η διαφορετικότητα απαιτούν με τη σειρά τους την καλλιτεχνική συνέπεια και την ενδελέχεια, δίχως τις οποίες δεν είναι καν δυνατόν να ξεχωρίσει κάτι μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό που ορίζουμε ως Τέχνη. Η Susan Sontag ισχυρίστηκε ότι τα σημαντικά έργα τέχνης έχουν ένα εγγενές στοιχείο το οποίο τα υποβαστάζει και στο οποίο οφείλεται εν πολλοίς η μοναδικότητα τους. Αυτό το στοιχείο δεν είναι άλλο από την συνεπή ευαισθησία, η οποία —έκδηλη ή λανθάνουσα— διέπει ένα έργο τέχνης και κατ’ επέκταση το σύνολο του έργου ενός ξεχωριστού καλλιτέχνη. Το έργο των σημαντικών δημιουργών στην ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας έμενε πάντοτε μακριά από την κοινοτυπία, είχε μια παράξενη ιδιαιτερότητα, η οποία υπερέβαινε τα καλλιτεχνικά γούστα της εκάστοτε εποχής. Γι’ αυτή την παράξενη ιδιαιτερότητά τους θαυμάζουμε λ.χ τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Κόντογλου και τον Καβάφη. Γιατί το έργο τους, καθ’ ολοκληρίαν, έχει αυτή την μυστηριώδη αύρα, την συνεπή ευαισθησία, την εγγενή μοναδικότητά του. Και όποιος τολμήσει να τους αντιγράψει ή να τους μιμηθεί, εύκολα το γυμνασμένο μάτι ή αυτί θα διακρίνει τον κακέκτυπο αντιγραφέα.
Παρόλο, λοιπόν, που δεν μπορούμε να ορίσουμε αυτή τη μεταφυσική ουσία που ορίζουμε ως ωραίο· μπορούμε να διακρίνουμε τα στοιχεία εκείνα που θα χαρακτήριζαν ένα έργο ως αυθεντικό και έναν καλλιτέχνη ως δημιουργό. Βεβαίως, η επιδίωξη της πρωτοτυπίας ένεκα της πρωτοτυπίας και η επιδίωξη της μοναδικότητας ένεκα της μοναδικότητας, οδηγούν εύκολα στην εκζήτηση και τον φτηνό εντυπωσιασμό, τις νοσηρές καταστάσεις που κυριαρχούν στη σύγχρονη τέχνη.