frear

Τhe hills have eyes στο Σινέ Άστυ σε επανέκδοση από 28 του μήνα – του Γιάννη Μήτσου

Οι πρώτες παράξενες ταινίες τρόμου του Γουες Κρέηβεν της δεκαετίας του ’70, ταινίες των μεγάλων δρόμων, του Τέξας και της ερήμου, ιστορίες που δείχνουν να μπορούν να λειτουργήσουν μόνο στην πληγωμένη Αμερική του ’70 που αποχαιρέτησε τις ψευδαισθήσεις της μετά την εμπειρία του Βιετνάμ, αλλά φέρνουν στο νου αόριστα και τον μυθικό κόσμο του γουέστερν, παραπέμπουν παράλληλα σε νοσηρά μεσαιωνικά παραμύθια εμποτισμένα στο φόβο μιας απειλής κι ενός Κακού, προαιώνιου και ισχυρότερου από οποιαδήποτε άλλη «θετική» παρουσία.

Απ’ τις πιο γνήσιες και ιστορικά ενδιαφέρουσες στιγμές του, Οι κτηνάνθρωποι (πρωτότυπος τίτλος Οι λόφοι έχουν μάτια), εμπνέεται από ένα πραγματικό περιστατικό της Σκωτίας του 13ου αιώνα: την ιστορία του θρυλικού ληστή Σώνυ Μπηνς, ενός ανθρώπου των βουνών που ζώντας σε σπηλιές, στα δυσπρόσιτα Χάιλαντς της Σκωτίας με τη γυναίκα του, με τα 14 παιδιά και τα 32 εγγόνια του, όλα προϊόντα αιμομιξίας, έσπειρε τον φόβο και ενέπνευσε άπειρα τραγούδια και προφορικές παραδόσεις, περνώντας όχι χωρίς πολιτική σκοπιμότητα και στην αγγλοσαξονική παράδοση, ως μια έκφανση του πιο «απολίτιστου» Κέλτη. Με εξυπνάδα ο Κρέηβεν τοποθετεί τη δράση στην Αμερικανική στέπα, παίζοντας με τη σύγκρουση του νέου και του αρχέγονου κόσμου, της «πολιτισμένης» δυτικής οικογένειας και των πιο σκοτεινών διεστραμμένων αδελφών τους.

Ο μισανθρωπισμός και η απαισιοδοξία κυριαρχούν και ουσιαστικά αυτός είναι κι ο βασικότερος λόγος, ισχυρότερος κι από την τεχνική φτώχεια (πρόκειται βέβαια για b-movie,ταινία χαμηλού προϋπολογισμού και φαινομενικά όχι καλλιτεχνικών αξιώσεων), που εμποδίζει τον φιλμικό κόσμο του σκηνοθέτη απ’ το να θεωρηθεί ποιητικός. Η ομορφιά του Τhe hills have eyes δε βρίσκεται βέβαια στην κλισαρισμένη αφηγηματική του, ούτε στην αμφιλεγόμενη αισθητική του δύσμορφου που υιοθετεί (αν και οι τερατόμορφοι κανίβαλοι των λόφων είναι ομολογουμένως υπέροχοι, θυμίζουν θίασο τσίρκου, ανάπηρους της πραγματικής ζωής και ταυτόχρονα δαίμονες ξεχασμένων θρύλων). Η γοητεία του βασίζεται σε μια ικανότητα επικοινωνίας με μια ζωντανή υπο-κουλτούρα που ξεκινά από το λαϊκό παραμύθι και μεταβαίνει πολύ φυσικά στο σινεμά και τους βαθύτερους συλλογικούς φόβους, τον τρόμο για τον άλλο και τη θλιμμένη συνειδητοποίηση ότι «οι κτηνάνθρωποι» των λόφων, οι άγριοι και τα τέρατα είναι απλώς ο καθρέφτης μιας αλαφιασμένης και μοναχικής δυτικής κοινωνίας, που, βαθιά ένοχη, μάταια προσπαθεί να εξορίσει τα όσα φοβάται. Οι άνθρωποι των λόφων επιστρέφουν και διεκδικούν.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη