frear

Αυτό το καλοκαίρι – του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου

Αυτό το καλοκαίρι. Δεν απώθησε η θάλασσα την τόλμη μας. Μας ξέβρασε για λίγες ώρες αιωνιότητας. Με δανεικά στον Άγιο Τίτο. Η κεφαλή του Αγίου σε ένα μικρό παρεκκλήσι αριστερά του νάρθηκα πρόσμενε τους υποψιασμένους και τους ανυποψίαστους. Από το βάθος του ναού, από το κεντρικό κλίτος του εξέρχονταν οι νεόνυμφοι. Στημένοι για τις φωτογραφίες συγγενείς και φίλοι μαζί με το ζεύγος, χαμογελούσαν ή πρόσφεραν τη δουλική οφειλή τους στο τρομαχτικό τυραννικό σκιάχτρο της ευτυχίας που υπόσχεται πάντοτε περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει; Ο Άγιος παράπλευρα, με τη γυμνή του κεφαλή του σφαλισμένη σε σκεύος μεταλλικό, ήταν το παιδί που κοιτούσε με τον αέναο ακοίμητο οφθαλμό του από το μύχια βάθη μας, μαρτυρώντας αδιαμαρτύρητα μέσα στο θόρυβο και στους ασπασμούς την παρουσία του – για θρήσκους και άθρησκους, για πιστούς και απίστους, μια παρουσία που εκτείνεται στους αιώνες των αιώνων και δέχεται σαν κυματοθραύστης πάνω της τα απαρηγόρητα κύματα των ανθρώπων.

Αυτό το καλοκαίρι αισθάνθηκα. Πόσο συγκλονιστικός είναι ο θάνατος! Αφαιρεί τα νοήματα των πράξεων μας. Αναιρεί, ακυρώνει την υλική βάση κάθε υπόστασης. Μας τιτρώσκει με τη ματαιότητα του κόσμου. Μετατρέπει τα αγαπημένα πρόσωπα σε σκιές. Σε φτωχές αναμνήσεις, ελάχιστες σπίθες κάτω από παχύ στρώμα στάχτης. Σπίθες ελάχιστες που όμως επιμένουν. Και απειλούν να προκαλέσουν πυρκαϊά – στην καρδιά μας – αν κάποιο αόρατο χέρι ανασκαλέψει αίφνης τη στάχτη.

Αυτό το καλοκαίρι σκέφτηκα. Είπα. Πως ο θάνατος είναι μια πολύ διακριτική χειρονομία του Θεού. Η τελευταία αριστοτεχνική βελονιά με την οποία ολοκληρώνει το έργο Του. Για να μας πάρει στα χέρια Του. Να καταργήσει τις μεταξύ μας διαφορές και περιχαρακώσεις. Να Του μοιάσουμε τελικά, να μοιάσουμε μεταξύ μας, να Τον αναγνωρίσουμε πρωτότοκο εκ των νεκρών, να ενωθούμε μαζί Του πραγματικά, με την πνοή μας, πέρα από φλύαρα λόγια και ιδέες, να παραδοθούμε στο κριτήριο της Ζωής, το μόνο αληθινό κριτήριο.
Αυτό το καλοκαίρι ψέλλισα μέσα μου. Πως δεν έχει εξουσία ο θάνατος. Γιατί τον διαφεντεύει μια κραταιά αγάπη που επιμένει να στέκεται άνωθεν, που δεν πρόκειται να θαφτεί ποτέ κάτω από ογκώδεις παγερές πλάκες.

Αυτό το καλοκαίρι, το σκληρό καλοκαίρι, που άρχισα άθελά μου – χωρίς την κατάλληλη προπαιδεία – να μελετώ τη φτώχεια, την ασθένεια και το θάνατο, θυμήθηκα, καθώς ο γιος μου με παρακίνησε, μόλις εξερχόμενος από τη θάλασσα, να τον συναγωνιστώ σε ένα λησμονημένο – αλλοτινό – παιχνίδι, στο οποίο αποδείχτηκε καλύτερός μου, θυμήθηκα τη φράση του Ηράκλειτου πως ο χρόνος είναι ένα παιδί. Ο Ηράκλειτος έχει πει ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει με πεσσούς. Ο δικός μου γιος δεν έπαιζε με πεσσούς. Πετούσε βότσαλα στην επιφάνεια του νερού και κατάφερνε μετά από αλλεπάλληλους πήδους – ορισμένες φορές επτά ή οκτώ τον αριθμό – να παρατείνει την βύθισή τους. Ήταν λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι, ο ίδιος ο χαμένος χρόνος, που άλλοι ζητούσαν μάταια να τον ανακτήσουν, μπροστά μου αναστημένος, ζωντανός. Κοίταζα συγκινημένος το μικρό μου παιδί στο φόντο του ηλιοβασιλέματος. Πίσω μου δεν υπήρχε τίποτα χαμένο. Σε λίγο θα έπεφτε γύρω πηκτό σκοτάδι. Μέσα μου ωστόσο έγραφε αργόσυρτα τις τελευταίες κοντυλιές του ένας ήλιος πορφυρός σαν αίμα.

[Πρώτη δημοσίευση. H φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Φελούκα.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη