frear

Γιώργος Μαρκόπουλος – Ο σκοτεινός Αλφειός της ελληνικής ποίησης

του Ιωάννη Πανουτσόπουλου

Τέσσερα χρόνια μετά από την κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής Κρυφός κυνηγός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιχειρεί ένα ποιητικό απολογισμό. Μας προσφέρει λοιπόν τα Ποιήματα 1968 – 2010 (επιλογή) και με αυτόν τον τρόπο μας βοηθάει να πορευτούμε με βλέμμα κριτικό και ανήσυχο στη συστάδα του ποιητικού του λόγου, όχι για να ερμηνεύσουμε αυτό το έργο με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, αλλά για να αντιληφθούμε τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες η ποίηση μεταβάλλεται και επενεργεί, σε μια κοινωνία που αναζητάει αγωνιωδώς κατεύθυνση και προσανατολισμό.

images (1)Αρχικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή είναι η τρίτη προσπάθεια του Ποιητή να ορίσει το ποιητικό του έργο, αυτοαξιολογώντας την ποιητική του διαδρομή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Είχαν προηγηθεί τα Ποιήματα 1968 – 1976 και ακολούθησαν τα Ποιήματα 1968 – 1987. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και τα ποιήματα τα οποία είχε διασώσει από τις πρώτες ποιητικές του απόπειρες, καταφέρνουν να κατοχυρώσουν το δικαίωμα τους να υπάρχουν, μόνο μετά από επίμονη επεξεργασία και κάποτε μόνο μετά από μία ριζική αλλαγή. Γιατί ο ώριμος Γιώργος Μαρκόπουλος έχει δείξει από καιρό ότι δεν βρίσκει κανένα λόγο να φερθεί με αβρότητα στον νεαρό ποιητή που συστήθηκε στα γράμματα μας το 1968 με την Έβδομη συμφωνία. Επίσης, δεν διστάζει να «αδειάσει» και τις βεβαιότητες του κάθε αναγνώστη. Διότι μόνο αυτός που εξύμνησε τον Χρήστο Αρδίζογλου, θα μπορούσε να επιλέξει να αναδιατάξει το ποιητικό του όραμα με τρόπο που η ποίηση να μη δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το τελικό σκορ, αλλά αντιθέτως να τέρπει όσους παρατηρούν από τις κερκίδες να ελίσσεται ανάμεσα σε δύο ποιητικές εκδοχές (Νατάσα Πανδή) και να το κάνει με τη μαεστρία που το έκανε ένας αρτίστας των γηπέδων. Προσωπικά, αυτήν την αναμέτρηση την παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον. Μοιάζει με αγώνα δεξιοτεχνίας, από αυτούς τους αγώνες που γίνονται για τη χαρά του θεάματος και όχι για τη βαθμολογική κατάταξη. Όταν δηλαδή ανεβαίνουμε κατηγορία στις καρδιές των αναγνωστών και όχι στις λίστες των πλέον ευπώλητων αναγνωσμάτων.

Δεν θα ήθελα όμως να μελαγχολήσω μετρώντας άλλοτε τα ευπώλητα αναγνώσματα και άλλοτε αυτά που περιμένουν με υπομονή τον ιδανικό αναγνώστη να τα ξεφυλλίσει και να τα κάνει δικά του. Προτιμώ να κρατήσω κάτι από την αθωότητα εκείνου του παιδιού που βαδίζει «ευθεία. Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο». Διότι αυτό το παιδί θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Χρήστος Αρδίζογλου και όταν εκείνος με μια αέρινη κίνηση κόψει την ανάσα στο πλήθος που παρακολουθεί από το «πέταλο», εις εξ αυτών, ο πλέον σιωπηλός και ο πλέον ανεκδήλωτος, θα έχει αρχίσει να σχεδιάζει μέσα του ένα ποίημα για την εποχή που ο άσσος των γηπέδων θα κρεμάσει τα παπούτσια του, για να γίνει «επιχειρηματίας, ή χωροφύλαξ έστω/και θα βρεθεί υπό μετάθεση στην Αταλάντη/ όπου το παιδί του, μη γνωρίζοντας από γήπεδα… θα γράφει στις εκθέσεις του:/Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα./ Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του/, όπου μεγάλωσα κι εγώ ».

Αυτή η τελευταία φράση, ενός παιδιού που δηλώνει ότι «μεγάλωσε», νομίζω ότι περιέχει ένα από τα βασικά κλειδιά της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου «και έτσι που το φως του ηλίου ήταν τόσο διάφανο,/το παιδάκι σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα/ ώσπου χάθηκε». Σύμφωνα με όσα ομολογεί στον τίτλο του ποιήματος ο Ποιητής, αυτό το ποιητικό γεγονός έχει συντελεστεί «Σε μία παραλία του 1960». Τι έχει συντελεστεί όμως πραγματικά; Η εξαφάνιση ενός παιδιού ή η σύλληψη ενός ποιήματος; Μήπως δηλαδή δεν είναι παράδοξο το παιδί που εμβαπτίζεται στη θάλασσα της ζωής να μην επιστρέφει κάποτε ως παιδί ή μήπως είναι παράδοξο το αντίθετο; Μήπως δεν είναι σύννομο με την παγκόσμια τάξη τα παιδιά κάποτε να «εξαφανίζονται» για να αφήσουν χώρο στην παραλία για τα παιδιά εκείνων που δραπετεύουν από την παιδικότητα τους; Μήπως και οι γονείς αυτού του παιδιού που χάθηκε δεν είχαν πρωτύτερα ανοιχτεί σε κάποιο πέλαγος της ενηλικίωσης αφήνοντας πίσω τα παιδικά τους παιχνίδια; Ή μήπως ουσιαστικά δεν αναζητούν το παιδί τους, αλλά την δική τους χαμένη παιδικότητα και τις άλλες πιθανές εκφάνσεις της προσωπικότητας τους, που έχουν από καιρό χαθεί, για να αναρωτιούνται όπως ο ποιητής «Που πήγαν όλοι, που χάθηκαν; / Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,/ το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν, / ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,/ ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος, των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη/ που πήγαν, που χάθηκαν; ».

34-35f2-3-thumb-largeΤο ποίημα που περιέχει τα παραπάνω ερωτήματα τιτλοφορείται «Οι παλαιοί εαυτοί μου». Μόνο που ο αναγνώστης της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου έχει είδη γνωρίσει μερικούς «παλαιότερους εαυτούς» του ποιητή. «Στα μάτια μου ενεδρεύει ένα παιδί με τριαντάφυλλο/ ή ένας χοντρός και άξεστος λύκος. / Κάθε ψυχή είναι μια θάλασσα στην ερημιά./ Με το παιδί. Και το λύκο». Είναι εμφανές ότι σε αυτό το ποίημα για την ώρα υπάρχει χώρος μόνο για σύμβολα. Για το παιδί, για το τριαντάφυλλο, για τον λύκο και για τη θάλασσα. Ακόμα δεν έχει υπάρξει εκείνος που θα θελήσει «να αλλάξει τον κόσμο» και ως εκ τούτου κανείς δεν έχει ακόμα «χαθεί». Ίσως διότι για να χαθεί κάποιος, πρέπει πρώτα να υπάρξει. Πρέπει «να μην κάθετε ήσυχος», «να πληγώνεται από τον έρωτα» ή να είναι ένας «φλογερός οδοιπόρος». Μέχρι να γεννηθεί μέσα μας αυτός που κάποτε «θα χαθεί» τα λόγια θα ακούγονται σαν «ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως/κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού» για να δείχνουν την ανάγκη του ποιητή να προφυλάξει το παιδί που κάποτε υπήρξε, από τον λύκο που έθρεψε με την ενηλικίωση του. Με έναν διαφορετικό τρόπο αυτό μας ομολογεί και το «ποίημα που έλεγε ότι γνωρίζει το Μήτσο» «Ρε συ, δεν είσαι ο Μήτσος;»/ Και ο Μήτσος απάντησε «όχι»/σκεπτόμενος πράγματα πολύ συγκεχυμένα,/ όπως τα παιδικά ξυπόλητα χρόνια του». Γιατί ένας «Μήτσος» είναι ένα παιδί που δεν έχει ενηλικιωθεί. Διότι ο Μήτσος δεν τα κατάφερε να «χαθεί». Πατάει ξυπόλητος στην ίδια ρηχή παραλία και εποπτεύεται από γηραλέους γονείς και γηραλέες κρατικές πατερναλιστικές δομές που ίσως και να μην έχουν αντιληφθεί ότι ο «ανήλικος Μήτσος» στρατεύθηκε. Όπως διαβάζουμε σε ένα άλλο ποίημα «αυτός ο άνθρωπος χρόνια περνάει/ με το παιδί του που δεν μεγαλώνει ποτέ». Υποψιάζομαι ότι εδώ ο ποιητής μπορεί να κυριολεκτεί, αλλά σε κάθε περίπτωση, δυστυχώς η πατρίδα καλεί κάποτε και «παιδιά» που δεν μεγάλωσαν ποτέ. Καλεί δηλαδή κάποιους Μήτσους, που αντί να παίζουν με τα κουβαδάκια τους και να κάνουν μαθήματα ανατομίας σε μύγες, πρέπει να διδαχτούν την ανατομία της κοινωνικής σύγκρουσης κάνοντας αποτρίχωση σε ένα αιδοίο που δεν ομολογεί ότι υποσκάπτει τα θεμέλια του καθεστώτος, για να πάει και ο Μήτσος να κλάψει τη Στέλλα, που πήρε τον «ζωέμπορο στη Λειβαδιά». Γιατί κατά βάθος ο Μήτσος, ο συμπαθής ποδοσφαιριστής, και ο Ποιητής, έχουν κάτι κοινό. Ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο σαν παιδιά που διασχίζουν την εθνική μας αυτοσυνείδηση αμέριμνα και κοιμούνται «πάνω στα καρπούζια». Η εικόνα αυτή παραπέμπει σε καλοκαίρι, σε χρόνια γεμάτα χυμούς και σε στιγμές ξενοιασιάς. Ίσως διότι η ενηλικίωση φαντάζει μακρινή και τα παιδικά όνειρα εύκολα μπορούν να συντηρηθούν με κάτι από αλήθεια και κάτι από ψέμα. Τα ερωτήματα, οι ενοχές, τα αδιέξοδα και οι απαντήσεις θα έρθουν πολύ αργότερα. Θα ωριμάσουν μαζί με την ικανότητα του ποιητή να παρατηρεί και να περιγράφει αυτό που είναι ζωή και επιθυμεί να μεταβληθεί σε ποίηση και ο ποιητής «ένα παιδάκι (δηλαδή εγώ) … όταν θα μεγαλώσει, να γράψει την ιστορία». Αυτό ίσως καθιστά έκδηλη την ανάγκη του ποιητή να διακρίνει την αντανάκλαση της δικής του ζωής με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή από έναν άλλο ποιητή. «Να τα ήξερες άραγε Δημήτριε, όλα αυτά, να τα ήξερες, / ή μήπως δεν με σκέφτηκες πράγματι καθόλου/ εμένα και τα δυο της παιδικής μου νοσταλγίας καράβια/ όπου ύστερα από τριάντα ανακαλύφθηκαν χρόνια». Γιατί τα ποντισμένα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας ίσως και να μην αναδυθούν ποτέ.
Έχω την αίσθηση πως στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου το παιδί είναι αυτό που γεννάει και κάποτε κηδεμονεύει τους γονείς του. Ίσως κατ’ ανάγκη. Γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει κατανοητό και να σκηνοθετηθεί το ποιητικό του τοπίο. Άλλωστε η ποίησή του αφορά εκείνα τα παιδιά που η παιδικότητά τους δεν είναι συνυφασμένη με τη ξενοιασιά και το παιχνίδι. Είναι δηλαδή εκείνα τα παιδιά που «παραμονή Χριστουγέννων …λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους». Είναι τα παιδιά που έθρεψε η ανέχεια, τα παιδιά που ενηλικίωσε ο φόβος, τα παιδιά που νανούρισε η απουσία και φυσικά τα παιδιά που πέτυχαν να υπερνικήσουν πλήθος αντιξοότητες, γιατί μέσα τους γεννήθηκε η σπίθα ενός ονείρου που συντηρήθηκε φλέγοντας την ίδια τους την ύπαρξη. Πολλά χρόνια αργότερα, αυτά τα παιδιά θα ενταφιάσουν τις ιδεολογικές τους αναφορές, θα ανακαλύψουν το μπάρμπεκιου και θα διδάξουν στα δικά τους παιδιά αυτό που κατά τη νεότητα τους αντιπάλευαν. Θα θέλουν να κερδίσουν ακόμα και με τον πιο βρώμικο τρόπο στον αγώνα της ζωής και σίγουρα δεν θα «υμνούν» ένα παιδί «από τις ταπεινές γειτονιές του Περισσού προερχόμενο». Διότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα της κοινωνίας μας. Μια συνενοχή που ενηλικιώθηκε για να μεγαλώσει τα ανήλικα τέκνα της, τα οποία επιθυμούν να μεγαλώσουν, για να καθίσουν σαν μεγάλοι στο πλούσιο τραπέζι της διαφθοράς.

Κατά μία έννοια η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου ενώ αρχικά αναπνέει στους δρόμους, με τον καιρό συγκεντρώνεται στο δωμάτιο που μαζεύεται η οικογένεια. Για την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου η σάλα παραμένει κλειστή και τα καλύμματα στον καναπέ και στις καρέκλες κρύβουν τις ενοχλητικές λεπτομέρειες. Αλλού θα συζητήσουμε τα μικρά και ασήμαντα, αλλού θα εξομολογηθούμε τα μεγάλα και ίσως τα σπουδαία. Αλλού θα τοποθετήσουμε φωτογραφίες από πρόσωπα σημαντικά, «θύμησες που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,/ πιάτα φλιτζάνια, ποτήρια/ που άθικτα ταιριασμένα όπως σας αγοράσαμε/ στην ντουλάπα το πρωί θα σας βρω»16. Εκεί θα συμβούν όσα δεν μπορεί να κρατήσει η μνήμη, αλλά και όσα θα την χαράξουν ανεξίτηλα. «Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα». Είναι ακόμα το δωμάτιο στο οποίο αν και συντελέστηκαν πολλά μπορεί να μην είχε συντελεστεί κάτι που θα μας κυνηγάει για καιρό και ίσως μας κυνηγάει και για πάντα. Κάτι σαν «εκείνο που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί».

Νομίζω, επίσης, ότι αυτή η ποίηση είναι σχεδιασμένη έτσι που να μπορεί να στεγάσει, όχι μόνο αυτά που «υπήρξαν», αλλά και εκείνα που δεν συνέβησαν ποτέ. Να επιτρέπουν δηλαδή στον ποιητή να προσποιείται πως είναι «δήθεν αδιάφορος/ που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες». Να είναι παρών ακόμα και εκεί όπου απουσιάζει. Να βιώνει ακόμα και αυτό που είναι αβίωτο σαν τη στιγμή που διαπιστώνει πως η Άλκηστις, αυτό το «κρυμμένο βαθιά ριζικό» είναι πλέον «Σπίτι που του άλλαξαν κάποτε ερήμην μου κλειδαριά». Να δώσει δηλαδή κατάλυμα σε όσα γεγονότα και παραλήψεις συνετέλεσαν να διαμορφωθεί ο ψυχισμός του ποιητή και ο τρόπος με τον οποίον θα επιστρέφει στις αέναες μνήμες. «Θα ‘ρθω κοντά σου πάλι/ σαν παιδί που το αγαπούν οι γυναίκες». Αν και ο στίχος μοιάζει να περιγράφει μία ερωμένη, ο εραστής της σπεύδει να την συναντήσει όχι ως άντρας, αλλά ως παιδί. Η παλινδρόμηση έχει συντελεστεί και όλοι μας μπορούμε να ανακαλέσουμε μνήμες από εκείνη την εποχή που κρύβαμε το κεφάλι μας ανάμεσα σε δύο τορνευτά στήθη ή σε μια ζεστή και πονετική αγκαλιά. Ακόμα όμως και η περιγραφή μιας ερωτικής συνεύρεσης μπορεί κάποτε να γίνει αφορμή για ένα ασυναίσθητο ντουμπλάρισμα και στη θέση της ερωμένης, (φυσικά το ντουμπλάρισμα πραγματοποιείτε μόνο λεκτικά) διαβάζουμε «και ρουφούσε τρυφερά η μανούλα μου».

imagesΈχω πάρα πολλές αφορμές για να επεκταθώ στα «παράλληλα σύμπαντα» που ορίζουν την ποιητική του Γιώργου Μαρκόπουλου, αλλά για την ώρα θα ήθελα να σταθώ σε μία πολύ σημαντική για την ποίηση του στιγμή. Αυτή η στιγμή έχει να κάνει με την ποιητική συλλογή Κρυφός κυνηγός. Αν παρατηρούσα αυτήν την ποιητική συλλογή με όρους πολεοδομικού σχεδιασμού, θα έλεγα πως μπορεί να διασταυρώνεται με το σύνολο του έργου του ποιητή, αλλά αποτελεί από μόνη της μια ποιητική κατάθεση που «πάει κάπου αλλού». Μοιάζει με την Αθηνών – Κορίνθου στο σημείο που συναντάει τη λεωφόρο Κηφισού. Μπορεί δηλαδή να διασταυρώνονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Είναι φανερό πως κάτι καίριο έχει συμβεί και αυτό δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί στον ποιητικό τρόπο και στην ποιητική γλώσσα. Εδώ ο ποιητής δεν θέλει να υπαινιχτεί κάτι. Εδώ μιλάει χωρίς περιστροφές. «Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν στο φέρετρο του./ Το γύριζαν από δρομάκια με κλειστές καπναποθήκες,/ με μαγαζιά «γύφτικα», κουρεία και παλιά παντοπωλεία». Εδώ κανένα παιδί δεν θα ξεχαστεί χάνοντας τον δρόμο που ακολουθούσε η μπάντα. Εδώ ο ποιητής ακολουθεί τη μελωδία από ένα πένθιμο εμβατήριο σκοντάφτοντας σε «Οστά στο νεκροταφείο που τα ‘βγαλε η πλημμύρα» και μετρώντας γύρω του την τόση οδύνη μας λέει «Λυπηθείτε αυτό τον άνθρωπο/ που τα μάτια του είναι παλαιά πολυβολεία/ και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών».

Αν παλαιότερα ο Γιώργος Μαρκόπουλος μπορούσε να εξοφλήσει κάποιους λογαριασμούς με τον θάνατο λέγοντας «Σκοτώσαμε πολλούς για να φαινόμαστε εμείς ζωντανοί», τώρα το χρέος μοιάζει υψηλό και ίσως δυσθεώρητο. Τώρα πρέπει να δανειστεί εικόνες και σύμβολα από μια άλλη εποχή για να μας οδηγήσει σε άλλους τόπους μαρτυρίου, που δεν είναι το Χαϊδάρι και η Καισαριανή, αλλά οι θάλαμοι των νοσοκομείων και τα απαστράπτοντα χειρουργεία. Τώρα «έρχονται, τους παίρνουν το πρωί/ φωνάζοντας σαν σε εκτέλεση δυνατά το όνομα τους» και οι συγγενείς «τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό». «Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ/ έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες». Δεν είναι ότι ο θάνατος απουσίαζε από την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου και με την εμφάνιση του μας προκαλεί την έκπληξη που προκαλεί η παρουσία ενός αγνώστου στον στενό κύκλο μερικών παλαιών φίλων. Αντιθέτως. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την παρουσία ενός γνωστού μας από τα παλιά, εν μέσω αγνώστων, αλλά ταυτόχρονα σε τόπο που πότε δεν συνηθίζαμε να πραγματοποιούμε τις εξόδους μας. Εδώ ο προβολέας της ποίησης δεν είναι στραμμένος προς τη σκηνή, αλλά στρέφεται απειλητικά προς τους θεατές. Στρέφεται απειλητικά προς όλους μας. Αυτή η σπουδή του θανάτου μας συγκλονίζει ακριβώς διότι ανακαλύπτει την ωραιότητα του. Ανακαλύπτει τη δυνατότητα του θανάτου να γεννήσει ζωή και να αφυπνίσει συναισθήματα. Ανακαλύπτει την ποιητική του Κάτω Κόσμου και τον τρόπο που αυτό που υπήρξε ζωή ακυρώνεται για υπάρξει ο θάνατος που θα ποιήσει και πάλι ζωή. Αν μέσα σε όλον αυτό τον ζόφο αναζητήσουμε το νήμα που ενώνει τον Κρυφό κυνηγό με το προγενέστερο έργο του Ποιητή, θα το ανακαλύψουμε στον ληστή που σκοτώνει τη γριά και «μετανιώνει και αφήνει ως εκ τούτου τα λεφτά στην ψωμιέρα». Γιατί είναι συγγενής πρώτου βαθμού με τον Αρδίζογλου και έχει στο αίμα του κάτι από την ομάδα αίματος του Γιώργου Μαρκόπουλου. Επίσης, θα το βρούμε και στα «παιδιά που βλέπεις λυπημένα και ξάφνου λίγο πιο πέρα στήνουν παιχνίδι στη στιγμή, πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία της ίδιας της θείας τους στο νεκροταφείο».

Τέλος, σε μια εποχή που η ποίηση βάλλεται από παντού, ο Γιώργος Μαρκόπουλος στον Κρυφό κυνηγό προσπαθεί να συνάξει τις ανεξάντλητες εφεδρείες μας. Τον Ελασίτη που πουλούσε λαχεία στο μεταπολιτευτικό ονειρόδραμα. Τη θρυλική αντάρτισσα που μετρούσε τα ένσημα, το φεγγάρι που συνταξιδεύει μαζί του όταν οι λέξεις ναυλώνουν το ποιητικό του αεροσκάφος. Με αυτούς τους στίχους επίσης φωτίζεται η εσωτερική συνοχή του έργου του Γιώργου Μαρκόπουλου που πετυχαίνει να θέτει το ζητούμενο σε μία ποιητική συλλογή και να δίνει την απάντηση σε κάποιαν άλλη. Είναι αυτό το μεγάλο και το ανεξήγητο. Αυτό το σπουδαίο που μας χαρίζει η ποίηση όταν «πάμε ψηλά, πολύ ψηλά» για να μάθουμε ότι «οι ψυχές μας στην αγάπη είναι παιδιά σε περίπτερα που ποτέ δεν έμαθαν τις τιμές». Έμαθαν όμως να κοιτούν τον κόσμο με μάτια διάπλατα και καθαρά, έτσι που να μην δυσκολεύονται να διακρίνουν ότι «τα βιβλιάρια του ΙΚΑ / είναι οι καλύτεροι πίνακες, που είδα ποτέ μου ζωγραφικής».

Αυτοί οι στίχοι είναι συγκλονιστικοί. Τους αγαπώ από την πρώτη στιγμή που τους διάβασα, (ίσως για πολύ προσωπικούς λόγους) αλλά τους αγαπώ επίσης γιατί πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω, πως η πατρίδα μας μπορεί να ελπίζει μόνο σε εκείνους που πέτυχαν στη ζωή τους να φιλοτεχνήσουν κάμποσα τέτοια έργα τέχνης, για να περάσουν από αυτόν τον κόσμο βουβά και ταπεινά, σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Είναι όμως καιρός να κάνουμε μία παράκαμψη, που ίσως μας βοηθήσει να βρεθούμε σε ένα ακόμα κεντρικό σημείο της ποιητικής του Γιώργου Μαρκόπουλου.

χακκαςΟ Μάριος Χάκκας στην συλλογή διηγημάτων Ο Μπιντές περιλαμβάνει ένα διήγημα στο οποίο δίνει τον τίτλο «Ο Φωτογράφος». Φυσικά δεν κάνει λόγο για έναν φωτογράφο όπως αυτόν που καλέσαμε στο γάμο μας, ούτε αυτόν που τράβηξε κάποιες πόζες στα βαφτίσια του παιδιού μας. Μιλάει για έναν φωτογράφο – καλλιτέχνη όπως τον ονομάζει αργότερα στην θεατροποίηση αυτού του διηγήματος ο οποίος καλεί στο ατελιέ του μόνο γυναίκες για τις οποίες ρετουσάρει φωτογραφίες νεκρών που κάποτε υπήρξαν οι εραστές και οι σύζυγοι τους. Τότε αυτές «Μόλις τον βλέπουνε, ένα «αχ» βαθύ βγαίνει μέσ’ απ’ τα στήθη, τον αρπάζουνε, υστερικά τον σφίγγουνε μέσα στην αγκαλιά τους, ακολουθούν σπασμοί διαρκείας και έπειτα τέζα. Για αυτό υπάρχει κρεβάτι με καθαρά άσπρα σεντόνια, παραβάν όπου γδύνονται και στο βάθος μπιντές». Μόνο μία από αυτές του ζητάει να ρετουσάρει ένα πρόσωπο που δεν έχει βγάλει ποτέ του φωτογραφία. Αυτός προσπαθεί αλλά κανένα πορτραίτο του δεν πλησιάζει το πρόσωπο «εκείνου» για τον οποίον πλέον αρχίζει να πιστεύει πως δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο στην τελευταία προσπάθεια όταν βγαίνει από τον σκοτεινό θάλαμο με το δικό του πορτραίτο εκείνη ομολογεί «εσύ είσαι και κλαίει με αναφιλητά…».

Η θεατροποίηση αυτού του διηγήματος έγινε το 1968, χρονιά που θυμόμαστε τόσο για την «Άνοιξη της Πράγας» όσο και για την εξέγερση του Μάη στην εκρηκτική γαλλική κοινωνία. Είναι επίσης το έτος που ο Γιώργος Μαρκόπουλος, παρουσιάζεται στα Γράμματά μας. Το γεγονός ότι μετά από 42 χρόνια αποφάσισε να «ρετουσάρει» το ποιητικό του πρόσωπο, μοιάζει σαν μία ακόμα απόδειξη ότι «αυτός είναι». Με ένα διπλό ρόλο ή αν προτιμάτε με μία διπλή ιδιότητα. Αυτήν του εκλιπόντος, αλλά και εκείνην του ερχόμενου. Διότι όπως και ο ίδιος πολύ εύστοχα μας ομολογεί: «κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της, / ξυπνά πάντα χήρα του άντρα που ονειρεύτηκε».

Αυτό το περίπλοκο και αντιφατικό διαπραγματεύεται για πάνω από τέσσερις δεκαετίες η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου και ουσιαστικά αυτή η διαπραγμάτευση συντελείται στον «σκοτεινό θάλαμο» της ανθρώπινης ύπαρξης. Διότι σε μία εποχή που πολλοί ομότεχνοί του προσπαθούσαν να συνταιριάξουν το βήμα τους με τον διασκελισμό της ιστορίας, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ακολουθούσε τη δική του ατραπό, που έπεφτε κομμάτι μακριά από τις μεγάλες λεωφόρους των κοινωνικών αναμετρήσεων. Όχι φυσικά οπλισμένος από τη δύναμη της άγνοιας, διότι είναι φανερό ότι ο Γιώργος Μαρκόπουλος δεν «σπούδαζε» την εποχή που το αίμα χυνόταν στην άσφαλτο, αλλά μάλλον από μια ιδιοσυγκρασία που τον κάνει να παρατηρεί και να διακρίνει κάτι πιο βαθύ. Κάτι που ενώνει την κοινωνική σύγκρουση με την εσωτερική διαπάλη, σε ένα σημείο που η «θλίψη σου ρε μάτια μου,/ σαν την Καισαριανή τα βράδια του φθινόπωρου». Και αν αυτό μας μοιάζει ελάχιστα πολιτικό, θα καταλάβουμε ότι έχουμε κάνει λάθος, όταν στο ίδιο ποίημα θα διαβάσουμε: «Αλήθεια τι ντροπή/ να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια/ ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο». Νομίζω επίσης ότι αυτή η Καισαριανή και αυτά τα βράδια του φθινόπωρου διασταυρώνονται πολύ όμορφα με τη ζωή και το έργο του Μάριου Χάκκα.

Πριν όμως μιλήσουμε εκτενέστερα πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, θα ήθελα να αναφέρω, ότι η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου κάποιες στιγμές μου θυμίζει ένα σύνθημα που κατά την νεότητα μου το άκουγα να ηχεί σαν παραφωνία. Μου θυμίζει δηλαδή ότι «πέρα από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά». Μόνο που σήμερα θα έλεγα ότι η μοναξιά και η αποξένωση οφείλουν μεν κάτι από την ύπαρξη τους στην ύπαρξη του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν του οφείλουν και καθ΄ ολοκληρίαν την ύπαρξη τους. Διότι οι «άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται./Και κάθε ένας τους κρύβει μια πολιτεία ή μια φυλακή». Ανάμεσα μάλιστα σε αυτό το πλήθος των μοναχικών πιο μοναχικοί οι ποιητές φοβούνται «μη μάθουν οι άλλοι τη μοναξιά τους».

assets_LARGE_t_420_54024013Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου αφορά κατά βάση την εσωτερικότητα, τη μοναχικότητα, τις καθημερινές τριβές και όσα εμποδίζουν τους ανθρώπους να βρούνε ανάπαυση, ακόμα και όταν πλαγιάσουν έχοντας σβήσει τα φώτα. Δεν θα ταξινομηθεί δίπλα στην ηρωική φιλολογία της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Δεν είναι δηλαδή η ποίηση που έχει ζωστεί τα φυσεκλίκια σταυρωτά, αλλά η ποίηση που προσπαθεί να υπερασπιστεί τις αξίες της με έναν τρόπο εσωτερικό και χαμηλόφωνο. Η οικονομική ανάπτυξη άλλωστε επέτρεψε σε έναν λαό στερημένο ακόμα και τα βασικά, να εισάγει πλείστα αγαθά του δυτικού πολιτισμού, με τον τρόπο που ένας πεινασμένος παραγγέλνει φαγητό όταν κερδίσει ανέλπιστα κάποια χρήματα. Δίχως να υπολογίσει το βαρύ στομάχι και την αυριανή ανέχεια. Οι κοινωνικές αντιστάσεις άλλωστε εξαντλούσαν τον δυναμισμό τους στην διεκδίκηση αιτημάτων, που θα επέτρεπαν στους χθεσινούς αρνητές του συστήματος, να μετατραπούν στους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Με αυτόν τον τρόπο ο κατακερματισμένος κοινωνικός ιστός γεννάει την αποξένωση και τη μοναξιά και με αυτόν τον τρόπο οι ποιητές αναλαμβάνουν να μεταποιήσουν την εισαγόμενη μοναξιά και να την ράψουν στα μέτρα της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Με τρόπο που να εξηγεί πως «πίσω από όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια… μοναξιά». Με τρόπο που αυτή η μοναξιά να γίνεται δική μας και για αυτό ακόμα πιο ανυπόφορη. Αναγνωρίσιμη σαν εκείνους που «Κάνουν πρωτοχρονιά στους δρόμους,/αυτοί και ο εαυτός τους, κι νέος χρόνος τους βρίσκει/ με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη». Μία τέτοια περίπτωση από τη μεριά της πεζογραφίας υπήρξε και ο Μάριος Χάκκας. Ο ίδιος μάλιστα, αν και δρών πρόσωπο στα «πέτρινα χρόνια» της νεοελληνικής ιστορίας, δεν δυσκολεύεται καθόλου να ομολογήσει πως «Είναι που είδα ν’ ανεμίζουν γενειάδες και σημαίες. Άγγιξα κι εγώ σταυρωτά φισεκλίκια κι ελπίδες… Δυστυχώς ήμουν μικρός και δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να κρατήσω κι εγώ αραβίδα». Μα λίγο παρακάτω συνεχίζει «Ξέρω πολλούς που σπατάλησαν τη ζωή τους, μήπως και ξαναφτάσουν σε κείνη την έξαψη. Μάταια. Ήταν οι τελευταίες βροντές μιας μπόρας που πέρασε». Μιας «μπόρας» που δεν μπορούσε παρά να ωριμάσει εκείνον που πέρασε από τη μοναξιά της φυλακής, εκείνον που βίωσε τη μοναξιά της ιδεολογικής απομόνωσης και πλήρωσε το κόστος της ιδεολογικής του χειραφέτησης, φτάνοντας στο σημείο να αναρωτιέται τι «θέλω και επιδιώκω επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους; Τι χρειάζεται το κοινόβιο τώρα; ». Για να δώσει λίγο πιο κάτω μόνος του την απάντηση γράφοντας πως «Όλα υπάρχουνε μέσα μου, γι’ αυτό τραγουδώ για τους φίλους μου, γι’ αυτό σχεδιάζω ένα κοινόβιο που θα μας αποσπάσει από την παγκόσμια μοναξιά…». Μόνο που ο Μάριος Χάκκας δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το δικό του Κοινόβιο. Δεν πρόλαβε να στεγάσει εκείνους που αγωνιζόντουσαν για να ζήσουν ή και για να επιστρέψουν σε μια «μητριά πατρίδα» και από την άλλη, δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ιδεολογικό καταναγκασμό που επέβαλαν τα κάθε είδους κομματικά ιερατεία. Σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι φυσικά ο Μάριος Χάκκας δεν ήταν μόνος. Στην ίδια ατραπό πορεύονταν ο Στρατής Τσίρκας, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και άλλοι, αλλά ο Μάριος Χάκκας πήγε αυτήν την αμφισβήτηση ακόμα πιο πέρα. Πρόλαβε να διατυπώσει ένα λογοτεχνικό αίτημα και να καταδείξει έναν λογοτεχνικό δρόμο. Μπορεί αυτόν τον δρόμο να μην τον περπάτησε ως το τέρμα λόγω του πρόωρου θανάτου του, αλλά το ρήγμα που είχε προκληθεί στη γρανιτένια επιφάνεια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού επέτρεψε στην επόμενη γενιά να βαδίσει χωρίς ενοχές και χωρίς υποχωρήσεις. Όσο για τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τα πράγματα ήταν λιγάκι πιο απλά. Του έφτανε ένας τόπος «όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί/όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα» διότι ακόμα και το πιο απλό δεν είναι δεδομένο σε μια «Δύσκαμπτη πατρίδα σικελική»!.

Μπορεί να μην έχουμε να κάνουμε ακριβώς με έναν «Σικελικό Εσπερινό», αλλά έχουμε να κάνουμε με έναν τόπο σημαδεμένο από βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Σημαδεμένος τόσο και τόσο περίκλειστος, που να αδιαφορεί για όσα δραματικά συντελούνται σε έναν πλανήτη που από καιρό είχε πάψει να είναι εχέμυθος. Σε έναν πλανήτη που τα νέα ταξίδευαν πολύ γρήγορα, αλλά όχι τόσο που να επιφέρουν ένα σημαντικό ρήγμα στην πελοποννησιακή ή στην αθηναϊκή αταραξία. Ίσως αυτό να εξηγεί το γεγονός ότι η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μαρτυρία για όσα συγκλονίζουν μια οικουμένη που συμπεριφέρεται σαν αναβράζον δισκίο. Αυτό δεν σημαίνει απουσία ενός ευρύτερου ορίζοντα, ούτε πολύ περισσότερο συνεπάγεται αδιαφορία, ιδιαίτερα για όσα κρατάνε δέσμια την πατρίδα του καθώς και τον ίδιο, που τον παραφυλάνε «νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες,/ κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας». Και δεν είναι μόνο ο γενέθλιος τόπος κλειστός και αδιαπέραστος, αλλά και η πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους πολιορκημένη από τις μικρές και μεγάλες μας απρέπειες διότι «Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα/και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι…». Αυτή είναι η αγωνία του Ποιητή που επιθυμεί να παραμείνει πολίτης και να μιλήσει πολιτικά, όχι όμως με τον τρόπο του Μαγιακόφσκι,ούτε φυσικά με τον τρόπο του Φεραίου (η αναφορά δεν είναι τυχαία) αλλά με τον τρόπο του Γιώργου Μαρκόπουλου που περιγράφει την τραγωδία του εμφυλίου εστιάζοντας σε μια φωτογραφία του 1948, η οποία δείχνει κάποια κοριτσάκια «που τα μισά ήσαν με τα μαλλάκια τους κανονικά και τα άλλα μισά κουρεμένα με την ψιλή, για να δηλώνεται έτσι ότι ήσαν ορφανά». Ας μην λησμονήσουμε ότι τα παιδιά προσφέρουν πάλι στον ποιητή τον τρόπο και την αφορμή ώστε να μιλήσει και για μία από τις μεγάλες τραγωδίες του 20ου αιώνα. Να μιλήσει δηλαδή για μια θηριωδία «όπου δεκάδες παιδιά οδηγήθηκαν με τα καλά τους/ομαδικά, πολλά χρόνια πριν από εμάς, προς το θάνατο».

Αν προσέξουμε καλύτερα τον τρόπο που ο Γιώργος Μαρκόπουλος προσπαθεί να μιλήσει πολιτικά, θα καταλάβουμε ότι για αυτόν η κατάλυση της δημοκρατίας, οι απαγορεύσεις, οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι, δεν είναι το σημείο που επιλέγει να εστιάσει το βλέμμα του. Επιλέγει όμως να μιλήσει για τους βασανιστές. Όχι φυσικά για το σύνολο των βασανιστών, αλλά για έναν εξ αυτών. Τον Μήτσο, αγνώστων λοιπόν στοιχείων, που ο ποιητής γνωρίζει ότι κατά βάθος είναι πιο βασανισμένος και από τα θύματα του. Διότι τον Γιώργο Μαρκόπουλο τον ενδιαφέρει ο τρόπος που κατασκευάζεται ένας Μήτσος και επίσης τον ενδιαφέρει να τον απογυμνώσει από κάθε ισχύ και κάθε δύναμη, για να τον δείξει μικρό και ανίσχυρο σαν κάθε Μήτσο που προσπαθεί να αποφύγει τον ψυχολόγο δέρνοντας τους ανίσχυρους και σκύβοντας το κεφάλι στους ισχυρούς. Με αυτόν τον τρόπο η πολιτική για τον Γιώργο Μαρκόπουλο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο για να φτάσει στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και η ποίηση του για να δανειστούμε κάποια λόγια του Μάριου Χάκκα που μας αρέσουνε «μια κουδουνίστρα, … για μεγάλους». Ίσως μια πολύ παράξενη κουδουνίστρα, ίσως μια κουδουνίστρα πολύ μελαγχολική και κάποτε πολύ πένθιμη, αλλά ο Γιώργος Μαρκόπουλος έχει μετατρέψει την ποίηση του σε μια μεγάλη παιδική χαρά όπου τα παιδιά τριγυρνούν ανάμεσα σε μνήμες και σε μνήματα, με τον πιο φυσιολογικό τρόπο. Δείγμα ίσως μιας ποίησης που απέκτησε οικειότητα με την ιδέα και τους τρόπους του θανάτου. Εδώ θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφερθεί ότι μια ανάλογη οικειότητα είχε αποκτήσει για ευνόητους λόγους και ο Μάριος Χάκκας.

Θα επιμείνω στον Μάριο Χάκκα, γιατί στα διηγήματά του υπάρχει η ίδια τρυφερότητα, η ίδια μελαγχολία, η ίδια ανάγκη να υψωθεί σε κάτι ανώτερο, η ίδια αποστροφή για τους άπειρους τρόπους που εφευρίσκει ο άνθρωπος για να ξοδέψει την ύπαρξη του. «Πως έμπλεξες κακομοίρη μου έτσι, μια ζωή ένα σπίτι;» Αυτό ήταν το ερώτημα που είχε θέσει από την εποχή που δημοσιεύτηκε ο Μπιντές, για να βρει έναν συνομιλητή που θα προεκτείνει αυτόν τον συλλογισμό γράφοντας πως «Τις Κυριακές το απόγευμα οι πόρτες των πολυκατοικιών/ μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία/ που τα ξέχασαν». Μάλιστα ο Γιώργος Μαρκόπουλος για να μην αφήσει καμία αμφιβολία σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται αυτόν τον νεορθόδοξο καταναλωτισμό, γράφει από πολύ νωρίς το ποίημα «Οι τούρκοι». Μόνο που στη θέση των απειλητικών γειτόνων μας τοποθετεί ένα πολύ αναγνωρίσιμο τμήμα της κοινωνίας, διότι οι «Οι Τούρκοι ανενόχλητοι γυρνάνε στους δρόμους./ Αγοράζουν κλαδευτήρια, πριόνια,/ …καταπατήσανε τα βόρεια προάστια τα κάνανε τσιφλίκι τους».

Και αν με αυτό το ποίημα προχωράει ένα βήμα πιο πέρα από τον Μάριο Χάκκα, με το ποίημα «Ο πόλεμος» μας προσφέρει μία θέα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων που γίνεται πλέον τόσο οδυνηρή, όσο η θέα σε ένα πεδίο μάχης στο κέντρο μιας εμπόλεμης ζώνης. «Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα./ Δεκάδες οι νεκροί όταν γυρίζεις σπίτι σου την αυγή./ Την ώρα που κλείνουν οι κινηματογράφοι./ Την ώρα που κλείνουν οι ταβέρνες/ και σωρός τα σκουπίδια μαζεύονται στην εξώπορτα…». Αυτά τα σκουπίδια θα ήθελε ο ποιητής να αφήσει έξω από την ιδανική του πολιτεία. Γνωρίζει ίσως, ότι το κόστος της αποκομιδής των απορριμμάτων στο τέλος θα φτάσει να ξεπερνά το κόστος της ίδιας της διαβίωσης. Γνωρίζει επίσης ότι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη μεταβάλλετε αργά αλλά σταθερά σε έναν σταθμό διαλογής απορριμμάτων, που απαιτούν όλο και περισσότερη ενέργεια, όλο και περισσότερο χρόνο, όλο και πιο πρόθυμους να αυτοχειριαστούν υπηκόους με έπαθλο τον πιο ευρύχωρο σκουπιδότοπο.

Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να ζει σε έναν τόπο που οι αντιφάσεις του και οι αντιθέσεις του εμφανίζονται με εκπληκτική ταχύτητα και πρωτοφανή ένταση. «ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι. Απογεύματα, γιορτές στο κουζινάκι/ χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο». Η προηγούμενη καταδίκη μετατρέπεται σε τρυφερότητα και η ξοδεμένη ζωή ενός πατέρα γίνεται η πρώτη ύλη που το παιδί – ποιητής θα υφάνει την ποιητική κουβέρτα την οποία θα ρίξει στους γέρικους ώμους του γονιού του. Αυτή η τρυφερότητα είναι ένα από βασικά συστατικά της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου.

410704647Η τρυφερότητα και ο έρωτας είναι επίσης ένας κοινός τόπος για να συναντηθούν ο Γιώργος Μαρκόπουλος με τον Μάριο Χάκκα. Ίσως στο ίδιο ξενοδοχείο, ίσως στα ίδια στρωσίδια. Εκεί που «Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας από τα παπούτσια και τις κάλτσες όπως τα μικρά παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν»61. Εκεί που ο Μάριος θα πήγαινε με τη Μυρτώ σε «κάμαρες που δεν βλέπουν τη βροχή./ Μόνο κοιτάζουν σ’ άδειες ντουλάπες/σ’ ένα λαβομάνο χωρίς σεμνοτυφία/ σ’ έναν καθρέφτη που μετράει ρυτίδες». Είναι ο καθρέφτης στον οποίον η Μαρία καθρεφτιζόταν και «ντύνονταν ράθυμα, αργά, σιγοψιθυρίζοντας έναν ακαθόριστο σκοπό». Δεν ξέρω τι είδαν μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη ο ποιητής και ο πεζογράφος, ξέρω μόνο πως στα γραπτά τους συναντάς την ίδια μοναξιά και βασικά την ίδια ενοχή. Ίσως διότι οι άνθρωποι έμαθαν πλέον να γδύνονται πιο εύκολα, να δίνονται πιο εύκολα, αλλά και να κρατάνε τη μοναξιά τους σαν πολύτιμο μύρο. Φοβισμένοι από την ιδέα της αποτυχίας και τρομαγμένοι από την υποψία του πόνου. Έτσι που τα λόγια του Ποιητή να ακούγονται σκοτεινά και δυσοίωνα. «και στην αγάπη μη λυπάσαι/γιατί έτσι κάθε φορά γίνεται στο τέλος/να γυρνούμε εκεί που μας διώχνουν/να φεύγουμε εκεί που μας θέλουν».

Γενικά, η αίσθηση που μου αφήνει η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου όσο και η πεζογραφία του Μάριου Χάκκα, είναι η αίσθηση ενός διαρκούς διαλόγου. Ακόμα και τα μουλάρια του Χάκκα μοιάζουν να πορεύονται με το μουλαρίσιο πείσμα που ο Αρδίζογλου θα έκανε το δικό του, κόντρα στα πλάνα του τάδε και του δείνα προπονητή. Οι υπαρξιακές ανάγκες τους το ίδιο. Κάποτε ο Χάκκας δέσμιος της ίδιας του της πατρίδας. Άλλοτε ο Μαρκόπουλος δέσμιος της ίδιας του της θέλησης. Το γράφει μάλιστα με τρόπο υπέροχο όταν ομολογεί «Να υπέθετες άραγε ποτέ ότι η καρδιά μου/δεν ήταν παρά το πουλί στο απέναντι κλουβί/που του ανοίγαμε και δεν έφευγε…». Ίσως διότι και οι δύο κουβαλάνε την ηθική της τάξης τους και της εποχής τους. Μοιάζει μάλιστα η γενιά του Χάκκα να κληροδότησε αυτήν την ηθική στις επόμενες γενιές χωρίς το βάρος της στράτευσης κάτω από μια σημαία και φυσικά χωρίς την υποταγή που προϋπόθετε αυτή η στράτευση. Αυτό είναι ένα από σημεία υπεροχής της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου και μου είναι τόσο ευδιάκριτο ώστε να χωράει από τα λάθη και τις επιθυμίες μας μέχρι τη δέσμη του φωτός που έχουμε ανάγκη για να κινηθούμε «γιατί οι αυταπάτες μας λαμπάδες/ και η αγωνία μας φεγγάρι τη νύχτα κινούμενο/σαν φακός ταξιθέτριας είναι…».

Θα κρατήσουμε αυτή τη δέσμη φωτός για να την στρέψουμε «Στη μάντρα του ασύλου». Ένα ποίημα που μας οδηγεί ημέρα «Κυριακή/στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου,/ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:/Να μας πεις για εκείνη». Ποιος είναι αυτός ο ένας, δεν δηλώνεται, όπως δεν δηλώνεται ποιοι είναι οι υπόλοιποι που ακούνε τον ποιητή να τους μιλάει για «εκείνη». Θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο κορυφαίος του χορού σε μια παράσταση αρχαίου θεάτρου και ο ποιητής/αφηγητής να είναι αυτός που θα μας λυτρώσει από την τραγικότητα του βίου εξαγνίζοντας τις ψυχές μας κατά τη στιγμή που μιλάει για τα ανθρώπινα πάθη. «Σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα,/όπου έβλεπες τα πορτοκάλια στην αυλή/και έλεγες, κάποιος θα έρχεται/κάποιοι κληρονόμοι θα κόβουν αυτά τα δέντρα». Συμβαίνει όμως κάποτε, ακόμα και τους υπέροχους πορτοκαλεώνες να μην τους «κόβει» κανείς. Όπως συμβαίνει σε μια γωνιά τους, «από μια άλλη κατοχή» να συναντήσεις «νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών/με λαμπαδίτσες του Πάσχα». Να συναντήσεις δηλαδή όλο τον διάκοσμο της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου. Τη μοναξιά, το θάνατο, τον έρωτα και έναν πατέρα που χρόνια αργότερα στον γάμο της «έπλενε τα χέρια του/πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της/στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών».

Διότι ο Ποιητής είχε θητεύσει χρόνια πριν στο μεγάλο σχολείο του θανάτου και αναζητούσε τον τρόπο που θα μετατρέψει αυτό που μοιάζει με τέλος σε μια αιώνια αρχή. «Ωραιοτάτη κοιμωμένη για τον τάφο της φώναξα,/στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή,/ο σκοτεινός Αλφειός και η μακρινή Αρέθουσα,/για να σμίγουν τα νερά μας κάπου στα βάθη της θάλασσας». Και ακούγοντας τον ποιητή ο χορός σιωπά και «Το σούρουπο μόνο, εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα,/μου φώναξε ένας:/Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες». Γιατί όπως στη ζωή, έτσι και στη τραγωδία, κάποτε περνάει στον ορίζοντα εκείνη για την οποία μιλήσαμε και τότε το ποίημα θα γεννηθεί και ο ψυχές θα βρούνε ανάπαυση και θα γαληνέψουν.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη